21/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ο κυκλισμός του τετραγώνου», Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Ενα αριστούργημα που ανήκει στο μέλλον

Η επανάληψη, πάλι και πάλι, των ίδιων πραγμάτων στο έργο δεν είναι κάποιο κουλτουριάρικο καψώνι προς τους θεατές. Είναι η ολοκλήρωση μιας κυκλικότητας που ενυπάρχει στον Μπέκετ και τελειώνει τώρα με τον πλέον βασανιστικό τρόπο στον Δημήτρη Δημητριάδη. Αληθινά μεγαλειώδες. Ισως η πιο ουσιαστική κίνηση του θεάτρου μετά τον Πίντερ.
      Pin It

Η επανάληψη, πάλι και πάλι, των ίδιων πραγμάτων στο έργο δεν είναι κάποιο κουλτουριάρικο καψώνι προς τους θεατές. Είναι η ολοκλήρωση μιας κυκλικότητας που ενυπάρχει στον Μπέκετ και τελειώνει τώρα με τον πλέον βασανιστικό τρόπο στον Δημήτρη Δημητριάδη. Αληθινά μεγαλειώδες. Ισως η πιο ουσιαστική κίνηση του θεάτρου μετά τον Πίντερ

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Μη χάνουμε λέξεις. Ο «Κυκλισμός» του Δημήτρη Δημητριάδη είναι αριστούργημα. Και σαν αριστούργημα ανήκει στο μέλλον. Εκεί θα εμφανιστούν κάποτε οι πτυχώσεις, τα επίπεδα και τα βάθη του. Προς το παρόν μάς απομένει να το προσεγγίσουμε μέσω της διαίσθησης, χωρίς άλλο χρόνο ή ψυχραιμία για να απλωθούμε στο μάκρος της μελλοντικής του ανέλιξης.

 

Θα συμβούλευα γι’ αυτό όσους δουν το έργο να κρατήσουν τις πρώτες εντυπώσεις για τον εαυτό τους. Και να επιστρέψουν νοητά στο έργο και την παράσταση μετά από κάποιο διάστημα. Αρκεί αυτό, για να νιώσουν ότι πολλά που (δυσ-)λειτουργούσαν λόγω του πνευματικού άλγους, του ανθρώπινου εκνευρισμού και της προσληπτικής υπερφόρτωσης, τώρα που νους και σώμα είναι πάλι ξεκούραστα, επιστρέφουν σε νέα αφετηρία. Είναι το βίωμα μιας παράστασης και ενός έργου που λειτουργεί καθώς απομακρυνόμαστε από αυτό, όταν οι ελάσσονες δυνάμεις του μεταβάλλονται σε κυρίαρχες ώσεις.

 

Και για να μην κάνω τον έξυπνο σε κανέναν, ομολογώ πως κι εγώ πιέστηκα, ξαφνιάστηκα, περδικλώθηκα και βαριαναστέναξα με την εκπληκτική ανατροπή μετά το πρώτο μέρος, μετά τον πρώτο γύρο του τετραγώνου και τη μεταβολή του σε κύκλο. Τα ίδια και εγώ. Μένω όμως με την εντύπωση πως σαν κάθε απαιτητική άσκηση (τέτοια είναι τα έργα του Δημητριάδη) απομένει μετά την κούραση μια αίσθηση ανάτασης και ικανοποίησης, σαν να επιτελέσθηκε μέσα μας έργο.

 

Μα, στο προκείμενο: Το έργο ξεκινά και εξελίσσεται κάτω από το προσωπείο μιας προικισμένης γκροτέσκ ιστορίας, διασπασμένης σε τέσσερα ερωτικά τρίγωνα και διάφορες αποχρώσεις του ερωτικού κόσμου. Από το δίπολο αφέντη-δούλου μέχρι τον κανιβαλισμό η χρωματική βεντάλια της σχέσης απλώνεται με κοινοτοπίες και εκπλήξεις. Και το φανερό άγγιγμα του μηδενισμού: ένα ζευγάρι στηρίζει τη σχέση του στην εκμετάλλευση και την υποδούλωση, ένα άλλο στην υποκρισία, ένα τρίτο στο ψέμα, ένα τέταρτο στην αποκλειστικότητα.

 

Τρίγωνα, τετράγωνα και κύκλοι, ζεύγη και τριάδες σε στοιχισμένους σχηματισμούς. Αν μη τι άλλο, το έργο του Δημητριάδη εκπλήσσει με τη γεωμετρία του. Αν προσθέσουμε και τα χρώματα (με τα οποία ονοματίζει ο ίδιος τα πρόσωπά του), ανοίγει σε εμάς ο καμβάς ενός αφηρημένου εξπρεσιονισμού που φέρνει στον νου τις επινοήσεις του Κλεέ και Καντίνσκι. Κάτω από τον επιφανειακό ρεαλισμό του έργου βρίσκεται μια αποκαλυπτική σύλληψη της πραγματικότητας, μια σύνθεση που δεν εκπορεύεται από την πραγματικότητα ούτε τη μιμείται, αλλά τη διατάσσει μορφοπλαστικά.

 

Ωστόσο, αν σταματούσαμε εδώ, θα μιλούσαμε για ένα θαυμάσιο σε ρυθμό, εκφραστική δύναμη και απόχρωση σύγχρονο μπουλβάρ, ή μάλλον -στην απόδοση του Δημήτρη Καραντζά- για μια ασπρόμαυρη φάρσα στα σωθικά του θεάτρου. Για μια ωραία και φιλήσυχη βραδιά. Το ρίσκο του αριστουργήματος ξεκινά ακριβώς από αυτό το σημείο. Οταν ο Δημητριάδης επιλέγει να γυρίσει ξανά τη ρόδα από την αρχή. Η σκηνή της Στέγης γίνεται έξαφνα σέπια και το πρώτο μέρος ξαναπαίζεται. Ή, καλύτερα, επαναλαμβάνεται σε άλλη κλίμακα. Και ύστερα πάλι τα ίδια. Ακόμα πιο γρήγορα αυτή τη φορά, περισσότερο εσκεμμένα, πιο εκβιαστικά.

 

Ενα καρουσέλ με αναβάτες

 

Και ύστερα πάλι… Και πάλι… Η ιστορία γίνεται ολοένα πιο πυκνή, μοιάζει να κυνηγά αγχωτικά την ουρά της. Ούτε καν αυτό: παρατηρούμε ότι το ένα ζευγάρι σαν να αλλάζει ρόλους, πως οι ρόλοι συγχέονται, ότι το θέατρο περιστρέφεται ολοένα και γρηγορότερα, ώσπου το τετράγωνο μέσα στην ταχύτητα περιστροφής θολώνει και μοιάζει πια με κύκλο… Ενα καρουσέλ με χαριτωμένα αλογάκια και αναβάτες γυρνά ολοένα και πιο γρήγορα, μέχρι τα όρια του εκτροχιασμού.

 

Το ζήτημα είναι αν θα σημαίνει η επανάληψη την επιστροφή των ίδιων πραγμάτων. Οχι. Καθώς αγριεμένοι υποψιαζόμαστε ότι πρόκειται να δούμε την ιστορία από την αρχή, αντιλαμβανόμαστε μαζί πως τίποτα δεν μένει απολύτως το ίδιο. Υπάρχει μια απόδοση της περασμένης πραγματικότητας, συνεκδοχική και άπιστη σε εκείνη τη μία μοναδικότητα. Κακώς στον Δημητριάδη μιλάμε για κύκλους. Πρόκειται στην πραγματικότητα για σπείρα, για στροβιλισμό που συμπιέζει τα πράγματα προς το κέντρο. Είναι η παλιά νιτσεϊκή ιδέα της επιστροφής, στην οποία ενσωματώνεται η κεντρομόλος εντροπία.

 

Και οι θεατές; Συνήθως (έτσι έχουμε συνηθίσει) είναι η σκηνή κυρίως που μεταδίδει ενέργεια, κλίμα, αίσθηση στην πλατεία. Τώρα συμβαίνει κι αυτό: είναι η πλατεία, αντίστροφα, που δίνει την ουσία της κατάστασης στη σκηνή. Το κοινό που, καθώς γελάει, αντιδρά, σχολιάζει και στριφογυρνά στην καρέκλα του, επιστρέφει την αίσθηση της περιδίνησης και ιλίγγου στους ηθοποιούς.

 

Ιδού λοιπόν τα όρια. Και μάλιστα όχι του ελληνικού αλλά του παγκόσμιου θεάτρου. Δεν πρόκειται για κάποιο κουλτουριάρικο καψώνι προς τους θεατές. Είναι η ολοκλήρωση μιας κυκλικότητας που ενυπάρχει στον Μπέκετ και τελειώνει τώρα με τον πλέον βασανιστικό τρόπο στον Δημητριάδη. Αληθινά μεγαλειώδες. Ισως η πιο ουσιαστική κίνηση του θεάτρου μετά τον Πίντερ.

 

Ο Δημήτρης Καρατζάς θα έλεγε κάποιος πως ετοιμαζόταν όλα τα προηγούμενα χρόνια για αυτήν ακριβώς την παράσταση. Με μια μελετημένη χορικότητα που μοιράζεται σε ζεύγη, αλλά διατηρεί το σχήμα και την αρχική δυναμική της δυάδας. Τα πρόσωπα παίζουν συνεχώς σαν συνεχώς παρόντα, ακόμα και όταν ο φακός απομακρύνεται από αυτά. Παραδόξως, ενώ δεν διεκδικούν τίποτα παραπάνω από τις λέξεις τους, ενώ στις φλέβες τους δεν τρέχει αίμα αλλά μελάνι, καταλήγουν σε μια πνευματικότητα θαυμαστή. Μετά από αυτή την παράσταση ο Καραντζάς διεκδικεί κεντρική θέση στον χώρο του θεάτρου μας.

 

Αν όμως πρέπει να στηρίξω κάπου την ιδέα μου πως το έργο είναι αριστούργημα, θα δείξω όχι τον συγγραφέα ή τον σκηνοθέτη αλλά τους ηθοποιούς. Ας μη γελιόμαστε. Είναι αυτοί που εγγράφουν το έργο στο θέατρο ή το απορρίπτουν. Εχω χρόνια να δω ηθοποιούς να υποστηρίζουν με τόση πίστη και αυτοπεποίθηση ένα στοίχημα. Με ένα είδος «κριτικής υποκριτικής», ανοιχτά και ελεύθερα, ώστε, καθώς υποδηλώνουν τους ρόλους, να δηλώνουν το παιχνίδι. Δείτε τους στα μάτια και θα καταλάβετε πως νιώθουν ότι παίζουν σε κάτι σημαντικό, σε κάτι που αξίζει να τους κάνει να διακινδυνεύσουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιώργος Γάλλος, Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Κλίνης, Περικλής Μουστάκης, Αρης Μπαλής, Γιάννος Περλέγκας, Ομηρος Πουλάκης, Μαρία Πρωτόπαππα και Χρήστος Στέργιογλου.

 

Αφήνω για το τέλος ακόμη μια παρατήρηση. Με το έργο του Δημητριάδη το ελληνικό θέατρο βρίσκεται στον κλειστό πυρήνα της δραματουργικής πρωτοπορίας. Και αλλάζει πρόσημο. Εχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τον Ελληνα δραματουργό φίλο του κοινού, φίλο του λαού, δάσκαλο και κριτή του. Μεταξύ άλλων, ο Δημητριάδης θραύει το πρόσχημα του μοντερνισμού. Εδώ –και στο εξής- ο συγγραφέας βρίσκεται στη σκηνή, απορώντας κι αυτός, ες αεί κρινόμενος και περιδινούμενος.

 

Scroll to top