03/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ιστορικός Εφη Αβδελά φωτίζει το χθες και σχολιάζει το σήμερα με αφορμή τη νέα μελέτη της «Νέοι εν κινδύνω»

«Η νεότητα ταυτίζεται πάντα με τη διάβαση των ορίων και φοβίζει»

Το ζήτημα της πειθάρχησης των εφήβων και η λειτουργία του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων στη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι το 1974. Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο ζωντανεύει έναν σύνθετο κόσμο, ανατρέπει βεβαιότητες και ενεργοποιεί έναν πολιτικό προβληματισμό για τις σχέσεις του κράτους και της κοινωνίας με τους νέους και κυρίως για το.
      Pin It

Το ζήτημα της πειθάρχησης των εφήβων και η λειτουργία του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων στη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι το 1974. Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο ζωντανεύει έναν σύνθετο κόσμο, ανατρέπει βεβαιότητες και ενεργοποιεί έναν πολιτικό προβληματισμό για τις σχέσεις του κράτους και της κοινωνίας με τους νέους και κυρίως για το δικαίωμά τους στην αυτονομία και την ελευθερία

 

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

Η Μαρία Κ. πάσχει από «πορειομανίαν» που οφείλεται σε «συναναστροφές κατωτάτης υποστάθμης». Είναι 17 χρονών το καλοκαίρι του 1970 όταν το σκάει από το σπίτι της και τη βρίσκει η Ασφάλεια αφού την έχουν αναζητήσει οι γονείς της. «Εμφανίζει υπέρμετρον ζωηρότητα συνοδευομένη με ροπήν προς έκλυτον βίον» και τυγχάνει «υπό αγνώστου διακεκορευμένη». Αυτό σημειώνει στον φάκελό της η επιμελήτριά της. Ομως, επειδή η Μαρία θα δείξει μεταμέλεια και θα αφοσιωθεί στο νοικοκυριό και στο κέντημα κατά τους επόμενους μήνες, η επιμελήτρια θα προτείνει στο δικαστήριο ανηλίκων να μην εισαχθεί στο αναμορφωτήριο αλλά να τύχει προληπτικώς μιας πιο ήπιας αντιμετώπισης. Ετσι, το «μάτι» του μηχανισμού της δικαιοσύνης ανηλίκων θα μπει στο σπίτι της Μαρίας και θα την επιτηρεί παράλληλα με τους γονείς της, μέχρι τον Ιούνιο του 1971, οπότε θα αρθεί η επιμέλεια επειδή η Μαρία θα τους πείσει όλους πως επιθυμεί διακαώς να «αποκατασταθεί»…

 

Σαν τη Μαρία, κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ήταν χιλιάδες στην Ελλάδα τα αγόρια και τα κορίτσια «εν κινδύνω», που αντιμετωπίζονταν δηλαδή σαν να κινδύνευαν να γίνουν επικίνδυνα για τον εαυτό τους αλλά και για την κοινωνία. Χάρη στη μελέτη της καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Εφης Αβδελά, που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο «“Νέοι εν κινδύνω”: επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο» (εκδ. Πόλις), ανακαλύπτουμε από μέσα την ελληνική εκδοχή αυτού του ζητήματος που πήρε διεθνείς διαστάσεις.

 

Συγγραφέας του σημαντικού έργου «“Διά λόγους τιμής”: βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα» (εκδ. Νεφέλη 2002), η ιστορικός Εφη Αβδελά μελέτησε σε βάθος ένα σύνολο 485 δικαστικών ή διοικητικών υποθέσεων αγοριών (303) και κοριτσιών (182) που απασχόλησαν τα Δικαστήρια Ανηλίκων και τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1951-1973. Πρόκειται για παιδιά και εφήβους που είτε είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα (όχι όμως βαρύ έγκλημα), είτε εμφάνιζαν «αντικοινωνικότητα», είτε οι γονείς τους ομολογούσαν πως αδυνατούσαν να τα τιθασεύσουν.

 

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της έρευνάς της είναι ότι «διαβάζει» τους ατομικούς φακέλους και τα δικαστικά αρχεία παράλληλα και συγκριτικά με τη διεθνή βιβλιογραφία και την ξεπερνά, διότι έχει καταφέρει να εντοπίσει και να καταγράψει τις μαρτυρίες δέκα πρώην επιμελητών/τριών. Ετσι, η αφήγησή της αποκτά μια θερμοκρασία πρωτόγνωρη σε επιστημονικές μελέτες και ανοίγεται σε ένα ευρύτερο κοινό. Παράλληλα, η Αβδελά βάζει στο τραπέζι ουσιαστικά ζητήματα για την παρεμβατική προσπάθεια ελέγχου της ζωής των εφήβων, για την ποινικοποίηση των πολιτισμικών πρακτικών τους, για τον περιορισμό των αστικών ελευθεριών τους, αλλά και καταρρίπτει την κυρίαρχη ώς σήμερα εικόνα της ελληνικής οικογένειας σε αντιπαράθεση με το κράτος.

 

• Τα Δικαστήρια Ανηλίκων και ο μηχανισμός επιτήρησης και αναμόρφωσής τους δημιουργούνται στην Ελλάδα από τον Μεταξά το 1939, στο πλαίσιο μιας πολιτικής που θέλει να αναγάγει τη νεολαία σε μοχλό για την ηγεμόνευση του αυταρχικού καθεστώτος στην κοινωνία. Στη μελέτη σας, όμως, αναδεικνύετε ως κομβική δεκαετία για τον θεσμό τη δεκαετία του ’50. Για ποιον λόγο;

 

«Κατ' αρχάς ο μηχανισμός δικαιοσύνης ανηλίκων συγκροτήθηκε ιστορικά στις αρχές του 20ού αιώνα ως προοδευτικός θεσμός, γιατί αναγνώριζε στις παράνομες πράξεις των ανηλίκων τις συνέπειες της ηλικίας τους. Με αυτό το πνεύμα συζητήθηκαν τα δικαστήρια ανηλίκων και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Οταν βέβαια η δικτατορία του Μεταξά τα θέσπισε, τους έδωσε πιο κατασταλτικό χαρακτήρα. Μεταπολεμικά τα δικαστήρια ανηλίκων εντάχθηκαν στη γενική Δικαιοσύνη. Ταυτόχρονα οι “παραστρατημένοι ανήλικοι” συνδέθηκαν με τις ευρύτερες ανησυχίες για τους νέους – που καθόλου δεν ήταν μόνο ελληνικές. Εστίαζαν από τη μια στις επιπτώσεις του πολέμου και από την άλλη στις καινούργιες νεανικές πολιτισμικές πρακτικές με μαζική απήχηση, το ροκ, τα πάρτι, το σινεμά κ.λπ. Στην Ελλάδα οι ανησυχίες για τους νέους εκφράζουν τις προσδοκίες και τις αγωνίες της εποχής για τη μελλοντική Ελλάδα. Οι νέοι αντιμετωπίζονται ηθικολογικά, σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, κυρίως τον εξαστισμό και την ανάπτυξη των μικροαστικών στρωμάτων. Το σχολείο είναι ο κατεξοχήν μηχανισμός επιτήρησης της “ομαλής” νεανικής συμπεριφοράς. Αλλά και έξω από αυτό, μπαίνουν στο μικροσκόπιο και γίνονται αντικείμενο θεσμικής διαχείρισης όλες εκείνες οι συμπεριφορές παιδιών και εφήβων που θεωρούνται “παρεκκλίνουσες”, είτε επειδή παραβιάζουν τον νόμο είτε επειδή εγκυμονούν τον κίνδυνο οι ανήλικοι να παραβιάσουν τον νόμο στο μέλλον. Ετσι, κατασκευάζεται ως κοινωνικό φαινόμενο η “εγκληματικότητα ανηλίκων” και αναπτύσσονται παρεμβάσεις. Δίπλα στα δικαστήρια ανηλίκων συγκροτούνται πλήθος θεσμοί, κρατικοί, ημικρατικοί ή ιδιωτικοί, που συνεργάζονται και έχουν στόχο να πετύχουν την “αναμόρφωση” των ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί και την “προστασία” όσων κινδυνεύουν. Η αναμόρφωση στοχεύει να καλλιεργήσει με ηθικούς όρους την αυτοπειθάρχηση, να πείσει δηλαδή το ανήλικο παιδί ότι είναι προς όφελός του να γίνει “κύριος του εαυτού του και χρήσιμος στην κοινωνία”, όπως έλεγαν. Ταυτόχρονα έχει σαφές έμφυλο πρόσημο, αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο αν πρόκειται για αγόρια ή για κορίτσια. Για τα αγόρια η έμφαση είναι στον αυτοέλεγχο ώστε να γίνει ικανός εργαζόμενος και αρχηγός οικογένειας, ενώ στα κορίτσια στην υπακοή. Σε κάθε περίπτωση, η πρακτική της επιτήρησης και το περιεχόμενο της αναμόρφωσης αντανακλούν τον διάχυτο αυταρχισμό της περιόδου».

 

• Αρα ο μηχανισμός της Δικαιοσύνης Ανηλίκων έχει πολιτικό πρόσημο!

 

«Φυσικά, μολονότι ταυτόχρονα τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Θεωρώ απλουστευτικό να σκεφτόμαστε τις μεταπολεμικές δεκαετίες με τους όρους της Μεταπολίτευσης και να τα ανάγουμε όλα στον διαχωρισμό Δεξιάς-Αριστεράς. Η λειτουργία του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων δεν έχει εμφανές πολιτικό πρόσημο. Πουθενά στα τεκμήρια που διαθέτουμε δεν βλέπουμε να παίζει ρόλο η πολιτική τοποθέτηση των υποκειμένων, είτε πρόκειται για τους επιμελητές/τριες είτε για τους ανήλικους ή για τις οικογένειές τους. Η πολιτική διάσταση εκδηλώνεται πιο υπόγεια. Από το θεσμικό πλαίσιο και από την ιδεολογία που το διέπει, από τα κανονιστικά πρότυπα που προωθούνται και επιβάλλονται: ηθική, εγκράτεια, εργατικότητα, υπακοή. Τα πρότυπα είναι φυσικά συχνά πολύ μακριά από τις πρακτικές, ιδίως στα λαϊκά στρώματα. Ωστόσο σε ολόκληρη τη Δύση η “ηθική ρύθμιση” των παιδιών και των εφήβων θα αναδειχθεί σε μοχλό για την ηγεμονία των κυρίαρχων στρωμάτων και σε διαδικασία αναγκαία για τη συγκρότηση ενός εργατικού δυναμικού αποπολιτικοποιημένου, κατάλληλου για την “ανάπτυξη”. Είναι φυσικά συζητήσιμο κατά πόσο πέτυχε το εγχείρημα».

 

• Επισημαίνετε ότι τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ μιλούν για παραβατικότητα και όχι για εγκληματικότητα των ανηλίκων. Πού έγκειται η διαφορά της ελληνικής περίπτωσης;

 

«Η δημόσια ανησυχία για τη νεολαία αναδύεται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μονάχα στο δυτικό αλλά και στο ανατολικό μπλοκ. Η νεολαία αντιμετωπίζεται από όλους ως ο ασταθής κρίκος της κοινωνίας στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης και της προόδου, όπως κι αν την εννοεί κανείς. Το ζήτημα απασχολεί συνέδρια, διεθνείς οργανισμούς, τον ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης κ.ο.κ. Χρησιμοποιείται ο όρος “παραβατικότητα” γιατί αποτυπώνει δύο στοιχεία: αφενός την αναγνώριση ότι οι πράξεις που καταδικάζονται βρίσκονται στο όριο της παρανομίας και συνδέονται με την ηλικία των δραστών∙ και αφετέρου την προσδοκία ότι μπορεί με κατάλληλα μέτρα να προληφθούν. Το ιδιαίτερο που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ότι κυριαρχεί η εμμονή για μια ποινική αντιμετώπιση του ζητήματος. Οφείλεται αφενός στην πρωτοκαθεδρία των νομικών στους θεσμούς και αφετέρου στο γεγονός ότι τα πορίσματα των κοινωνικών επιστημών, και ιδίως της ψυχολογίας, δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα στους φορείς διαχείρισης των νέων. Θα κυριαρχήσει η ηθικολογική προσέγγισή τους. Ετσι, όλες οι θεωρούμενες ως μη “κανονικές” συμπεριφορές ταυτίζονται με την “εγκληματικότητα”. Ακόμη και μεταξύ των ειδικών ο όρος “παραβατικότητα” θα αρχίσει να συζητιέται μόνο από τα μέσα της δεκαετίας του ’70».

 

• Στη σημερινή Ελλάδα μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για μια νεολαία «εν κινδύνω»;

 

«Οι νέοι πάντα θεωρούνται ταυτόχρονα ελπίδα και απειλή. Ομως έχουν πλέον δικαιώματα και από το 1981 ψηφίζουν στα 18 τους. Το σχολείο δεν είναι σήμερα ο επιτηρητικός μηχανισμός που ήταν άλλοτε, ενώ στα “παραστρατήματα” των ανηλίκων η πρόληψη καταργήθηκε ως αντίθετη με τα δικαιώματά τους. Η διακυβέρνηση, με άλλα λόγια, δεν ασκείται σήμερα με τους ίδιους όρους. Σήμερα μας παρακολουθεί ο Μεγάλος Αδελφός, άρα τι μας χρειάζονται οι παιδονόμοι… Αλλάζουν μέσα στον χρόνο οι απειλές που θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν οι νέοι αλλά και οι νέοι που θεωρείται ότι απειλούν την κοινωνία. Παλιότερα φοβόμασταν τα ναρκωτικά στα σχολεία, σήμερα φοβόμαστε τη Χρυσή Αυγή. Παλιότερα “επικίνδυνοι” θεωρούνταν οι “τεντιμπόηδες”, σήμερα οι “χούλιγκαν” και οι “κουκουλοφόροι”… Σε κάθε περίπτωση οι “κίνδυνοι”, οι “απειλές” διογκώνονται υπέρμετρα».

 

• Θα έλεγε ωστόσο κανείς πως μετά τον Δεκέμβρη του 2008 επιστρέφουμε σε μια φοβική αντιμετώπιση γενικά των νέων…

 

«Αναφέρεστε, νομίζω, στη συσχέτισή τους με τη βία, που βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των συζητήσεων. Δεν είναι ωστόσο κάτι καινούργιο. Συνέβαινε και πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια, κάθε φορά που κάποιο γεγονός –μια σύγκρουση διαδηλωτών με την αστυνομία, μια κατάληψη του Πολυτεχνείου, ένα ποδοσφαιρικό ματς που προκάλεσε αντιδράσεις– πυροδοτούσε προβληματισμούς για το πού το πάει η νεολαία στο θέμα της βίας. Οπως γίνονται οι παρεμβάσεις για το ζήτημα αυτό, αποσπασματικά, συγκυριακά, εγώ τις θεωρώ –θα μου επιτρέψετε να πω– ανόητες, με την έννοια ότι απομονώνουν κάποιες πράξεις, τις βγάζουν έξω από τη συγκυρία, από τον χρόνο, τους προσδίδουν γενικότητα που οπωσδήποτε δεν έχουν και τις μετατρέπουν σε “απειλή”. Θα έλεγα ότι λειτουργούν ως μηχανισμοί συσπείρωσης που επιτρέπουν να γίνει ορατό το δέον σε αντιδιαστολή με το αντίθετό του. Ετσι όμως αποκρύπτεται πως το τι θεωρείται “χουλιγκανισμός” ή ποιος είναι ο “κουκουλοφόρος” -όπως παλαιότερα “τεντιμπόης”- δεν είναι δεδομένο, αλλά κάποιοι το αποφασίζουν και μάλιστα το κατασκευάζουν ως τέτοιο πριν σχεδιάσουν μεθόδους για να το καταστείλουν. Και μετά εκπλήσσονται που αποδεικνύονται αναποτελεσματικές».

 

• Τι σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στην πορεία της έρευνάς σας σχετικά με τα αγόρια και τα κορίτσια «ως κίνδυνο» και «σε κίνδυνο» την περίοδο 1950-1970;

 

«Δύο πράγματα. Αφενός οι σχέσεις μεταξύ των επιμελητών και των ανηλίκων που επιτηρούν. Η συνάντησή τους παράγει αποτελέσματα που είναι εν πολλοίς απρόβλεπτα και σχετικοποιούν το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται. Και αφετέρου η ετοιμότητα των ανθρώπων σε εκείνη τη συγκυρία να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό δικαιοσύνης ανηλίκων προς όφελός τους.

 

»Η εικόνα των γονιών και των παιδιών ή των εφήβων που ζητούν τη βοήθεια των επιμελητών/τριών για να λύσουν ανυπέρβλητα ή και καθημερινά προβλήματά τους (από το να τους βοηθήσουν να ανακτήσουν τη γονική εξουσία μέχρι να τους βρουν δουλειά) μοιάζει να αντιφάσκει με μια θεώρηση για την ελληνική οικογένεια σε σχέση αντιπαλότητας με οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτήν και οπωσδήποτε με το κράτος. Παίζει φυσικά ρόλο η δύσκολη ιστορική συγκυρία. Αλλά θεωρώ ότι ανιχνεύεται επίσης εδώ μια διάσταση στις σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας με το κράτος που χρειάζεται να εξετάσουμε πιο διεξοδικά και πέρα από το σχήμα των πελατειακών σχέσεων».

 

• Πώς σχολιάζετε τη δημόσια ανησυχία για τους σημερινούς νέους σε σχέση με την ανησυχία των πρώτων μεταπολεμικών κοινωνιών που μελετήσατε;

 

«Η νεότητα ταυτίζεται πάντα με τη διάβαση των ορίων και φοβίζει. Αλλά στην εποχή μας δεν νομίζω ότι υπάρχει ηθικός πανικός για το πού πάει. Σήμερα υπάρχει ανησυχία για το τι θα απογίνουν οι νέοι στις συνθήκες της κρίσης (που έτσι κι αλλιώς θα πλήξει περισσότερες από μία γενιές). Περισσότερο από όλους μάς ανησυχούν κυρίως οι ίδιοι οι νέοι, αλλά αυτούς σπάνια τους ακούμε. Δύσκολα αναγνωρίζεται έτσι ότι δεν είναι ένα πράγμα, δεν αποτελούν ενιαία κατηγορία. Κοντολογίς σήμερα έχουν δικαιώματα, αλλά δεν έχουν πεδίο να τα ασκήσουν. Η ενηλικίωση ως τομή για την πλήρη ανάπτυξη της ιδιότητας του πολίτη δεν απασχολεί κανέναν, είμαστε άλλωστε σε περίοδο ύφεσης των δικαιωμάτων γενικώς. Μας απασχολεί ότι οι νέοι φεύγουν και τα ασφαλιστικά ταμεία μένουν άδεια. Η δική μας σύνταξη μάς απασχολεί όχι η δική τους ενήλικη μελλοντική ζωή».

 

[email protected]

 

Scroll to top