Τζον Τσίβερ
«Ο κολυμβητής»
Διηγήματα. Μετάφραση: Κωστής Καλογρούλης, Καστανιώτης 2013, σελ. 220.
Της Εύης Καρκίτη
Τα διηγήματα του Αμερικανού πεζογράφου, που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο γεμάτο συμπόνια για τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες της ζωής στα προάστια.
Ο Νέντι Μέριλ ένα κυριακάτικο πρωινό συνειδητοποιεί πως οι πισίνες των φίλων και γειτόνων του σχηματίζουν ένα είδος ποταμού, τον οποίο και αποφασίζει να διασχίσει, με αποτέλεσμα την κατάρριψη των ψευδαισθήσεών του. Ο Τζακ Λόρεϊ την ώρα της οικονομικής πτώσης και της αρρώστιας του συνειδητοποιεί με φρίκη τη μέθοδο με την οποία κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις της μία από τις παλαιότερες φίλες του. Ο Μπλέικ, ένας εγωπαθής και αντιπαθητικός άνδρας, βιώνει τον απόλυτο τρόμο, όταν αντιλαμβάνεται πως τον καταδιώκει μια ψυχικά ασταθής γυναίκα, στην οποία φέρθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Η ήσυχη, κάπως πληκτική ζωή της Αϊρίν και του Τζιμ Γουέσκοτ αναστατώνεται, όταν διαπιστώνουν πως το καινούργιο ραδιόφωνο που τοποθέτησαν στο σαλόνι τους μεταφέρει τα όσα συμβαίνουν στα σπίτια των γειτόνων τους. Στον κόσμο του Τζον Τσίβερ τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Τα πράγματα έχουν και δεύτερη πλευρά, σκοτεινή και δυσάρεστη. Αρκεί κάτι ασήμαντο, μια λεπτομέρεια, για να έρθει στο προσκήνιο και ύστερα τίποτε δεν μπορεί να μείνει ίδιο. Το σκηνικό ανατρέπεται, η οπτική γωνία για τον κόσμο αλλάζει. Αυτές οι ανατροπές, εσωτερικές και ώς ένα βαθμό απρόσμενες, κάνουν τον Τσίβερ τόσο ρευστό και τον κόσμο του τόσο ανησυχητικό. Πάνω σε αυτό το κινούμενο έδαφος εξάλλου διαμόρφωσε την ταυτότητά του ως δεξιοτέχνη της μικρής φόρμας, παρά τα τρία του μυθιστορήματα, πετυχημένα όλα, τα οποία του εξασφάλισαν και πλούτο και φήμη. Οι επιδόσεις του στο διήγημα ωστόσο υπήρξαν η αφηγηματική του παρακαταθήκη, εξαιτίας της οποίας μέχρι σήμερα οι μελετητές και οι αφοσιωμένοι αναγνώστες του κάνουν λόγο για έναν τσεχοφικό συγγραφέα.
Γεννημένος το 1912, με δύσκολη παιδική ηλικία εξαιτίας της χρεοκοπίας του πατέρα του, σε δύσκολη σχέση με τη σύζυγό του, πότης και στενός φίλος του Κάρβερ, ο Τσίβερ ανήκει στην ντριμ τιμ των ηθογράφων μιας προνομιούχας και ευημερούσας Αμερικής. Τα διηγήματα στον τόμο με τίτλο «Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες», τα οποία μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, αντιπροσωπεύουν την ώριμη συγγραφική περίοδο και είναι χαρακτηριστικά του ύφους του. Ο Τσίβερ αποφεύγει τον ακραίο ρεαλισμό, έλκεται από το παράδοξο, ο κόσμος του είναι αμφίσημος και αινιγματικός και εμπνέει ανασφάλεια και ενίοτε φόβο. Δεν είναι ένας αποστασιοποιημένος αφηγητής. Αντίθετα, γνωρίζει πολύ καλά πού σκάβει, τι ακριβώς συμβαίνει στα ευρύχωρα σπίτια των προαστίων, και μάλιστα το γνωρίζει από πρώτο χέρι. Η μετακίνηση με την οικογένειά του τη δεκαετία του ’50 από τη Νέα Υόρκη σε πλούσιο προάστιό της ήταν εκείνη που σηματοδότησε τη θεματική στροφή στο έργο του οριοθετώντας τον δικό του αφηγηματικό τόπο, γνωστό και ως Cheeverland, και καθιστώντας τον παρατηρητή της ζωής των προαστίων. Αν κάτι όμως δίνει περιεχόμενο και κάνει ανθεκτική στον χρόνο αυτή την «παρατήρηση» είναι η διάσταση της συμπόνιας, βασικό στοιχείο στην προσέγγιση κάθε χαρακτήρα του. Στόχος του εξάλλου δεν είναι να δείξει την κενότητα και τη ματαιότητα μιας ζωής που φαίνεται εκ πρώτης όψεως λαμπερή και εύκολη, αλλά να εισχωρήσει στα άδυτά της, ώστε να εξερευνήσει την ανθρώπινη συνθήκη. Γι' αυτό και οι περισσότεροι χαρακτήρες του είναι ευάλωτοι, τρωτοί, ματαιωμένοι, εγκλωβισμένοι στους ρόλους τους, αντιμέτωποι με τα διαψευσμένα τους όνειρα, τις ακυρωμένες τους επιθυμίες.
Τα διηγήματα «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χέιλ», «Ο εξοχικός σύζυγος» και το δημοφιλές «Ο κολυμβητής», το οποίο μετέφερε στο σινεμά ο Φρανκ Πέρι, με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ, αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα της Cheeverland – αξιοποιούν όλα εκείνα τα στοιχεία που τρέφουν την αστική μυθολογία, όπως είναι η φιλοδοξία για κοινωνική και οικονομική άνοδο, η σύμβαση του γάμου, το υπαρξιακό κενό μέσα σε αυτά.
Μια περισσότερο αινιγματική και γοητευτική πλευρά του συγγραφέα αποκαλύπτεται στο «Καψουροτράγουδο», διήγημα της περιόδου που ο συγγραφέας ζούσε στη Νέα Υόρκη, το οποίο ξεχωρίζει για τον μεταφυσικό στοχασμό και την αναπάντεχη εξέλιξή του.
Στο εξαιρετικό «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ» ο Τσίβερ διαμορφώνει με αριστοτεχνικό τρόπο ένα περιβάλλον γεμάτο ένταση, αγωνία και φόβο, περιγράφοντας με τρόπο καθηλωτικό την πόλη, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένους χαρακτήρες, μελετώντας τη μεταξύ τους σχέση. Το διήγημα αυτό, όπως και τα περισσότερα που φιλοξενούνται στον τόμο, προσφέρει μια δυνατή αναγνωστική εμπειρία και παράλληλα ένα σημείο αναφοράς και μελέτης των δυνατοτήτων της μικρής φόρμας.