Παρά τις ατέλειες της βραδιάς, ας είμαστε ρεαλιστές: είναι σημαντικό που –έστω μία φορά στα δέκα χρόνια– έχουμε την τύχη να ακούμε ζωντανά αυτό το δύστροπο, κομβικό για τον μουσικό μοντερνισμό, αριστούργημα του Σένμπεργκ
Του Γιάννη Σβώλου
Στο πλαίσιο του φετινού κύκλου «Σύγχρονη μουσική δημιουργία», που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της αυστριακής πρεσβείας, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών φιλοξένησε συναυλία του Συνόλου του Εαρινού Φεστιβάλ Παξών (23/10/2013). Το πρόγραμμα ήταν επικεντρωμένο στον Αρνολντ Σένμπεργκ και τους συνοδοιπόρους του, Μπεργκ και Βέμπερν, στους οποίους προστέθηκαν οι μαθητές του Σένμπεργκ, Αϊσλερ, Σκαλκώτας και Λου Χάρισον. Τη συναυλία, η άρτια προετοιμασία της οποίας είχε γίνει υπό την επίβλεψη του Ensemble Modern της Φρανκφούρτης, διηύθυνε ο Βασίλης Τσιατσιάνης.
Αναμενόμενα, η αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν γεμάτη από ειδικό κοινό στο οποίο ξεχώριζαν μουσικοί και ιστορικοί εκπρόσωποι του εγχώριου μουσικού μοντερνισμού. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήσαν άνισες κυρίως λόγω της σολίστ στο κύριο έργο της συναυλίας, δηλαδή τη σύνθεση του Σένμπεργκ «Ο φεγγαρίσιος πιερότος» (1912), που δόθηκε στο δεύτερο μισό της βραδιάς. Πρόκειται για έργο-μανιφέστο του μουσικού εξπρεσιονισμού, γραμμένο για το πειραματικό περιβάλλον του βερολινέζικου καμπαρέ, απολύτως αντιπροσωπευτικό της κεντροευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας της εποχής. Στη ατονική γραφή του κυριαρχεί το «sprechgesang», συνδυασμός ομιλίας και τραγουδιού ειδικών εκφραστικών ισορροπιών.
Η Αγγελική Καθαρίου, που αναμετρήθηκε μαζί του με γενναιότητα, διαθέτει φωνή γήινη, μεστή, με φυσικό βιμπράτο και –καθ’ ότι μεσόφωνος– οξύ τόνο και αισθητά πιεσμένη εκφορά στις πιο υψηλές περιοχές. Επίσης η ερμηνευτική της ιδιοσυγκρασία είναι καταφανώς μεσογειακή. Ομως, η παγιωμένη παράδοση εκτελέσεων του «Φεγγαρίσιου πιερότου» και η «νυχτερινή» ατμόσφαιρα των ποιημάτων του Ζιρό υποβάλλουν ακριβώς τα αντίθετα: φωνή αιθέρια, άυλη, ψυχρή, με εκφορά δίχως πίεση, ερμηνεία υπνοβατικής απάθειας, αποστασιοποιημένη, δίχως αισθησιακή αμεσότητα. Επιπλέον, ζητούν ανάλαφρη, αβίαστη συμπορεία με το ορχηστρικό σύνολο, κάτι που επίσης έλειπε από την εκτέλεση που ακούσαμε, δίχως αυτό να σημαίνει ότι υπήρξαν λάθη ή ατέλειες. Τέλος, η απουσία υπέρτιτλων υπονόμευσε σοβαρά την παρακολούθηση του έργου. Από την άλλη, βέβαια, ας είμαστε ρεαλιστές: είναι σημαντικό που –έστω μία φορά στα δέκα χρόνια– έχουμε την τύχη να ακούμε ζωντανά αυτό το δύστροπο, κομβικό για τον μουσικό μοντερνισμό, αριστούργημα…
Οι ερμηνείες των έργων στο πρώτο μισό της βραδιάς υπήρξαν δίχως εξαίρεση πολύ καλές. Ο βιολιστής Ιάσων Κεραμίδης, ο βιολίστας Θανάσης Σουργκούνης και η τσελίστρια Μαρίνα Κολοβού έπαιξαν με κλινική αποστασιοποίηση, ακρίβεια και σαφήνεια το «Πρελούδιο και φούγκα στο θέμα B-A-C-H» του Αϊσλερ και το «Τρίο εγχόρδων» του Βέμπερν. Στα «Τέσσερα κομμάτια για κλαρινέτο και πιάνο» του Μπεργκ απολαύσαμε τον φίνο ήχο και την τελειοθηρική άρθρωση του κλαρινετίστα Κώστα Τζέκου, ενώ το γεμάτο εναλλαγές, ρυθμικό «Μπολερό για τσέλο και πιάνο» του Σκαλκώτα δάμασε με αθλητικό σθένος η τσελίστρια Μαρίνα Κολοβού. Τη σύντομη, τριμερή σουίτα του Αμερικανού Λου Χάρισον από τη σκηνική μουσική για το «Ο Λάζαρος γέλασε» του Ο’ Νιλ απέδωσαν μελωδικά, με παιχνιδιάρικη ελαφράδα ο φλαουτίστας Ζαχαρίας Ταρπάγκος, η τσελίστρια Μαρίνα Κολοβού και ο Στέφανος Νάσος στην τσελέστα. Ο τελευταίος συνόδευσε τους συναδέλφους του με ευαισθησία και εγρήγορση στα υπόλοιπα έργα με πιάνο (Μπεργκ, Σκαλκώτας) ενώ συμμετείχε στο σύνολο στην εκτέλεση του «Φεγγαρίσιου Πιερότου».
Και κάτι ακόμη: Φύγαμε από την αίθουσα αναλογιζόμενοι για πολλοστή φορά τι σημαίνουν και πώς λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα οι όροι «σύγχρονη» και «μοντέρνα» μουσική δημιουργία; Πόσο στέκει και τι αντιλήψεις –ή στρεβλώσεις– παγιώνει το να προτείνονται αβασάνιστα ως τέτοια έργα ηλικίας 100 ή έστω 50 ετών; Πώς παρουσιάζει κανείς το ιστορικό ρεπερτόριο του 20ού αιώνα στην Ελλάδα; Ρητορικά ερωτήματα για ουσιαστικά θέματα, που αφήνονται να χάνουν τη δυναμική τους δίχως παραλήπτη…