01/11/13 ONLINE ΕΚΔΟΣΗ

ΕΝΑΣ ΤΟΜΟΣ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

«Εχω ένα μυαλό που αισθάνεται και μια καρδιά που σκέφτεται»

Πολίτης του κόσμου αλλά και των κοινωνικών δικτύων, ο γνωστός ποιητής, με την έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», κλείνει έναν κύκλο της ζωής του, συναρπαστικό και δημιουργικό, που περιλαμβάνει αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα και φίλους όπως ο Δουβίτσας, ο Γκάτσος, ο Αναγνωστάκης, οι οποίοι τον στήριξαν στα πρώτα βήματά του.
      Pin It

Πολίτης του κόσμου αλλά και των κοινωνικών δικτύων, ο γνωστός ποιητής, με την έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», κλείνει έναν κύκλο της ζωής του, συναρπαστικό και δημιουργικό, που περιλαμβάνει αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα και φίλους όπως ο Δουβίτσας, ο Γκάτσος, ο Αναγνωστάκης, οι οποίοι τον στήριξαν στα πρώτα βήματά του

 

Της Παρής Σπίνου

 

Χάρης ΒλαβιανόςΠολλοί γράφουν ποίηση, λίγοι τη διαβάζουν, όμως ο Χάρης Βλαβιανός, με δυο εξαιρετικές μεταφράσεις και προσεγμένες εκδόσεις, τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ. Σ. Ελιοτ και την «Ανθολογία ερωτικής ποίησης», που σημείωσαν πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα πωλήσεις, κατάφερε να ανατρέψει τον κανόνα. Τώρα, προχωράει στην αναδρομική επανέκδοση τεσσάρων εξαντλημένων ποιητικών συλλογών του σε έναν τόμο με τίτλο «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων. Ποιήματα/Σχεδιάσματα /Μεταγραφές: 1991-2003» (Nεφέλη). Από τη «Νοσταλγία των ουρανών» (1991) έως το «Αdieu» (1996) και από τον «Αγγελο της ιστορίας» (1999) έως το «Μετά το τέλος της ομορφιάς» (2003) αναδεικνύεται η διαδρομή και το στίγμα ενός ποιητή ο οποίος ανασκάπτει συστηματικά εντός του, έχοντας στραμμένες τις κεραίες στην εποχή του.

 

Είναι άλλωστε ένας πολίτης του κόσμου και των κοινωνικών δικτύων. Με σπουδές στην Οξφόρδη, καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Θεωρίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο, διευθυντής του περιοδικού «Ποιητική», με μεταφράσεις των ποιημάτων του στην αγγλική γλώσσα, εδώ και χρόνια συνομιλεί με σύγχρονους διανοητές και δημιουργούς, όπως ο Μαρκ Μαζάουερ, η Αν Κάρσον, ο Τζον Ασμπερι. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει γράψει πως τα ποιήματα του Χ. Βλαβιανού «τα χαρακτηρίζει η καθαρότητα της σκέψης, η γλωσσική ακρίβεια, το ανεπιτήδευτο, άμεσο ύφος».

 

Πάντα σε εγρήγορση, αναζητά διαρκώς τρόπους με τους οποίους η εμπειρία της ζωής μπορεί να μετουσιωθεί σε εμπειρία της γραφής. Την ποιητική του περιπέτεια τροφοδοτούν σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα που αναμοχλεύουν το δίπολο του έρωτα και του θανάτου, καλλιεργούν στοχασμό για την ιστορία των ιδεών και των τεχνών.

 

• Πότε αρχίσατε να γράφετε ποίηση; Σας καθοδηγούσε κάποιο ιδανικό μοντέλο ποιητή στην αρχή της πορείας σας;

 

Η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με την ποίηση ήταν ο Σικελιανός. Πρέπει να ήμουν δεκατεσσάρων όταν ένας φίλος της μητέρας μου μού χάρισε ένα βιβλίο-βιογραφία του Σικελιανού και θυμάμαι να ξενυχτώ διαβάζοντας τον «Αλαφροΐσκιωτο» και άλλα ποιήματά του. Με είχε εντυπωσιάσει η ζωή του, το πάθος του για την ποίηση, ο αντισυμβατικός τρόπος που έβλεπε και βίωνε τα πράγματα. Σαν να βρισκόταν σε διαρκή μέθη.

 

Πιστεύω ότι ποιητής γίνεται κάποιος τη στιγμή που νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί με λέξεις, αλλά κυρίως να «επινοήσει» έναν ποιητικό εαυτό. Είναι μια σημαντική στιγμή, αρκετά ναρκισσιστική θα έλεγαν φίλοι ψυχαναλυτές, αλλά απαραίτητη για να ξεκινήσεις. Ενιωσα αυτή την ανάγκη, με τρόπο ουσιαστικό, γύρω στα είκοσι. Τότε φαντάστηκα τον εαυτό μου να ζει ως συγγραφέας. Οχι να βιοπορίζομαι, αλλά ως καθημερινή πράξη.

 

Τότε είχα ήδη αρχίσει να αγαπώ την ποίηση του Καρούζου, της Βακαλό, του Αναγνωστάκη, του Ασλάνογλου. Λίγο αργότερα ανακάλυψα τους ξένους μοντερνιστές ποιητές και με συνεπήρε φυσικά το δίδυμο Ελιοτ – Πάουντ. Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας. Από τον Πάουντ πήγα στον Γέιτς, στον Δάντη, τους τροβαδούρους, και πιο πίσω στον Προπέρτιο. Απ’ τον Ελιοτ στον Λαφόργκ, στον Ρεμπό. Δεν έχει τέλος αυτή η περιπέτεια. Είναι σαν να μπαίνεις σ’ ένα σπίτι με άπειρους χώρους και αρχίζεις να τους εξερευνάς. Μερικοί σε βγάζουν σε ωραία, φωτεινά δωμάτια, άλλοι πουθενά κι επιστρέφεις πάλι στην αφετηρία και πας σε άλλο χώρο, ανάλογα με το τι έχεις ανάγκη εκείνη τη στιγμή.

 

• Κοιτώντας ξανά τις παλιές σας συλλογές πώς νιώθετε; Ξεχωρίζετε κάποια;

 

Νιώθω μια ελαφρά μελαγχολία. Εκλεισε ένας μεγάλος κύκλος της ζωής μου –συναρπαστικός βέβαια και δημιουργικός– αλλά κοιτάζοντας πίσω βλέπω και πόσα αγαπημένα πρόσωπα δεν είναι πλέον κοντά μου. Δεν εννοώ μόνο της οικογένειάς μου, αλλά και στενούς φίλους, όπως ο Γιάννης Δουβίτσας (στον οποίον είναι αφιερωμένο το βιβλίο), ο Νίκος Γκάτσος, η Ελένη Βακαλό, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος Καρούζος, και άλλοι, που με βοήθησαν και με στήριξαν στα πρώτα μου βήματα. Ως προς τα ποιήματα, αφαίρεσα από τις τέσσερις συλλογές που απαρτίζουν τον τόμο μόνο δύο. Αρα συνεχίζω να αγαπώ τα υπόλοιπα και κυρίως να βλέπω μέσα τους έναν ποιητή που ακόμη εγκρίνω.

 

• Τι σας δίνει έναυσμα για τη συγγραφή ενός ποιήματος;

 

Η ζωή είναι ασφαλώς πάντα το πρώτο υλικό. Και είναι πολύ «γενναιόδωρη» με την ποίηση. Προσφέρει διαρκώς νέα «θέματα», τραγικά, αλλά και φαιδρά. Αυτό που ενδιαφέρει βέβαια είναι το βλέμμα πάνω στα πράγματα – είτε τα προσωπικά, είτε αυτά που αφορούν την εποχή μας. Και το βλέμμα αυτό οφείλει να είναι βαθύ, να στοχάζεται τη ζωή, ακόμη και στις πιο μύχιες πλευρές της. Ωστόσο, πολλοί θεωρούν ότι εμπειρία είναι μόνο αυτό που συμβαίνει «κάπου εκεί έξω» και ξεχνούν ότι ένα βιβλίο ή ένα κινηματογραφικό έργο, για παράδειγμα, αποτελούν μέρος της εμπειρίας. Ξεχνούν ότι οι συγγραφείς ζουν μέσα στα βιβλία, μέσα στην τέχνη. Ενα ποίημα μπορεί να προκαλέσει χαρά, θλίψη, μελαγχολία, πλήξη, οργή. Ολα αυτά είναι συναισθήματα. Αρα, όταν ένα ποίημα συνομιλεί με κάποιο άλλο, το βίωμα που προσπαθεί να εγκιβωτίσει μέσα στις λέξεις, είναι εξίσου ισχυρό με τα υπόλοιπα, τα «εντός (υποτίθεται) ζωής».

 

• Η δημιουργία είναι βάσανο ή ικανοποίηση;

 

Γράφω αργά και όντως η διαδικασία είναι πολλές φορές οδυνηρή, με την έννοια ότι οι λέξεις δύσκολα υποτάσσονται στο αρχικό σχέδιο. Είναι ατίθασες και διεκδικούν τη δική τους «αυτόνομη» παρουσία πάνω στο χαρτί. Πολλά ποιήματα γράφονται επί εβδομάδες ή μήνες. Αλλα ολοκληρώνονται σχεδόν αμέσως. Ομως αυτές οι «ευλογημένες στιγμές», όπου η Μούσα σού κλείνει συνένοχα το μάτι, είναι σπάνιες.

 

• Πολλά ποιήματά σας περιστρέφονται γύρω από οικογενειακά δράματα, μικρά και μεγάλα. Πόσο προσωπικός μπορεί να γίνει ένας δημιουργός;

 

Ολα τα ποιήματα είναι προσωπικά, ακόμη κι αν ο ποιητής φοράει προσωπείο. Ο Ελιοτ έλεγε πως «ποίηση είναι διαφυγή από την προσωπικότητα». Αλλά ο ίδιος, τα πάθη, οι εμμονές, οι φοβίες, οι αναστολές του εγγράφονται καθαρά στην ποίησή του. Αυτό που έχει σημασία είναι τα ποιήματα να μην ενδίδουν στην αισθηματολογία, που δεν είναι παρά η αποτυχία του αισθήματος. Ακόμη κι αν πραγματεύονται ζητήματα τόσο τραγικά όσο μια αυτοκτονία, να μην υιοθετούν εύκολες, γενικόλογες, επιτηδευμένες, μελό συνταγές. Στην ποίηση υπάρχει ένα μυαλό που αισθάνεται, αλλά ταυτόχρονα και μια καρδιά που σκέφτεται. Το ωμό, ανεπεξέργαστο συναίσθημα δεν με συγκινεί, με αφήνει αδιάφορο.

 

• Γιατί στον υπότιτλο βάζετε και τη λέξη «μεταγραφές»;

 

Από πολύ νωρίς με ενδιέφεραν ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη, ρεύματα και δημιουργοί και μου άρεσε να μεταγράφω, να διασκευάζω. Ακόμη και να παρωδώ συγκεκριμένα ποιήματα/συνθέσεις ποιητών με τους οποίους ένιωθα εκλεκτική συγγένεια, αναζητώντας τους τρόπους με τους οποίους η εμπειρία της ανάγνωσης μπορεί να μετουσιωθεί σε εμπειρία της γραφής. Κάποιοι ενδεχομένως να θεωρούν πως τέτοιου είδους «μεταγραφές» δεν συνιστούν πρωτογενές ποιητικό έργο. Ισως, μάλιστα, να τις θεωρούν επιλήψιμες. Εγώ τις θεωρώ ουσιαστικό διάλογο με το παρελθόν και το παρόν της ποίησης και έναν τρόπο να κρατώ την ποίησή μου διαρκώς συντονισμένη με τους ποιητές που με αφορούν και να δοκιμάζω τα καλούπια και της δικής μου γλώσσας – κατά πόσον μπορούν να δεξιωθούν το ξένο κείμενο. Τα ποιήματα εξάλλου που μεταγράφω, όπως για παράδειγμα, το «Γερμανικό Ρέκβιεμ» του Φέντον, το «Oxford Blues» του Λόνγκλεϊ πριν τα συμπεριλάβω στις συλλογές μου τα έχω προηγουμένως δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά ή σε βιβλία μεταφράσεων. Με κάποιος συγγραφείς, δε, που τυχαίνει να είμαι και φίλος (Ασμπερι, Κόουκ, Κάρσον, Λόνγκλεϊ, Γκλικ κ.ά.) φροντίζω να γνωρίζουν εκ των προτέρων αυτές τις απλές ή και ριζικές «μεταγραφές» που αποτολμώ. Επειδή η παρούσα έκδοση είναι η οριστική, φρόντισα να είναι φανερή η πηγή από την οποία αντλώ την «έμπνευσή» μου και ως εκ τούτου στα λίγα ποιήματα που έχω μεταγράψει πρόσθεσα κάτω από τον τίτλο «οδοδείκτες», μότο ή φράσεις, που καθοδηγούν τον αναγνώστη.

 

• Η ποίηση σήμερα δεν έχει ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γιατί, θεωρείται δύσκολη;

 

Πιστεύω πως η «δυσκολία» των κειμένων δεν είναι εγγενής ιδιότητά τους. Τίποτα δεν είναι εύκολο ή δύσκολο από μόνο του. Εχει να κάνει με τον τρόπο που η κοινότητα στην οποία ανήκουμε μας έχει μάθει να διαβάζουμε. Οταν κάποιος λέει «δεν διαβάζω ποίηση γιατί είναι ακατανόητη», ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια. Οσοι έχουν συνηθίσει να μη διαβάζουν ποίηση επικαλούνται ως δικαιολογία τη δυσκολία ποιημάτων που δεν έχουν διαβάσει ποτέ. Φανταζόμαστε λοιπόν ότι αντί για ποιήματα διαβάζουν κάτι εξίσου απαιτητικό αλλά λιγότερο «σκοτεινό» ή «ασυνάρτητο». Τόμας Μαν ή Ντοστογέφσκι ή Ροθ. Ωστόσο, οι αναγνωστικές προτιμήσεις των περισσότερων περιορίζονται, αν είναι άντρες, στις ροζ ή τις αθλητικές σελίδες των ενθέτων των εφημερίδων, ή αν είναι γυναίκες, στο τελευταίο ερωτικό φληνάφημα της κυρίας τάδε.

 

Σήμερα, σε μια κοινωνία πνευματικά κατακερματισμένη και ανερμάτιστη, όπου δεν υπάρχει ευρέως αποδεκτό σύστημα αξιών, ούτε καθαρά προσδιορισμένα κριτήρια για το τι είναι έργο τέχνης, ο ευαίσθητος άνθρωπος αποσύρεται όλο και περισσότερο σ’ έναν εσωτερικό χώρο. Ο ποιητής είναι καταδικασμένος να είναι δύσκολος, γιατί μιλάει κυρίως στον εαυτό του και τους ομοτέχνους του – σ’ αυτή τη μικρή «αδελφότητα», στην οποία η επικοινωνία είναι ακόμη δυνατή. Αν λοιπόν η σύγχρονη ποίηση είναι δύσκολη, αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα της εξαφάνισης του αναγνώστη, κι όχι ως αιτία της. Δεν έχει νόημα να θρηνούμε αυτή την απώλεια. Το μόνο καθήκον, σ’ αυτό το περιβάλλον του εκπεπτωκότος, αποσαθρωμένου λόγου, είναι να κρατήσουμε τη γλώσσα ζωντανή.

 

[email protected]

 

Scroll to top