27/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σπουδές στην απορία

Δημήτρης Δημηρούλης «Καβουρηδόν και Παραδρόμως. Μικρές σπουδές για το άθλημα της γραφής» Τόπος 2013, σελ. .
      Pin It

Δημήτρης Δημηρούλης
«Καβουρηδόν και Παραδρόμως. Μικρές σπουδές για το άθλημα της γραφής»
Τόπος 2013, σελ. 349

 

 

 

Του Aριστοτέλη Σαΐνη

 

Η συνεχής παρουσία του Δ. Δημηρούλη στον χώρο της ερμηνείας, της κριτικής και της ιστορίας της λογοτεχνίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ώς σήμερα χαρακτηρίζεται από την εξακολουθητική προσφυγή στον θεωρητικό λόγο με συγκεκριμένες καταβολές και συγκεκριμένους ερμηνευτικούς στόχους. Μια άτυπη τριλογία, ο Σολωμός ως μυθιστορηματικό «εθνικό θρίλερ» («Φάκελος “Διονύσιος Σολωμός”», Μεταίχμιο 2003), ο Ροΐδης ως συγκρουσιακός διανοούμενος («Εμμανουήλ Ροΐδης», Μεταίχμιο, 2005) και ο Σεφέρης ως ο ποιητής του συλλογικού «εμείς» («Ο ποιητής ως έθνος», Πλέθρον 1997), συγκρατεί τους αρμούς του κριτικού έργου του που συμπληρώνεται από φιλολογικές εκδόσεις, μονογραφίες, μελέτες, κριτικές παρεμβάσεις και επιφυλλίδες. Στην ανά χείρας τρίτη ευρεία συναγωγή μελετών –μετά το πολεμικό «Φάντασμα της θεωρίας» (Πλέθρον 1993) και τα σύμμεικτα του «Παραλλάξ» (Ψυχογιός 2002)– συστεγάζονται κείμενα της τελευταίας κυρίως δεκαετίας, επικεντρωμένα γύρω από το δεσπόζον ερώτημα «τι συμβαίνει όταν μιλάμε για το άθλημα της γραφής και το νόημά του;»

 

Αντιλαμβανόμενος τη λογοτεχνική γλώσσα ως ασταθή και μονίμως διαφεύγουσα, τη γραφή ως περιπέτεια «σε κατάσταση ακατάβλητης εκκρεμότητας» και την ανάγνωση ως «άσκηση της απορίας» δεν είναι περίεργο που ο Δημηρούλης προτάσσει κείμενο για τη σχέση Ιστορίας και γλώσσας και διαβάζει το γλωσσικό ζήτημα στο έργο των Ροΐδη, Καβάφη, Σεφέρη μέσα από το δίπολο «γλώσσα-ύφος»: διακύβευμα όχι μόνο το τυπικό της γλώσσας, αλλά η ίδια η λογοτεχνία. Την εισαγωγική ενότητα συμπληρώνει μια ψύχραιμη παρέμβαση στο ακανθώδες ζήτημα της εσωτερικής μεταγραφής, που λίγα χρόνια πριν πήρε διαστάσεις σχεδόν εμφύλιας σύγκρουσης.

 

Δοκιμιογράφος και αναγνώστης, αφού διασχίσουν τις συμπληγάδες της γλώσσας αρχίζουν –πολιορκώντας το ίδιο πάντα πυρηνικό κέντρο: τη στιγμή της ερμηνευτικής απορίας– να πελαγοδρομούν «λοξά και παραδρόμως» στο αρχιπέλαγος της γραφής, όπου η γλώσσα άλλοτε βηματίζει, άλλοτε χορεύει και άλλοτε παίρνει τη μορφή του αμέθοδου και αποσπασματικού αντόρνειου δοκιμίου: από την κυριαρχία του μυθιστορηματικού είδους και τον Γαργαντούα του μυθιστορήματος (Τόμας Πίντσον), στις πληγές της γραφής της αριστουργηματικής «Remington» του Γιάννη Πάνου και στις περιπέτειες του «εγώ» στους ολισθηρούς μικρόκοσμους του Βιζυηνού, και από την αφάνεια του «αδιάβαστου» σήμερα Παλαμά ή την ασυμβατότητα του Ρίτσου με τις τρέχουσες εθνικές ανάγκες, στο τέλος του Αναγνωστάκη, στον πειρασμό του υπερπραγματικού και στο πολεμικό «Ο Καρυωτάκης στο βωμό του Σεφέρη».

 

Τα θεωρητικά κείμενα καλύπτουν μεγάλη γκάμα θεμάτων: ο Μπλουμ και η ποίηση ως αγωνία της επίδρασης, οι θεωρίες αναγνωστικής υποδοχής και πρόσληψης, το νιτσεϊκό έργο ως προθάλαμος στις σύγχρονες λογοτεχνικές σπουδές, ο Μπέκετ και η κριτική, ο Βιτγκενστάιν και η λογοτεχνική γλώσσα, η καθυστερημένη μετακένωση της θεωρίας στην Ελλάδα. Αλλού το βλέμμα στρέφεται στο παρόν και το μέλλον της ανάγνωσης και της γραφής στη διαδικτυακή εποχή («Ο αναγνώστης έναντι της ψηφιακής εποχής», «Λογοτεχνία και διαδίκτυο»).

 

Ξεχωρίζω τις σπουδές για την ανορθόδοξη δοκιμιακή γραφή ενός σύγχρονου «γραφιά» («Η Σοφιστική του πλαγίου λόγου. Σχόλιο για τη γραφή του Κωστή Παπαγιώργη»), την αντισυμβατική ρητορική του συγγραφέα της «Πάπισσας Ιωάννας» («Η γραφή του Ροΐδη»), την ατελεύτητη εκκρεμότητα των αποσπασματικών ποιημάτων του Αρανίτση («Θραυσματηδόν») καθώς και τα σχόλια σε έναν αντιπαλαμικό λίβελο («Μητσάκης εναντίον Παλαμά») όχι μόνο για τη ρητορική τους επιδεξιότητα —τόσο στη γλωσσική τους επιφάνεια όσο και στην αφηγηματική τους σύνταξη—, αλλά και γιατί σχολιάζουν έμμεσα και υπόγεια τις λογοτεχνικές και υφολογικές προτιμήσεις, σε τελική ανάλυση, την πολιτική και την ποιητική του συγγραφέα τους. Είναι ο ίδιος «δημιουργικός χαμαιλεοντισμός» που κάνει και τη δική του γραφή να μεταμορφώνεται διαρκώς: όπως όταν προλογίζοντας μια θεματική συλλογή («Ιμερολόγια», Μίνωας 2013) μετατρέπεται και η ίδια σε παιγνιώδη άσκηση στο είδος: «Η χαμένη τιμή του ερωτικού ημερολογίου». Αλλα κείμενα παίρνουν τη μορφή αφορισμών («Δέκα θέσεις για την ποίηση»), αποσημειωμάτων για το «αδύνατον» της ανάγνωσης («Η τέχνη της ανάγνωσης») ή και ελεύθερων συνειρμικών σχολίων («Μια συνάντηση στο τρένο: Συζητώντας με τον Αλκη Αγγέλου για το νόημα της λέξης φιλόλογος»).

 

Ακόμα και αν διαφωνεί κανείς –κάποιες φορές περισσότερο με τη θέρμη και την εκφραστική υπερβολή παρά με την ουσία των ισχυρισμών (π.χ. οι Ξένος, Πιτζιπιός και Παλαιολόγος ως «υποχρεωτικές ασκήσεις» στην Ιστορία της λογοτεχνίας ή οι «απελπισμένες» οικειοποιήσεις του Παλαμά από λόγιους της νεότερης γενιάς – θυμίζω μόνο τη σημαντική πρακτική και ερμηνευτική λάγεια ανάγνωση της παλαμικής ποίησης)– δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει στην άποψη που θέλει τη λογοτεχνία γροθιά (Κάφκα) και τον κριτικό πνευματικό αντιρρησία. Φυσικά και έχουμε ανάγκη από «δράστες» και όχι από «διαχειριστές», από ανθρώπους με ύφος και όχι από ανθρώπους χωρίς ιδιότητες, όπως σημειώνει, μόνο που θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας τον κίνδυνο που ελλοχεύει: το να κρίνουμε και να αποτιμούμε μια ιδέα ή ένα κείμενο περισσότερο για τις αισθητικές του ιδιότητες, τις δολιοφθορές της γλώσσας και την πρωτοτυπία του παρά για την όποια αλήθεια του, σε σημείο που ο εξωκειμενικός κόσμος να φαντάζει ανύπαρκτος.

 

Scroll to top