05/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ

Επιστροφή στο 1909

      Pin It

Φωτογραφίζει και σχολιάζει Ο Τάσος Κωστόπουλος

 

Πριν από 104 ακριβώς χρόνια, το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1909, η Βουλή των Ελλήνων ψήφιζε την καθιέρωση της Κυριακής ως υποχρεωτικής αργίας στα μεγάλα τουλάχιστον αστικά κέντρα της χώρας. Εναν αιώνα μετά, οι εκσυγχρονιστικές τομές που μετέτρεψαν σταδιακά την Ψωροκώσταινα σε πρωτοκοσμική χώρα θεωρούνται περιττή «οπισθοδρόμηση». Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες των τότε ημερών, διαπιστώνεις άλλωστε πως η βασική δέσμη των εργοδοτικών επιχειρημάτων ελάχιστα έχει τροποποιηθεί από τους μακρινούς εκείνους καιρούς.

 

Χαρακτηριστικό δείγμα, όσα σέρνει στους «τεμπέληδες» εργαζομένους του ο εκδότης του «Εμπρός», πρώτης σε κυκλοφορία εφημερίδας της εποχής, έξω φρενών που με την επιβολή της κυριακάτικης αργίας θα χάσει το ένα έβδομο των μέχρι τότε κερδών του. «Είναι περίεργον», ξεσπαθώνει στο κύριο άρθρο του την επομένη της ψηφοφορίας, «ότι οι πρωταγωνισταί της Κυριακής αργίας, από του εισηγητού αυτής κ. Παπαμιχαλοπούλου μέχρι του συνδέσμου των συντακτών των εφημερίδων, δεν ανήκουν εις την τάξιν των υπεράγαν εργαζομένων και δεν παρουσιάζουσι καταφανή τα ίχνη της κοπώσεως. Οι τελευταίοι μάλιστα ούτοι έχουσιν αποκλείσει διά τοσούτον ευφυούς μεθόδου πάσαν των ποδών κίνησιν προς εύρεσιν ειδήσεων, ώστε όλαι αι ημέραι της εβδομάδος έχουσι δι’ αυτούς τον προορισμόν της Κυριακής αργίας. Εάν δε ήθελε κανείς να παράσχη ποικιλίαν τινά εις την αξιόλογον ταύτην έξιν, έπρεπε να καθορίση μάλλον μίαν ημέραν κατά την οποίαν να εργάζωνται». Δίπλα στον πονεμένο εργοδότη, που θεωρεί περιττή την εβδομαδιαία ξεκούραση των δούλων του, εξίσου γνώριμη είναι η φιγούρα του πατριώτη διανοουμένου που ανησυχεί για την κακή χρήση που η πλέμπα ενδέχεται να επιφυλάξει στη νεόκτητη ελευθερία της: «Αφού ήδη επιβάλλεται η Κυριακή αργία», αναρωτιέται στην πρώτη σελίδα της «Εστίας» κάποιος παντελώς ξεχασμένος σήμερα πανεπιστημιακός της εποχής, «δεν πρέπει να ληφθή πρόνοια περί ωφελίμου και ψυχαγωγικής χρησιμοποιήσεως αυτής υπό των ούτω καταναγκαστικώς απεργούντων, διά να μη καταντήση η Κυριακή αργία… μήτηρ κακίας;». Την εικόνα συμπληρώνει ένας τσάτσος του πρώτου, πάντα πρόθυμος να υπερασπιστεί την ελευθερία όσων καταπιέζονται από την αναγκαστική αργία: «Είνε αληθές ότι εργατικαί τιναι τάξεις εργάζονται υπό τοιούτους όρους, ώστε να μη δύνανται να διαθέσουν τον καιρόν των και να κανονίσουν την εργασίαν των κατά βούλησιν και είναι καταδικασμέναι εις αδιάκοπον και αιωνίαν εργασίαν. Δι’ αυτάς δύναται να προνοήση η νομοθεσία, αλλ’ ούτως ώστε να μη θίξη την ελευθερίαν εκείνων οίτινες θέλουν να εργάζωνται και όταν οι άλλοι αναπαύωνται. Εαν η εργασία είνε καταδίκη, η ανάπαυσις όμως δεν είνε. Η ανάπαυσις είνε ελευθερία και έκαστος πρέπει να μένη ελεύθερος διά να αναπαύεται όταν θέλη και όταν έχη καιρόν. Ανάπαυσις αναγκαστική μόνον εις νευρολογικά θεραπευτήρια έχει λόγον». Αν δεν ήταν η καθαρεύουσα, δύσκολα θα ξεχώριζε ο φιλελεύθερος επιφυλλιδογράφος του 1909 από κάποιους σημερινούς συναδέλφους του.

 

Εναν αιώνα μετά, ο αγώνας ενάντια στο ροκάνισμα του ελεύθερου χρόνου των μισθωτών χρειάζεται ξανά ν’ αντιπαλέψει με το φάντασμα μιας ψευδώνυμης «ελευθερίας»: να προειδοποιήσει τον εξατομικευμένο καταναλωτή, το μεν 2006 πως η επέκταση του ωραρίου δε θ’ αργήσει να πλήξει άμεσα και τον ίδιο (1-2), από το 2010 και μετά να του υπενθυμίσει όσα έχει ήδη χάσει (3, 6). Πρωτοπόροι σ’ αυτή την αντίσταση αναδεικνύονται κυρίως το σωματείο των βιβλιοϋπαλλήλων (4, 5, 8, 9), αυτόνομες εργατικές συλλογικότητες (7) και, φυσικά, το ΠΑΜΕ – σχετική αφίσα ή σύνθημα του οποίου δεν έτυχε, απλώς, να φωτογραφίσω.

 

Scroll to top