27/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Η γλώσσα ως αξιόπιστη μαρτυρία

Χέρτα Μύλερ «Το αγρίμι της καρδιάς» Μυθιστόρημα Μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου Καστανιώτης 2013, σελ. .
      Pin It

χερτα μυλερ Χέρτα Μύλερ
«Το αγρίμι της καρδιάς»
Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου
Καστανιώτης 2013, σελ. 211

 

 

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Παρ' όλο που η σπουδαία πεζογράφος Χέρτα Μίλερ (βραβείο Νόμπελ 2009) έχει κατά καιρούς παραδεχτεί πως η πρόσληψη της λογοτεχνίας που αναφέρεται σε ταραχώδεις περιόδους γίνεται συχνά μέσω μη λογοτεχνικών κατηγοριών, ως ενός είδους καλλιεπούς μαρτυρίας, η ίδια έχει διαχωρίσει σαφώς τη θέση της, τουλάχιστον ως προς το στάδιο της δημιουργικής διαδικασίας – «Δεν νιώθω ότι καταθέτω κάποια μαρτυρία όταν γράφω. Εμαθα να γράφω μέσα από τη σιωπή και παραμένοντας σιωπηλή. Από εκεί ξεκίνησαν όλα» (Herta Müller, «Kann Literatur Zeugnis ablegen?», 2002). Η συγκεκριμένη θεώρηση της λογοτεχνίας αντανακλά σχεδόν σε όλο το έργο της, όπου πάνω σε μια μυθοπλαστική βάση συνήθως φορτισμένη με έντονα ιστορικά συμφραζόμενα, η συγγραφέας δομεί πυκνές, ποιητικές αφηγήσεις με ζητούμενο όχι τόσο την αποτύπωση ενός ταραγμένου κοινωνικού περιβάλλοντος όσο την ενορατική σύλληψη της βαθύτερης ουσίας του – όχι τόσο αυτά που συμβαίνουν όσο το είδος του ανθρώπου στο οποίο οδηγούν. Το μεγαλύτερο όπλο της σε αυτή την προσπάθεια, και συχνά αυτοσκοπός της γραφής της, είναι η γλώσσα, ένα μεγαλειώδες κράμα ποιητικών στοιχείων και πεζογραφικών τρόπων, πάνω στο οποίο επιχειρεί και πετυχαίνει να καθρεφτίσει ευθέως το υπαρξιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές της.

 

Στο εμβληματικό μυθιστόρημά της «Το αγρίμι της καρδιάς» η πεζογράφος σκιαγραφεί για τους ήρωές της ένα σκηνικό μέσα στο οποίο κυριαρχούν ο φόβος, οι απαγορεύσεις, οι προβληματικές ταυτότητες και η απουσία εναλλακτικών επιλογών. Το βιβλίο εστιάζει αρχικά στο πορτρέτο της Λόλας, μιας νεαρής γυναίκας που έχει έρθει από το χωριό της για να σπουδάσει και μοιράζεται έναν πανεπιστημιακό κοιτώνα μαζί με άλλες πέντε κοπέλες. Οταν τελικά η Λόλα αυτοκτονεί και αποκηρύσσεται από το Κόμμα, η αφηγήτρια (που σε ολόκληρο το βιβλίο δεν κατονομάζεται) βρίσκει το ημερολόγιό της και αρχίζει να διαβάζει αποσπάσματά του μαζί με τρεις φίλους της – τον Εντγκαρ, τον Κουρτ και τον Γκέοργκ. Κοινό στοιχείο όλων είναι ότι αποτελούν μέλη της γερμανόφωνης κοινότητας της Ρουμανίας, θύματα μιας διττά καταπιεστικής διαδικασίας. Αν και έχουν εγκαταλείψει την επαρχία με στόχο να απαλλαγούν από τη μιζέρια, καθώς και από τις υποχρεώσεις που τους επέβαλλε η προσπάθεια της γερμανόφωνης μειονότητας να διατηρήσει την ταυτότητά της, η καινούργια τους ζωή δεν αποδεικνύεται φυσικά καθόλου απαλλαγμένη από την καταπίεση και τον φόβο. Κάθε άλλο μάλιστα, αφού έτσι κι αλλιώς στη Ρουμανία του δικτάτορα Τσαουσέσκου θεωρούνται πάντα παρίες και είναι αδύνατον να ενσωματωθούν, ενώ πολύ σύντομα μπαίνουν στο στόχαστρο της Σεκιουριτάτε – αργότερα αναγκάζονται να φύγουν για τη Γερμανία, όπου αντιμετωπίζονται επίσης ως ξένοι.

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ζωή των ηρώων της Μίλερ γίνεται τόσο περίπλοκη ώστε τους είναι αδύνατον να τη ζήσουν – όπως τους είναι επίσης αδύνατον να ορίσουν τους εαυτούς τους ως συνεκτικά σύνολα επιλογών και επιδιώξεων. Τα δομικά αντίστοιχα αυτής της κατάστασης εντοπίζονται σε δύο επίπεδα.

 

Πρώτον, στην αφήγηση, που εμπρόθετα η Μίλερ εμφανίζει επίσης αδύναμη να πραγματοποιήσει τους κλασικούς της στόχους (να αναπαραστήσει, να συνθέσει, να νοηματοδοτήσει), αφού το παρελθόν, το παρόν, οι σκέψεις και οι συνειρμοί των ηρώων παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς κάποιον σαφή άξονα και χωρίς το ένα να οδηγεί αυτονόητα στο άλλο. Και, δεύτερον, στη γλώσσα, που συνιστά την ουσιαστική ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος – πυκνή, σπαρακτική και ποιητική, η γλώσσα είναι το όχημα που χρησιμοποιεί η Μίλερ για να καταδείξει το μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας και καχυποψίας που καταστρέφει τις ζωές των ηρώων της στο δεδομένο ιστορικό πλαίσιο. Η πλοκή δεν έχει τόση σημασία και οι χαρακτήρες δεν είναι πάντα υποδειγματικά δομημένοι – διότι δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τη Μίλερ. Σύμφωνα με την ιεραρχία των συγγραφικών της αξιών, το να φιλοτεχνήσει πλήρη και ακέραια πορτρέτα ανθρώπων, τις ζωές των οποίων θεωρεί κατασπαραγμένες από τον φόβο, θα πρόβαλλε ως μια επιλογή αισθητικά χωλή. Αντίθετα η γλώσσα, με την προνομιακή της πρόσβαση στον πυρήνα της ανθρώπινης ψυχολογίας, επιλέγεται και χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά από τη συγγραφέα ως η πιο αξιόπιστη μαρτυρία της υπαρξιακής ασφυξίας μέσα στην οποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι ήρωές της, καθώς και οι χιλιάδες άνθρωποι που συγγενεύουν μαζί τους.

 

Scroll to top