Pin It

Του Πάρι Τσάρτα*

Περίπου εδώ και ένα μήνα, σε συνέχεια παλαιότερων ανακοινώσεων σχετικά με το πρόγραμμα «Καλλικράτης», έχει ανακοινωθεί από το υπουργείο Παιδείας η απόφασή του να προχωρήσει στο πρόγραμμα «Αθηνά», στόχος του οποίου θα είναι η ανασυγκρότηση του χάρτη της Ανώτατης Παιδείας. Τελικός στόχος φαίνεται να είναι ένας νέος χάρτης με μικρότερο αριθμό ΑΕΙ και ΑΤΕΙ και κατάργηση τμημάτων τους.

 

Η συζήτηση αυτή γίνεται σε μια περίοδο που η υποχρηματοδότηση των ελληνικών πανεπιστημίων καθώς και τα ακαδημαϊκά και θεσμικά προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την εφαρμογή των νόμων Διαμαντοπούλου και Αρβανιτόπουλου, είναι σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση, από την εποχή της υπουργίας Διαμαντοπούλου όλοι οι θεσμικοί φορείς των πανεπιστημίων (σύνοδος πρυτάνεων, σύγκλητοι και ΠΟΣΔΕΠ) είχαν εκφράσει την άποψη και θέση ότι θα πρέπει αυτή η συζήτηση να γίνει προφανώς με τη συμμετοχή τους.

 

Αυτό, όμως, ουδέποτε έγινε, κυρίως για δύο λόγους, όπως αυτοί προβάλλονται από την πλευρά του υπουργείου: την πολιτική απόφαση να προηγηθεί η εφαρμογή του νέου νόμου για τα ΑΕΙ και την ουσιαστική αδυναμία της ΑΔΙΠ, η οποία παρέμεινε ακέφαλη για πολύ καιρό, να ολοκληρώσει το έργο της εξωτερικής αξιολόγησης των πανεπιστημίων και να αναλάβει τη βασική προεργασία αυτού του θέματος.

 

Ο νέος υπουργός κατ' αρχάς ανακοίνωσε ότι αυτή η συζήτηση θα έχει διάρκεια ενός έτους και οι όποιες αποφάσεις θα εφαρμοστούν από το 2013-14. Τον τελευταίο καιρό, επανειλημμένα όμως αναφέρει ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η συζήτηση και να ληφθούν αποφάσεις μέσα σε τρεις μήνες (μέχρι τον Δεκέμβριο).

 

Αυτό είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει, τη στιγμή που η ΑΔΙΠ (ο επιφορτισμένος γι' αυτό το θέμα φορέας του υπουργείου), παραμένει χωρίς διοικητικό συμβούλιο και η σοβαρότητα ενός τέτοιου προγράμματος, καθώς και οι επιπτώσεις του δεν επιτρέπουν fast track διαδικασίες. Είναι προφανές, επίσης, ότι ζητήματα που εκκρεμούν πολλά χρόνια χρειάζονται εύλογο χρόνο να συζητηθούν και προσπάθεια ουσιαστικής συναίνεσης των εμπλεκομένων, δηλαδή των ακαδημαϊκών κοινοτήτων. Αλλιώς μπορεί να καταλήξουμε πάλι σε περιττές συγκρουσιακές καταστάσεις, όπως έγινε και στην περίπτωση του νόμου Διαμαντοπούλου. Ο διάλογος σ' αυτή την περίπτωση, με ευθύνη κατά κύριο λόγο του υπουργείου, υπήρξε ατελέσφορος και προβληματικός.

 

Τέσσερα ζητήματα οφείλω να επισημάνω ως ιδιαίτερα σημαντικά για να μπορέσει αυτός ο διάλογος να πετύχει:

 

1. Οι «δείκτες» που επί τέσσερα χρόνια εμφανίζονται μέσω διαρροών να αποτελούν τη βάση μιας τέτοιας συζήτησης είναι προφανέστατα ελλιπείς, διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές ανάμεσα στα ιδρύματα (π.χ. χρόνος ίδρυσης, κτιριακές υποδομές, προσωπικό) ούτε ότι η υπόθεση μέτρησης των επιδόσεων ενός πανεπιστημίου είναι ζήτημα πολυπαραγοντικό με σημαντικές αναπτυξιακές και πολιτικές διαστάσεις, πλην των ακαδημαϊκών.

 

Σε κάθε περίπτωση οι δείκτες αυτοί αν εφαρμοστούν «ουδέτερα», θα αφήσουν στο απυρόβλητο τα κεντρικά ΑΕΙ, άρα δεν θα πρόκειται για αναδιάρθρωση αλλά για στοχευμένη μείωση του αριθμού των περιφερειακών ΑΕΙ ή τμημάτων τους και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

 

2. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, άλλωστε, ότι τα δημοσιεύματα σχετικά με αυτό το ζήτημα, συστηματικά και απολύτως ξεκάθαρα, στοχοποιούν μονίμως τα νεότερα περιφερειακά πανεπιστήμια, δημιουργώντας την υπόνοια ότι η αναδιάρθρωση του χάρτη των ελληνικών ΑΕΙ αναδεικνύει ως βασικό πρόβλημα την αύξηση του αριθμού των περιφερειακών την τελευταία 20ετία, χωρίς να εξετάζει ούτε τις αιτίες ούτε, κυρίως, τις εξαιρετικές επιδόσεις τους σε διεθνείς αξιολογήσεις (ΕΚΤ- Βιβλιομετρική ανάλυση ελληνικών δημοσιεύσεων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, QS World University Rankings, webometrics.info 2012, κ.λπ.).

 

Κάτι τέτοιο είναι προφανές ότι υπονομεύει εξαρχής κάθε πιθανότητα ο διάλογος αυτός να τελεσφορήσει. Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, για παράδειγμα, να εξετάσει κανείς τον αριθμό των μελών ΔΕΠ στα κεντρικά πανεπιστήμια σε σύγκριση με τα ίδια τμήματα σε περιφερειακά πανεπιστήμια (βλ. άρθρο του Γ. Μαρίνου με τίτλο «Εκπαιδευτικοί και πολιτικοί», «Βήμα», 16.09.2012) και να αναρωτηθεί για ποιο λόγο, ενώ παράγεται το ίδιο έργο και συχνά καλύτερο σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο, αυτό θα πρέπει να «αναδιαρθρωθεί» ή και να κλείσει τμήματά του, ενώ αντίθετα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αφορά ένα κεντρικό ΑΕΙ (γιατί άραγε;), με τελικό αποτέλεσμα να επιστρέφουμε και εδώ στην αθηνοκεντρική λογική.

 

3. Εάν, δε, μια βασική παράμετρος είναι η ανάγκη εξοικονόμησης πόρων ανά ΑΕΙ, τότε η εξέταση ζητημάτων όπως: ιδιόκτητες ή μη υποδομές, κόστος λειτουργίας, περιουσία ιδρυμάτων κ.λπ., θα αναδείκνυε σίγουρα μη συγκρίσιμα δεδομένα ανάμεσα στα κεντρικά ΑΕΙ και στα περιφερειακά, τα οποία συνήθως έχουν ελλιπείς υποδομές και πολύ μικρότερη περιουσία.

 

Από την άλλη πλευρά όμως ο ρόλος τους ως πόλων περιφερειακής ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα σημαντικός, ενώ στις αναφορές για το υψηλό κόστος διαβίωσης σε αυτά των φοιτητών ξεχνούν ότι «εσωτερικοί μετανάστες» είναι και χιλιάδες φοιτητές στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όπου το κόστος ζωής είναι σαφώς υψηλότερο.

 

4. Η συζήτηση για ένα τόσο σημαντικό θέμα θα πρέπει να ξεκινήσει με κάποιες βασικές αρχές, καθώς και τον στρατηγικό σχεδιασμό που θα πρέπει να διέπει την ανάπτυξη των ΑΕΙ. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να κάνουμε σύγκριση αριθμού πανεπιστημίων σε σχέση με πληθυσμό με άλλες χώρες (π.χ. Δανία ή Ισραήλ) χωρίς καμία αναφορά στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας τους και τον ιδιαίτερο ρόλο που αποδίδεται σε αυτήν από την κάθε χώρα. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλές αναπτυγμένες χώρες όπου ο δείκτης αυτός είναι ίδιος ή και «δυσμενέστερος» απ' αυτόν στην Ελλάδα.

 

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής υπάρχουν 3.000 πανεπιστήμια 4ετούς φοίτησης, στον Καναδά 83 πανεπιστήμια με δημόσια χρηματοδότηση, στην Τουρκία 171 πανεπιστήμια και στη Μεγάλη Βρετανία 89 πανεπιστήμια και 42 κολέγια (βλ. άρθρο του επίκ. καθηγητή του ΔΠΘ, Π. Γκόγκα, με τίτλο «20 ερωτήματα με αφορμή τη λίστα της Σανγκάης για τα ελληνικά πανεπιστήμια», που δημοσιεύτηκε στο blog του, 20.08.2012).

 

Επομένως ο ρόλος που η κάθε χώρα δίνει στα πανεπιστήμια, με βάση τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό που κάνει, διαφέρει και συνδέεται με τη σημασία τους τόσο ως πόλων περιφερειακής ανάπτυξης όσο και ως πόλων προσέλκυσης καλών και συχνά αλλοδαπών φοιτητών.

 

Αρα, η επίκληση για λιγότερα ιδρύματα από μόνη της είναι λάθος. Το σωστό, αντίθετα, είναι να εξετάσουμε με βάση κάποιες αρχές, όπως προανέφερα, ποια είναι η στόχευση αυτής της αναδιάρθρωσης στο νέο διεθνοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, στο οποίο η Ελλάδα καλείται να ανταποκριθεί. Εξετάζοντας κατά τη γνώμη μου ως μια βασική παράμετρο την καθοριστική γεωπολιτική θέση της χώρας μας, η οποία μπορεί να την αναδείξει σε βασικό παράγοντα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον χώρο της Μεσογείου και των Βαλκανίων.

 

*Καθηγητής Πάρις Τσάρτας πρύτανης Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

Scroll to top