Κάτι κουρασμένα παλικαρόπουλα δούλευαν ήλιο με ήλιο στη φόρτωση του σμυριγλιού με μισής ώρας μόνο διάλειμμα για κολατσιό. Το όρος Ζας τσ’ Αμμόμαξης (Αμμων Ζευς) κρύβει στα σπλάχνα του τη μαύρη πέτρα, χρυσάφι προπολεμικά για τα έξι σμυριδοχώρια της Νάξου αλλά και για την εθνική οικονομία. Το 1928 κατασκευάστηκε εναέριος σιδηρόδρομος που κατέβαζε το πολύτιμο πέτρωμα από το βουνό στον όρμο της Μουτσούνας. Ο «αέριος», όπως τον έλεγαν, κατέληγε στο Προαύλιο.
Από κει η σμύριδα στοιβαζόταν σε μαούνες και μεταφερόταν σε μεγάλα πλοία, δεμένα αρόδο στο απάνεμο λιμάνι. Από το βαφτιστικό Σώζος του πατέρα του, αποκαλούσαν τον Γιάννη Πρωτονοτάριο Σωζογιάννη και τη μάνα του απλά Σώζαινα. Και τον Δημήτρη Καραπάτη, Κρινοδημήτρη ή σκέτο Κρίνο, από το προσωνύμιο του δικού του «αφέντη». Δεύτερα ξαδέρφια της μάνας μου κι οι δυο κι ανίψια του Δημητράκη, θα ’ταν δεν θα ’ταν δεκαεφτά χρονών. Αποκαμωμένοι κατά το σούρουπο, δεν είχαν πάντοτε το κουράγιο να διανύσουν μιάμισης ώρας ανηφορικό ποδαρόδρομο ώς τ’ Απεράθου.
Φαγητό τούς έστελναν οι δικοί τους. Δεν χόρτασε ένα βράδυ ο Σωζογιάννης τη μεγάλη του πείνα και τα 'βαλε με το μικρό μεταλλικό σκεύος που μεταχειρίστηκε η μάνα του, παρομοιάζοντάς το με καφεκούτι. Γυρίζει προς τον Κρίνο γεμάτος νεύρα, άδοντας με στεντόρεια φωνή: «Μες στα καφεδοκούθια τζη/ γαμώ την Παναγία τζη/ φαΐ μού πέμπει κάτω/ που να τση πάνε γλήορα/ να ’χει μεγάλη συφορά/ του υιού τζη το μαντάτο».
Ενιωσε να καταπραΰνει τον θυμό του το τραγούδι και συνέχισε ακάθεκτος: «Που δεν τζ’ εβάστα η καρδιά/ να βρει καμιά σκεπασταριά/ να μου τηνε (γ)εμώσει/ που ’μουν ο κακορίζικος/ αδείπνητος και νηστικός/ κι ήθελε να με σώσει». Σκεπασταριές ονόμαζαν τις καραβάνες με σκέπασμα που χωρούν μεγάλες ποσότητες. «Μες στο κουτάκι του καφέ/ ήβρηκα γράμμα κι ήγραφε/ να τση το πέψω πίσω/ μα εγώ μια πέτρα μελετώ/ να πιάσω μόνου ξέρε το και να το κοπανήσω» καταλήγει.
Συδαυλίζει τη φωτιά ο Κρίνος, που παρακολουθούσε αμίλητος το ξέσπασμα του συντρόφου του, συμβουλεύοντας: «Μην κάμεις ό,τι μελετάς/ και στο χωριό άμα πας πετάς/ όξω την πιατοθήκη/ να λωλαθεί η Σώζαινα/ να πάρει απάνω τα στενά/ απ’ την πολλή τζη φρίκη». Ο Σωζογιάννης τον άκουσε αλλά είχε το θράσος να επιστρέψει το «καφεδοκούτι» με τα στιχάκια μέσα. Για να τον πικάρει η μάνα του, αδειάζει τη ζάχαρη και του πέμπει το επόμενο δείπνο στο σκεύος της, μαζί με την απάντησή της: «Μες στα κουθιά τση ζάχαρης/ στέρνω φαΐ μα μη θαρρείς/ πως είχα άλλο τόπο/ Γιάννη που να ’θε μη βρεθείς/ δεν ήπρεπε να μου φερθείς/ με τόσο σκάρτο τρόπο». Ο καιρός το Σαββατοκύριακο θα μας φερθεί με τη γαλαντόμα φυσική ευγένεια που συνηθίζει εσχάτως.
Μετέωρος [email protected]