Pin It

«Ημασταν ο ένας τ’ όνειρο τ’ αλλουνού»

 

Μαριλένα Δ. Παπαϊωάννου

«Νικήτας Δέλτα»

Μυθιστόρημα. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2013, σελ. 160.

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Η δασκάλα Ελένη Παυλίδη, με το τέλος του πολέμου, Δεύτερου Παγκόσμιου και Εμφύλιου, αφού έζησε τον εγκλεισμό στο Νταχάου και πέντε χρόνια στην Πολωνία με αμνησία, γυρίζει στη Μυτιλήνη, συναντά παλιούς συναγωνιστές της και προσπαθεί να δέσει το νήμα των χρόνων που κύλησαν και να μάθει για την τύχη των παιδιών της, της Καίτης και του Αργύρη. Κυρίως όμως για να ηρεμήσει η ψυχή της. Η Μαρίνα, η Χρύσα, ο Σταύρακας, ο Μηνάς, η Λιλή, ο Αντρής τής συμπληρώνουν, ο καθένας από τη μεριά του, το παζλ της μνήμης.

 

Το όνομα του ήρωα, Νικήτας Δέλτα, μόλις το πρωτοδιαβάζουμε, παραπέμπει στη γνωστή αστική οικογένεια. Στη συνέχεια όμως μαθαίνουμε ότι είναι πολύ πιο πεζό∙ πρόκειται για ορφανό, αγνώστων γονέων, από την πτέρυγα Δέλτα του ορφανοτροφείου Σμύρνης, το οποίο περισυνέλεξε στην καταστροφή της πόλης η Λιλή Κορομηλά και, όταν γλίτωσαν από τον χαλασμό και έφτασαν στη Μυτιλήνη, το υιοθέτησε και το μεγάλωσε μαζί με την κόρη της τη Διδώ.

 

Η ιστορία του Νικήτα, λοιπόν, ξεκινά από τη Σμύρνη την εποχή του διωγμού και τελειώνει στη Θεσσαλία αμέσως μετά τη λήξη του Εμφύλιου. Στ’ αλήθεια όμως δεν είναι η ιστορία του Νικήτα που κρατά το βάρος της αφήγησης, αυτή είναι η πρόφαση για να φανούν τα κύρια θέματα: ο πόλεμος στις διάφορες μορφές του με όλα τα δεινά που επισωρεύει και κυρίως η αγάπη, μια αγάπη μεγάλη, που όμοιά της δύσκολα συναντά κανείς.

 

Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο φαίνεται ο αλαφροΐσκιωτος χαρακτήρας του Νικήτα∙ η παρουσία του συνδέεται με κάτι σαν όραμα και με τον ίδιο περίπου τρόπο κλείνει το βιβλίο, από την πλευρά της αγαπημένης του Καίτης αυτή τη φορά. Ενα παιδί παράξενο, αμίλητο, αδύναμο και μοναχικό, ήσυχο και άκακο, που όσα θέλει να πει τα γράφει. Η ψυχή του «μετέωρη στον αέρα ή βυθισμένη στη θάλασσα». Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, ο άβουλος και αφανής, αγάπησε και αγαπήθηκε, με μιαν αγάπη πρωτόφαντη.

 

Νέα φωνή η Μαριλένα Παπαϊωάννου, με δουλεμένο πολυπρισματικό αφηγηματικό λόγο, παραδοσιακής κοπής με μοντερνιστικές τεχνικές. Οργανωμένη σφιχτή δομή. Το υλικό, διαρθρωμένο σε 25 κεφάλαια, αρχίζει και τελειώνει με τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ ενδιαμέσως παρεμβάλλονται οι πρωτοπρόσωπες εξιστορήσεις των ανθρώπων που συναντά η Ελένη. Μια ονειρική σκηνή «εξαΰλωσης» κλείνει κυκλικά το μυθιστόρημα, ενώ δύο υποδειγματικής τρυφερότητας ερωτικά γράμματα ολοκληρώνουν το τελευταίο κεφάλαιο.

 

Το νήμα της αφήγησης, που ρέει αβίαστα, αλλάζει έμπειρα χέρια σαν επιτυχημένος αγώνας σκυταλοδρομίας. Παρά τη διαφοροποίηση των αφηγητών, ο λόγος είναι ομοιογενής, και αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, εφόσον όλοι ανήκουν στον ίδιο λαϊκό κορμό. Αξίζει να μνημονευτούν οι ανατροπές στην εξέλιξη και την πλοκή των γεγονότων, απόρροια ακριβώς της διαφορετικής οπτικής, χωρίς να πλήττεται η αξιοπιστία κανενός. Κυρίως όμως λύτρωση για τον αναγνώστη αποτελεί η κάθαρση που επέρχεται στο τέλος της αφήγησης και αποδυναμώνει την ένταση.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Οικογενειακός θίασος

 

Λευτέρης Καλοσπύρος

«Η μοναδική οικογένεια»

Μυθιστόρημα, Πόλις, 2013, σελ. 298.

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

«[...] μόνο αλήθειες, δεν έχω άλλο χρόνο» (σ. 160)

 

Το θεατρογενές κομμάτι του βιβλίου, το οποίο αποτελεί και τον κύριο αφηγηματικό όγκο του, είναι το ισχυρότερο του βιβλίου και κάνει (και αυτό) σαφή τον μεταμοντέρνο προσανατολισμό στη γραφή του Καλοσπύρου —ομότιτλο του βιβλίου, πρωταγωνιστής με (διττή) συγγραφική ταυτότητα και (ανεπιτυχώς) αυτόχειρας, μητέρα θητεύουσα στην ψυχολογική υποστήριξη, μια κατ’ επιφάνεια «αξιόλογη» οικογένεια, η οποία στέλνει την 9χρονη κόρη της σε τηλεπαιχνίδι με σκοπό το οικονομικό κέρδος. Οι παραλληλισμοί με την ιστορία του αυτόχειρα Αριθμέντη εύστοχοι, ο λόγος άμεσος, η σκιαγράφηση της ομοφαγίας ως χαρακτηριστικού της σύγχρονης οικογένειας ομοτέχνων (άρα ίσως και ομοτέχνων εν γένει;) σε πρώτο πλάνο, οι εξωκειμενικές αναφορές ποικίλες (από, μεταξύ άλλων, τον Καντ και τον Βάγκνερ, έως τον κορεάτικο κινηματογράφο και το κυνήγι μπεκάτσας). Το ευρύτατο αυτό φάσμα στοιχείων ενσωματώνεται στο σώμα του κειμένου οργανικά, οι ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη ή ξεπηδούν η μία μέσα από την άλλη εν είδει «ματριόσκας» και συνομιλούν, οι χαρακτήρες ανήκουν στο σήμερα (με μοναδική, ίσως, ένσταση πως δεν διακρίνονται επαρκώς οι διαφορετικές αφηγηματικές φωνές και οι θερμοκρασίες που φέρουν).

 

O συγγραφέας επιχειρεί η πυκνή ύφανση όλων αυτών των ετερόκλητων αφηγήσεων (τα διηγήματα, το θεατρικό, η κυρίως αφήγηση, τα παρεμβαλλόμενα —εξαιρετικά— email) να αποτελέσει μια συσκευή μέσω της οποίας θα αποσταχθεί η κεντρική ιδέα —η επινόηση του εαυτού σύμφωνα με το οπισθόφυλλο, ίσως τελικά η αντίληψη της βαρύτητας του εαυτού—, όμως όσο κι αν συγκλίνουν τα διαφορετικά μέρη του όλου σε αυτό, όσο κι αν η γλώσσα είναι προσεγμένη και το αισθητικό αποτέλεσμα άρτιο, ο κατακερματισμός της κρίσιμης μάζας της αφήγησης θέτει (μάλλον το μόνο) εμπόδιο ανάμεσα στον αναγνώστη και την ολοκληρωτική πρόσληψη του κειμένου.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Μια καλά ακονισμένη πένα

 

Αλέξανδρος Κυπριώτης

«Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι»

Διηγήματα. Ινδικτος, 2013, σελ. 80.

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Με σοβαρή θητεία στον χώρο της μετάφρασης (έχει, μεταξύ άλλων, μεταφράσει έργα των Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα και Ελφρίντε Γέλινεκ) και εμφανή την τριβή του με τη λογοτεχνία, ο πρωτοεμφανιζόμενος πεζογράφος Αλέξανδρος Κυπριώτης παρουσιάζει φέτος το πρώτο του βιβλίο –πρόκειται για συλλογή διηγημάτων. Στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής διαβάζουμε: «Αλλά ο Σλάχτερ τού αρέσει. Κάθε του πρόταση είναι ακριβώς όση πρέπει. Λες κι είναι κομμένη με μπαλτά. Και ξεκοκαλισμένη. Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Κάθε πρόταση έχει μόνο ό,τι είναι απαραίτητο. Μόνο ψαχνό». Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Κυπριώτη συνειδητοποιεί πως η περικοπή αυτή συνοψίζει και τη δική του συγγραφική ηθική: ακρίβεια, ένταση και εξοβελισμός όλων των περιττών στοιχείων –αξίες με βάση τις οποίες πρέπει να κριθεί το εγχείρημά του.

 

Η συλλογή περιέχει εννιά «ιστορίες ανθρώπων» με λιγότερο ή περισσότερο εμφανώς διαταραγμένο ψυχισμό. Ολα τα διηγήματα ακολουθούν ένα παρεμφερές μοτίβο –ξεκινώντας συνήθως από μια εμμονή του ήρωα, που αντανακλάται και στην εκφραστική του κειμένου, κορυφώνονται αιματηρά, με κάποια αποτρόπαιη πράξη που διαπράττεται ή αποκαλύπτεται πως έχει ήδη διαπραχθεί. Η συνειδητοποίηση της επανάληψης αυτού του μοτίβου ήδη από τα πρώτα διηγήματα της συλλογής προσανατολίζει την προσοχή του αναγνώστη στην τεχνική του κειμένου – στον τρόπο με τον οποίον κάθε φορά ο συγγραφέας θα οδηγήσει την αφήγησή του στο προδιαγεγραμμένο τέλος της. Κατά συνέπεια, τα διηγήματα της συλλογής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και μικρές σπουδές, ή παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, όπου η έμφαση δίνεται στο στιλ και στη γλώσσα.

 

Τα κύρια υφολογικά στοιχεία που συνδέουν όλα τα κείμενα είναι η ελλειπτικότητα, η κυκλικότητα και η ιδιαίτερα επιτυχημένη χρήση της επανάληψης. Παρ' ότι στην περίπτωση ενός κειμένου («Η αγάπη κερδίζεται») αγγίζει τα όρια της εκζήτησης (χωρίς και πάλι να χάνει το ενδιαφέρον της), η επανάληψη είναι το βασικό όχημα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αφομοιώσει στη γραφή του τις νευρώσεις των ηρώων του και να αποδώσει πειστικά τον διαταραγμένο ψυχισμό τους. Πετυχαίνει έτσι (μέσω της στιλιζαρισμένης γραφής του) να παρουσιάσει ολιγοσέλιδα αλλά αδρά ανθρώπινα πορτρέτα, καθώς και να εντάξει με φυσικό τρόπο στα αφηγήματά του εξελίξεις που διαφορετικά θα έμοιαζαν εξωφρενικές. Στις καλύτερες περιπτώσεις (όπως, για παράδειγμα, στο εκτενέστερο διήγημα της συλλογής «Μια απλή σκέψη») αυτό το επίτευγμα συνδυάζεται με στέρεα μυθοπλαστικά ευρήματα, οδηγώντας σε μικρά κομψοτεχνήματα.

 

Scroll to top