Θα μιλήσω μόνον ως θαυμαστής του Νικολάου Εγγονοπούλου, του μεγάλου ημών ποιητού και ζωγράφου, για να του πλέξω το εγκώμιον και για να του ανταποδώσω με προβολές συναισθηματικής υφής τις βαθύτατα συγκλονιστικές συγκινήσεις που μας δίδει πάντοτε η ποίησίς του.
Αφήνω τον υπερρεαλιστή συνοδοιπόρο του, Ανδρέα Εμπειρίκο, να βάλει μεσ’ στα μαλλιά του φωνές φωτιάς, να σφίξει στα χέρια του τις σκουριασμένες άγκυρες των ναυαγίων. Τι να πω εγώ το μειράκιον, το αδέξιο εγγόνι για τον Εγγονόπουλο, που γεννήθηκε σαν σήμερα στα 1907, στα αγκυροβόλια του Πειραιώς;
Λεύτερο πνεύμα, θαλερό. Καθηγητής στο ΕΜΠ, σκηνογράφος στο Εθνικό και το Τέχνης, κορυφαίος ζωγράφος και ποιητής. Σπούδασε δίπλα στον Παρθένη, τον Ξυγγόπουλο και τον Κόντογλου με συμμαθητές τον Μόραλη και τον Τσαρούχη. Στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος. Ετσι αισθάνομαι.
Λέει ο ίδιος, θεράπων του σουρεαλισμού και της παράδοσης: Η βυζαντινή τέχνη είναι η πιο κοντινή σε μας μορφή της ελληνικής τέχνης. Είναι καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε Ελληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματά της και να πειθαρχήσει στις υποδείξεις της. Θάλλουν σήμερα και τα μετέωρα με άπλετη λιακάδα και καλούν τον Α. Εμπειρίκο να εκφωνήσει το επιμύθιον:
Ω Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ.
Μετέωρος [email protected]