20/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Υπέρ της λήθης

      Pin It

Του Αχιλλέα Κυριακίδη

 

μιχαλης κυριακιδηςΚαθώς συνέθετα ένα κείμενο που μου είχε ζητηθεί ως συμμετοχή μου στον εορταστικό τόμο για τα 70 χρόνια των Εκδόσεων «Ικαρος», θυμήθηκα κάποια βιβλία ή κείμενα που είχα πολύ αγαπήσει κάποτε, που, ως φαίνεται, δεν τα κατάφερα ούτε πάσχισα καλά καλά να μην ξεχάσω να τα θυμάμαι, και που η ανάδυσή τους στην κατάκοπη μνήμη μου μ’ έκανε γι’ άλλη μία φορά να εκτιμήσω την ουσιώδη συμβολή της λήθης στην εντρύφηση της τέχνης.

 

Μόνο στην εντρύφηση, όμως;

 

Ολόκληρη η λογοτεχνία (θα μπορούσε να έχει πει ο Μπόρχες) είναι έργο μιας αδιάκοπης και ακάματης λήθης. Σήμερα πια δεν είναι δύσκολο να συναγάγουμε με σχεδόν ακλόνητη βεβαιότητα τι ακριβώς ξέχασε ο Ντίκενς πριν γράψει την «Ιστορία δύο πόλεων», ή τι είχε δραπετεύσει απ’ το διάτρητο μνημονικό του Μπαλζάκ πριν αυτός χυθεί στη θάλασσα της ανθρώπινης κωμωδίας. Ο,τι απομένει στη δημιουργικότητα, δεν έχει να κάνει τόσο με την επινόηση όσο με την τεχνική διαχείρισης αυτής της λήθης, δεδομένου μάλιστα ότι οι επινοήσεις (και οι συνδυασμοί τους) μπορεί να φαίνεται πως τείνουν προς το άπειρο, αλλά δεν παύουν να είναι πεπερασμένες. Αυτή η σχεδόν αυταπόδεικτη βεβαιότητα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επανάληψη και, ασφαλώς, στη μίμηση. Πολύ λίγα χρόνια πριν κατοχυρωθεί και ληξιαρχικά η γέννηση του μοντερνισμού, ο κυρ Μπουβάρ και ο κυρ Πεκισέ εγκαταλείπουν τα εγκόσμια, ασκούνται στη γνώση και, αφού εξαντλήσουν κυριολεκτικά το επιστητό, επιστρέφουν στην ασφάλεια της αντιγραφής και της μίμησης.

 

Λένε ότι ο Γκέτε έκλαψε όταν είδε για πρώτη φορά το Παρίσι, ακριβώς γιατί δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ για πρώτη φορά, ενώ ξέρω από πρώτο δάκρυ ότι και ο υπογράφων έκλαψε όταν τελείωσε την ανάγνωση του «Εκατό χρόνια μοναξιά», ακριβώς γιατί δεν θα το ξαναδιάβαζε ποτέ για πρώτη φορά. Πολύ πολύ πρόσφατα ανακάλυψα ένα άρθρο του Χέμινγκουεϊ, γραμμένο τη δεκαετία του 1930, όπου παραθέτει τίτλους βιβλίων τα οποία «ευχαρίστως θα ξαναδιάβαζε για πρώτη φορά»! Το παράδοξο της διατύπωσης εξορθολογίζεται από (ποιον άλλον;) τον Μπόρχες, κατά τον οποίο, κάθε φορά που ξαναδιαβάζουμε ένα βιβλίο, είναι σαν να το διαβάζουμε για πρώτη φορά, αφού ναι μεν το βιβλίο παραμένει το ίδιο, αλλά έχουμε αλλάξει εμείς: έχουν μεσολαβήσει εμπειρίες, γνώσεις και, βέβαια, η λήθη…

 

Στην οποία και επιστρέφω, κλείνοντας: αυτές τις μέρες, χάρη σε μια μερική αλλά ικανής εκτάσεως λήθη, μπόρεσα να παρασυρθώ ξανά, να μαγευτώ ξανά και να γλεντήσω ξανά το θεοπάλαβο αριστούργημα «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ.

 

Scroll to top