23/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ναι μεν, αλλά»

      Pin It

Του Νίκου Κάπλαντζη*

 

Σε προηγούμενο άρθρο μου περιέγραψα συνοπτικά τις πολιτικο-κοινωνικές αιτίες γέννησης της Χρυσής Αυγής, υπογραμμίζοντας ότι η ανάπτυξή της μόνο συγκυριακό φαινόμενο δεν είναι και, παρά τις επικρατούσες τηλεοπτικές ερμηνείες, έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Αυτό ενισχύεται από τις τελευταίες δημοσκοπικές μετρήσεις που επικυρώνουν την ανθεκτικότητα των θέσεών της κυρίως στο ανδρικό ακροατήριο, νεότερης και μέσης ηλικίας, μέσης και κατώτερης μόρφωσης και -κρατήστε αυτό- κεντρώας ιδεολογικής τοποθέτησης. Εύλογα θα τεθεί το ερώτημα: Ο ψηφοφόρος του Κέντρου είναι φασίστας; Κανένας δεν είναι φασίστας στον βαθμό που οι πράξεις ή οι απόψεις του δεν το αποδεικνύουν. Ακόμα και πολλοί που ψήφισαν Χρυσή Αυγή υποστηρίζουν ότι το έκαναν για να τιμωρήσουν το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Αλλά γιατί δεν επέλεξαν να τιμωρήσουν το πολιτικό σύστημα επιλέγοντας κόμματα που κινούνται από το «βαθύ» ώς το πιο «απαλό» κόκκινο; Μια λογική απάντηση θα ήταν ότι οι περισσότεροι είναι ιδεολογικά πιο κοντά στην Ακροδεξιά. Αλλά τον κεντρώο -και όχι μόνο- ψηφοφόρο, τον νέο της ηλικίας 25-40 της έρευνας που υποστήριξε τη Χρυσή Αυγή, τι τον οδήγησε εκεί; Μόνον η κρίση; H ανεργία; Γιατί δεν επέλεξε έναν ριζοσπαστικό, εναλλακτικό πολιτικό φορέα; Πολύ απλά γιατί ο πολιτικός του εγκοινωνισμός, κυρίαρχα τηλεοπτικός, τα τελευταία 20 χρόνια δεν του επέτρεψε να δει ότι υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές προτάσεις, ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες. Αντιθέτως, πολιτικά διαπαιδαγωγήθηκε μέσα σε συνθήκες ενός διαρκώς αναπτυσσόμενου πατριδοκάπηλου εθνικισμού, ενός παρακμιακού πελατειακού συστήματος που του έμαθε ότι «όλα επιτρέπονται» και ενός τηλεοπτικού-επικοινωνιακού λόγου που συστηματικά πριμοδότησε ως μόνη λύση τον ελληνικής κοπής παρασιτικό νεο-φιλελευθερισμό.

 

Το επίδικο είναι η ιδεολογική κατήχηση του «μέσου» κατά κανόνα κεντρώου ψηφοφόρου μέσα από τα φίλτρα της κατευθυνόμενης τηλεοπτικής δημοσιογραφίας και μια ανάγνωση της πραγματικότητας που τον δίδαξε να επιλέγει τις εναλλακτικές προτάσεις που μόνον εκείνη νομιμοποιεί. Η τηλεόραση (ιδιωτική) έθεσε τα όρια της δράσης μας, των επιλογών μας όχι διά της απαγόρευσης αλλά της προτροπής για να θυμηθούμε τον Φουκο. Δεν εννοώ ότι τα ιδιωτικά κανάλια υπέδειξαν στον κόσμο να ψηφίσει τη Χρυσή Αυγή, αλλά τον έμαθαν να σκέφτεται με τρόπους που υπό ορισμένες προϋποθέσεις οδηγούν και στη Χρυσή Αυγή. Αναφέρομαι στον θεατροποιημένο δημόσιο λόγο των τηλεαστέρων, πολιτικών και πολυθεματικών (κυρίως πρωινών) εκπομπών που κατά κανόνα υιοθετούν την επιχειρηματολογία τού «ναι μεν, αλλά». Πιο συγκεκριμένα: «Βεβαίως και πρέπει να καταδικάσουμε τη βία», λέει ο δημοσιογράφος, για να συμπληρώσει, «αλλά όμως από όπου και αν προέρχεται». «Βεβαίως και οι κυβερνήσεις φταίνε που χρεοκόπησαν οι δημόσιες επιχειρήσεις, αλλά φταίνε και οι εργαζόμενοι που αμείβονταν υπέρογκα, που έκαναν κοπάνες». «Βεβαίως και δεν υπάρχει μεταναστευτική πολιτική, αλλά πώς γίνεται η εγκληματικότητα να αυξήθηκε από τότε που οι ξένοι ήρθαν στη χώρα μας;». Ή «ναι μεν φταίνε ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. για τα χάλια της χώρας, αλλά έχει τις δικές της ευθύνες και η Αριστερά». Σε κάθε πρόταση, σε κάθε δεδομένο υπάρχει και ένα «αλλά». Πρόκειται για ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ρητορικό σχήμα διότι είναι φαινομενικά ανιδιοτελές. Ο παρουσιαστής, χωρίς να υποστηρίζει καμία άποψη, τις παρουσιάζει ισότιμα, βάζει τα επιχειρήματα των καλεσμένων σε μια σειρά και καθορίζει το πλαίσιο της συζήτησης. Ομως σε θέματα που «καίνε» ο τρόπος με τον οποίο τίθεται η ερώτηση δεν αφορά κυρίως το «ναι μεν», όσο το «αλλά». Μια τεχνική που επί της ουσίας «καίει» τη διαφορετική άποψη, αφού εντέχνως δεν στέκεται στην ψύχραιμη ανάλυση των θέσεών της, αλλά αντιθέτως καλεί τον καλεσμένο να απολογηθεί γι’ αυτά που θέλει να κάνει σ’ ένα αόριστο, μακρινό ή κοντινό μέλλον. Ο στόχος είναι να παρουσιαστεί το «διαφορετικό» ως ουτοπικό, παρακμιακό ή ιστορικώς διαψευσμένο.

 

Αυτή η τακτική των ιδιωτικών (κυρίως) καναλιών και των εκπομπών μεγάλης τηλεθέασης λειτούργησε σαν υποδόρια ένεση και αποτέλεσε το διαβατήριο στην υιοθέτηση από μέρους του «μεγάλου κοινού», της περίφημης «κρίσιμης μάζας» για τους δημοσκόπους, εξαιρετικά συντηρητικών θέσεων για μια σειρά από ζητήματα. Με την επιχειρηματολογία τού «ναι μεν, αλλά» επιχειρήθηκε μια παραχάραξη των δεδομένων. Ο θύτης έγινε θύμα και το θύμα θύτης. Το «άκρο» ή ο «θύτης» είναι αυτός που απεργεί γιατί χάνει τη δουλειά του και το «μέσο», το «θύμα», ο επιχειρηματίας που έκλεισε την επιχείρησή του γιατί οι εργαζόμενοι απεργούν. Το «άκρο» είναι όσοι υπερασπίζονται τον μετανάστη, τον αδύναμο, τον εύκολα διαχειρίσιμο, «μέσο» και «λογική» όσοι υμνούν το δικαίωμα του εργοδότη να κάνει τη δουλειά του με φτηνά εργατικά χέρια αλλοδαπών και όταν πλέον δεν τους χρειάζεται να ζητά από την πολιτεία προστασία γιατί δεν μπορεί να ζει με τόσο πολλούς ξένους δίπλα του. Η συζήτηση για το «μέσο» και το «άκρο» είναι ανούσια, γιατί στηρίζεται σ’ ένα πλαστό δίλημμα, αφού το περιεχόμενο των εννοιών είναι ασταθές, συγκυριακά οριζόμενο και εξ αντικειμένου ιδιοτελές, αφού η χρηστικότητά τους έγκειται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων εκείνων που τις χρησιμοποιούν. Αυτών που κατέχουν την εξουσία ή εκείνων που ενδέχεται να την απολέσουν. Σήμερα τούτο το ψευδοδίλημμα είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, αφού δίνει πάτημα σε συντηρητικούς ψηφοφόρους να πάνε ολοένα και πιο κοντά στις θέσεις της Χρυσής Αυγής ή, αν θέλετε, να την ανεχθούν. Η λογική των «άκρων» όπως και η λογική τού «ναι μεν, αλλά» είναι δίδυμα αδελφάκια ενός επικοινωνιακού πολιτικού λόγου κομμένου και ραμμένου στα μέτρα όσων φοβούνται για την ηγεμονία τους.

 

Η «μεσότης» εξασφάλισε στα κανάλια μεγαλύτερη τηλεθέαση και στα δύο μεγάλα κόμματα ψηφοφόρους. Επί χρόνια σκέπασε κάτω από το χαλί τις πραγματικές αιτίες των φαινομένων, συσκότισε την πραγματικότητα, παραχάραξε ιστορικά γεγονότα, δικαιώματα και κατακτήσεις, έβαλε στο ίδιο τσουβάλι τους πάντες, απέδωσε ευθύνες σε εκείνους που ποτέ δεν είχαν καμία εξουσία. Κυρίως όμως ήταν η «μεσότης» το άλλοθι και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να αναβαπτισθούν σε ηγήτορες και ταγούς του έθνους πρόσωπα αμφίβολης δημοκρατικότητας και πολιτικής αξιοπιστίας. Σε σημείο που η δικτατορία να νομιμοποιείται ηθικά στα μάτια πολλών. Ομως η Ιστορία είναι πιο πονηρή από εμάς και πολύ συχνά τιμωρεί με τα ίδια όπλα όσους τα χρησιμοποίησαν για να νικήσουν. Η «μεσότης» ως «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» ήταν το καλύτερο άλλοθι για όσους έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.

 

 

* Πολιτικός επιστήμονας, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Πολιτικής Επιστήμης

 

Scroll to top