«Ρώμας Φιλύρας. Ποιήματα. Απαντα τα ευρεθέντα», τόμ. Α’-Β’
φιλολογική επιμέλεια Χ. Λ. Καράογλου – Αμαλία Ξυνογαλά
University Studio Press, 2013, σελ. 1.001
Της Θάλειας Ιερωνυμάκη
Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Ρώμου Φιλύρα (1888-1942) καλύπτει ένα ζητούμενο ετών και εκπληρώνει την προσδοκία οριστικής αποκατάστασης του έργου του – όσο οριστική μπορεί να είναι η έκδοση των ποιημάτων του Φιλύρα.
Τα «Απαντα τα Ευρεθέντα» περιλαμβάνουν τις έξι εκδοθείσες από τον Φιλύρα ποιητικές συλλογές, τα δημοσιευμένα μεταξύ 1903 και 1923, αλλά παραλειπόμενα στις συλλογές, ποιήματα (Α' τόμος), καθώς και ποιήματα χρονολογημένα μετά το 1923, δημοσιευμένα, αθησαύριστα και ανέκδοτα (Β' τόμος).
Αποτέλεσμα πολύχρονου ερευνητικού μόχθου και φιλολογικής ευσυνειδησίας (ο ίδιος ο προσδιορισμός «ευρεθέντα» υποδεικνύει το ενδεχόμενο εύρεσης και άλλων ποιημάτων), η δίτομη έκδοση πλαισιώνεται από εισαγωγικό σημείωμα με εκδοτικές και βιβλιογραφικές πληροφορίες, από σημειώσεις (πρώτες εκδόσεις, διευκρινίσεις), ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων και ευρετήριο αφιερώσεων, γλωσσάρι (ελλιπές εξαιτίας δυσερμήνευτων, επινοημένων από τον Φιλύρα, λέξεων)· τέλος, από φωτογραφικό υλικό (σκίτσα και φωτογραφία του ποιητή, φωτογραφίες χειρογράφων). Χρήσιμο θα ήταν και ένα ευρετήριο περιοδικών και εφημερίδων, όπου δημοσιεύθηκαν ή αναδημοσιεύθηκαν ποιήματα – θα μπορούσε να προστεθεί σε επανέκδοση των «Απάντων».
Η τύχη της ποίησης είναι αντιστρόφως ανάλογη της τύχης του βίου του ποιητή. Οσο ο ίδιος διασκορπιζόταν στην ιστορική δίνη της εποχής και στις κοινωνικές υποχρεώσεις, το έργο του παρέμενε ελεγχόμενο, δημοσιευμένο σε εφημερίδες, περιοδικά και, αυτόνομα, σε συλλογές. Μετά τον εγκλεισμό στο Δρομοκαΐτειο διαχέεται, παραχωρούμενο απλόχερα σε φίλους και επισκέπτες. Η έκδοση των Καράογλου-Ξυνογαλά αποκαθιστά τη μέχρι σήμερα αποσπασματική παρουσία της φιλυρικής ποίησης, συμπληρώνοντας τη διαυγή μέχρι το 1923 και συγκεχυμένη έκτοτε εικόνα της. Πρόκειται για εικόνα πολυεπίπεδη από άποψη θεματική και μορφική, συμπορευόμενη με την πορεία της νεοελληνικής λυρικής ποίησης των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά και καθορίζοντάς την. Αρκετά ποιήματα της πρώτης συλλογής «Ρόδα στον αφρό» (1911) συνδυάζουν μια αμυδρά ρομαντική προσέγγιση της φύσης με τις ηθογραφικές αναζητήσεις του τέλους του 19ου αιώνα. Ο αστικός διάκοσμος και ο αστικός χώρος (με την πρωτότυπη αξιοποίηση ανάλογου λεξιλογίου), κλοουνίστικες φιγούρες απορρέουσες από τις εκούσια μεταμφιεσμένες αυτοπροσωπογραφίες του ευρωπαϊκού 19ου αι. (αρλεκίνοι, πιερότοι, παλιάτσοι), συμβολιστικά ιδεαλιστικές πτήσεις προς ένα ιδανικό, ενσαρκωμένο συνήθως σε απόκοσμες γυναικείες μορφές και εκπεφρασμένο με όρους ερωτικής λατρείας και θρησκευτικής έκστασης, ακόμη και αντηχήσεις της ιστορικής πραγματικότητας (Μικρασιατική Καταστροφή και προσφυγικό ζήτημα) τροφοδοτούν τις ώριμες ποιητικές συλλογές («Γυρισμοί», 1919· «Οι Ερχόμενες», 1920• «Κλεψύδρα», 1921· «Ο Πιερρότος», 1922· «Θυσία», 1923). Ορισμένα μοτίβα και αναζητήσεις επανέρχονται και στα μεταγενέστερα ποιήματα, ενώ γίνεται εντονότερη η τραγική συνειδητοποίηση της ανέφικτης εισόδου στον υπερβατικό κόσμο και η διάψευση του προφητικού οράματος (λ.χ. «Μα, δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,/ παλμό να δώσω και να συγκλονίσω/ την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό», τόμ. Β’, σ. 127), όταν το όραμα δεν υποδαυλίζεται από την ποιητική μεγαλομανία των στιγμών κρίσης.
Τα επιλεγμένα ποιητικά είδη έχουν πλειστάκις εξυμνητική στόχευση (με τα ποιητικά πορτρέτα να κυριαρχούν)· επιλέγεται συχνότατα η αυστηρή μορφή του σονέτου, χωρίς όμως να συμμορφώνεται πάντοτε με τους μετρικούς κανόνες (γνώρισμα της πρώιμης φιλυρικής στιχουργίας είναι η χασμωδία, ενώ το μέτρο μεταγενέστερων ποιημάτων συσκοτίζεται, μαζί με το νόημα, στο ημιτελές ή ανολοκλήρωτο ενός ποιητικού –και νοητικού- παραληρήματος).
Συνολικά, δεν πρόκειται απλώς και μόνο για προϊόντα πηγαίου αλλά ανεπεξέργαστου ποιητικού ταλέντου, ούτε για επιτυχείς εκλάμψεις μιας ταραγμένης διάνοιας. Ακόμα και τα εμφανώς «παραληρηματικά» ποιήματα που ασυναίσθητα προσεγγίζουν τα όρια της καθαρής ποίησης (λ.χ. «πολλές οι απιθωσιές, φωλιές και σκήτες/ κι οι αργαλειοί, οι αϊτοί, οι σαΐτες, οι ήττες», τόμ. Β’, σ. 280) έχουν ως υπόβαθρο μια προηγηθείσα ενσυνείδητη ποιητική αναζήτηση του υπερβαίνοντος την έλλογη τάξη της πραγματικότητας. Της παράνοιας και του εγκλεισμού, άλλωστε, προηγούνται η αναγνώριση και ο θαυμασμός της πρωτοτυπίας του Φιλύρα από συγχρόνους του, με κάποιους από τους οποίους διαλέγεται ποιητικά. Ο διάλογος, ειδικότερα, με τον Κ. Γ. Καρυωτάκη (μέσω της σάτιρας του τελευταίου «Υποθήκαι») γίνεται πιο εύληπτος χάρη στην εμπλουτισμένη, αν και ακόμη ανολοκλήρωτη, μορφή του ποιήματος «Μοίρα άγει» (οι δύο ήδη γνωστές στροφές του συμπληρώνονται με οκτώ επιπλέον).
Η δίτομη έκδοση των ευρεθέντων ποιημάτων δεν συνιστά μόνο σημαντικό εκδοτικό γεγονός που ανοίγει τον δρόμο στην επαναξιολόγηση μιας από τις πιο τολμηρές και ενδιαφέρουσες στιγμές της μεσοπολεμικής ποίησης· αποτελεί ταυτόχρονα και «μια πράξη δικαιοσύνης προς τον ποιητή», όπως το επιθυμούσε ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο επιμελητής της πρώτης προσπάθειας έκδοσης «Απάντων» του Φιλύρα, το 1939.