Πώς είναι δυνατόν να είμαστε η μοναδική χώρα στην οποία ανθεί το εμπόριο βρεφών; Ποιος τρέφει τα κυκλώματα και επιτρέπει την εκμετάλλευση των ανθρώπων που επιθυμούν ένα παιδί; Πόσο εύκολα μπορείς να κατηγορήσεις τους γονείς, θετούς και βιολογικούς; Αυτούς που θα έκαναν τα πάντα για να προσφέρουν μια καλύτερη μοίρα σε ένα παιδί και αυτούς που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να μεγαλώσουν το παιδί τους; Στην ιστορία μας ο δράκος δεν είναι τα κυκλώματα μιας προσοδοφόρας επιχείρησης με «ταρίφες» μαύρων χρημάτων που φτάνουν και τα 30.000 ευρώ.
Αν κάποιος ευθύνεται για το όργιο εμπορίας βρεφών, αυτός δεν είναι άλλος από το ίδιο το κράτος και το θεσμικό πλαίσιο που το «ενθαρρύνει», καθώς είμαστε μάλλον η μοναδική χώρα -και όχι απλώς στην «πολιτισμένη Δύση»- που προβλέπει τις ιδιωτικές υιοθεσίες. Ενδεικτικά και μόνο για την περιφέρεια Αττικής αυτές ξεπερνούν τις 100 ετησίως: 111 ήταν οι σχετικές αιτήσεις πέρσι και 107 μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου φέτος. Μπορεί ο νόμος να απαγορεύει τη χρηματική συναλλαγή, αλλά από τη θεωρία στην πράξη έχει στρωθεί ο δρόμος για ένα επικερδές εμπόριο.
«Τις ιδιωτικές υιοθεσίες και συγκεκριμένα το άρθρο 7 παράγραφος β του νόμου περί υιοθεσίας παλεύουμε να καταργήσουμε» μας λέει η Χρυσούλα Κοντογιάννη, διευθύντρια της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας, που έχει απομείνει μόνη –ελλείψει πόρων- να διαχειρίζεται ένα φάσμα από υποθέσεις ανάμεσα στις οποίες και οι διακρατικές υιοθεσίες. Με παρουσία στη χώρα μας από το 1924 για τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι από τα ιδρυτικά μέλη του οργανισμού στη Γενεύη και δρα σε 120 χώρες.
Αναλυτικά το ρεπορτάζ της Ιωάννας Σωτήρχου στις σελίδες 42-43 της Εφημερίδας των Συντακτών που κυκλοφορεί