03/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Φυλακισμένοι στις ανοιχτές πεδιάδες

Κατερίνα Τσέκου «Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη» Αλεξάνδρεια, 2013, σελ. .
      Pin It

Κατερίνα Τσέκου
«Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη»
Αλεξάνδρεια, 2013, σελ. 215.

 

Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

 

Το τέλος του εμφύλιου πολέμου δεν έφερε το τέλος στα δεινά των ηττημένων της σύγκρουσης. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πολίτες εγκατέλειψαν την Ελλάδα για την Ανατολική Ευρώπη, είτε για να αποφύγουν τις διώξεις είτε ακολουθώντας υποχρεωτικά τον Δημοκρατικό Στρατό. Τις τελευταίες δεκαετίες το ζήτημα των πολιτικών προσφύγων έχει αναδειχτεί ποικιλοτρόπως μέσα από ιστοριογραφικές, κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες. Η Κατερίνα Τσέκου, συγγραφέας τού «Προσωρινώς διαμένοντες: Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας» (Επίκεντρο, 2010), επιχειρεί στο «Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη (1945-1989)» μια συνολική επισκόπηση της ιστορίας των κοινοτήτων που σχημάτισαν οι ηττημένοι του Εμφυλίου.

 

Η έρευνα χρησιμοποιεί μαρτυρίες, αρχειακό υλικό και δευτερογενείς μελέτες για να αναλύσει όλες τις πτυχές της ζωής στην υπερορία. Οι διακόσιες δεκαπέντε σελίδες του βιβλίου δεν επαρκούν, βέβαια, για να εξεταστεί κάθε ζήτημα εξαντλητικά. Ο στόχος είναι να παραμείνει το κείμενο προσιτό στους φοιτητές Ιστορίας και στους αμύητους αναγνώστες που αναζητούν σε έναν τόμο βασικές πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία για το ζήτημα της πολιτικής προσφυγιάς. Η συγγραφέας ξεκινάει από τους 6.000 πρόσφυγες που κατέφυγαν στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας μετά τα Δεκεμβριανά, περιγράφει την οργάνωση και τη ζωή στο στρατόπεδο, περνάει στην πορεία που ακολούθησαν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού μετά το 1949 μέχρι τους τελικούς προορισμούς εγκατάστασης και κάνει εκτενή αναφορά στους όρους διαβίωσης, εργασίας και διοίκησης εκεί. Καταγράφονται οι προσπάθειες επιστροφής στην Ελλάδα και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή γινόταν -αν γινόταν. Η Τσέκου κάνει ειδικές αναφορές στα προσφυγόπουλα από το «παιδοσώσιμο» του Δημοκρατικού Στρατού, στους «Σλαβομακεδόνες» που διέφυγαν πέρα από τα σύνορα και στους αιχμάλωτους που υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν μετά την πτώση του μετώπου.

 

Το υλικό που έχει στα χέρια της η Τσέκου είναι τεράστιο και οι περιπτώσεις ανομοιογενείς. Αυτό που κατορθώνει, όμως, είναι να δείξει πόσες διαφορετικές κατηγορίες πολιτικών προσφύγων περιέχει το γενικό σύνολο. Παράγοντες, όπως η χώρα εγκατάστασης, η ηλικία μετανάστευσης, το φύλο, η θέση στο κόμμα και το μορφωτικό επίπεδο οδηγούν σε διαφορετική εμπειρία ξενιτιάς για κάθε έναν από τους πρόσφυγες. Ο εκπατρισμός, τον οποίο αρχικά θεώρησαν μια προσωρινή κατάσταση, κράτησε πολλές δεκαετίες, για αρκετούς όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

 

Αναλύοντας τον τρόπο άσκησης της εξουσίας η Τσέκου παρουσιάζει ένα σχήμα αυταρχικής και συγκεντρωτικής διοίκησης από το κόμμα, το οποίο βασικό κριτήριο θεωρούσε τη νομιμοφροσύνη στους μηχανισμούς. Οι τιμωρίες για τους διαφωνούντες ξεκινούσαν από στέρηση των κομματικών προνομίων και έφταναν μέχρι τη φυλάκιση και την εξορία. Οι ανατροπές στην ηγεσία της Σοβιετικής Ενωσης είχαν άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των προσφύγων και έφεραν ανακατατάξεις στα πρόσωπα που κατείχαν την εξουσία. Τέτοιες αλλαγές δεν ήταν αναίμακτες, ειδικά η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από τη θέση του γενικού γραμματέα προκάλεσε οδομαχίες και άγριους ξυλοδαρμούς μεταξύ συντρόφων. Σύμφωνα με την Τσέκου, μετά την αποπομπή Ζαχαριάδη καταγγέλθηκε ο σταλινισμός, ωστόσο η πολιτική δεν άλλαξε ούτε με τη νέα ηγεσία, αφού ο αυταρχισμός και ο συγκεντρωτισμός παρέμειναν αναλλοίωτοι.

 

Μια άλλη ανάγνωση του βιβλίου θα μπορούσε να έρθει από τη σύγκριση ανάμεσα στις συνθήκες ζωής που συνάντησαν οι πρόσφυγες στις Λαϊκές Δημοκρατίες και τις αντίστοιχες που θα είχαν αν έμεναν στην Ελλάδα. Ειδικά για τους αριστερούς πολίτες που τους περίμεναν ανεργία, περιθωριοποίηση, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις. Για την τύχη που επιφύλασσε το μετεμφυλιακό κράτος στους ηττημένους. Αλλά ακόμα και για τους νικητές που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μαζικά τον τόπο τους είτε για τα αστικά κέντρα είτε για τη Δυτική Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία. Παρακολουθώντας τις πορείες ζωής των πολιτικών προσφύγων, και συγκρίνοντάς τες με τις αντίστοιχες στις αφηγήσεις από τους μετανάστες της Δύσης, αναγνωρίζουμε κοινά σχήματα: η δεύτερη γενιά σπουδάζει, εξελίσσεται επαγγελματικά, σημειώνει επιτυχίες στον τόπο εγκατάστασης, αλλά η νοσταλγία διατηρείται αμείωτη.

 

Το γενικό συμπέρασμα του βιβλίου είναι ότι, άσχετα από την πίστη τους στην κομμουνιστική ιδέα, η προσφυγιά ήταν μια ιδιαίτερα επίπονη εμπειρία για τους ηττημένους του Εμφυλίου, αφού έφερε την πλήρη ρήξη με τις συνθήκες ζωής στις οποίες είχαν συνηθίσει (τη γλώσσα, το κλίμα, τον τόπο, την εργασία). Στη «δεύτερη πατρίδα» παρέμειναν πολίτες δεύτερης κατηγορίας και βρίσκονταν διαρκώς υπόλογοι σε δύο φορείς εξουσίας, το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το κράτος εγκατάστασης. Την ίδια στιγμή ήταν αδύνατον να επιστρέψουν στην Ελλάδα, πολλές φορές δεν ήταν δυνατόν ούτε καν να μεταναστεύσουν σε άλλη πόλη ή χώρα του ανατολικού μπλοκ. Οι ατελείωτες πεδιάδες της Ανατολικής Ευρώπης, οι ανοιχτές πολιτείες με τα εργοστάσια και οι σύντροφοί τους μετατράπηκαν σε μια φυλακή, από την οποία κάποιοι δεν κατάφεραν να αποδράσουν ποτέ.

 

Scroll to top