Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, «λαμβάνοντας υπόψη» τις ευρωεκλογές και αφού προβεί «στις κατάλληλες διαβουλεύσεις», προτείνει «στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του προέδρου της Επιτροπής»
Του Νίκου Σβέρκου
Το μόνο σίγουρο για τη διαδικασία ανάδειξης του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πως επικρατεί η απόλυτη σύγχυση. Τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας. Τα τελικά διαδικαστικά βήματα δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί ούτε στην κορυφή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενώ οι διαβουλεύσεις εντός των ευρωπαϊκών κομμάτων, κυρίως εντός του κραταιού Λαϊκού Κόμματος, είναι έντονες και αντικατοπτρίζουν ώς έναν βαθμό τους ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών-μελών.
Η διαδικασία
Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, «λαμβάνοντας υπόψη» τις ευρωεκλογές και αφού προβεί «στις κατάλληλες διαβουλεύσεις», προτείνει «στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν υποψήφιο για το αξίωμα του προέδρου της Επιτροπής», ο οποίος «εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν». Στις διαβουλεύσεις περιλαμβάνονται και οι συζητήσεις με τις ευρωομάδες, ενώ οι ειδικοί επί των ευρωπαϊκών θεσμών προβλέπουν ότι το καλοκαίρι του 2014 το Συμβούλιο θα προτείνει απλώς τον υποψήφιο του ευρωπαϊκού κόμματος που θα συγκεντρώσει τις περισσότερες έδρες στο σώμα του Ευρωκοινοβουλίου.
Σε αυτό το σκηνικό είναι προφανές ότι οι πολιτικοί που έχουν επιλεγεί από τα ευρωπαϊκά κόμματα ως υποψήφιοι για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα παίξουν ουσιαστικά τον ρόλο του «κεντρικού προσώπου» για την προεκλογική εκστρατεία. Μέχρι στιγμής μόνο οι «Σοσιαλιστές και Δημοκράτες» και το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς έχουν επιλέξει τους υποψηφίους και συγκεκριμένα τον Μάρτιν Σουλτς και τον Αλέξη Τσίπρα αντίστοιχα. Οι Φιλελεύθεροι (ALDE) θα ανακοινώσουν τον υποψήφιό τους την 1η Φεβρουαρίου, ενώ οι Πράσινοι διεξάγουν «προκριματικές» διαδικασίες, στις οποίες συμμετέχουν μεταξύ άλλων ο Ζοζέ Μποβέ, η Μόνικα Φρασόνι και η Ρεμπέκα Χαρμς. Οι ακροδεξιοί σχηματισμοί των «Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών» και της «Ελευθερίας και Δημοκρατίας» πιθανότατα να μη θέσουν υποψήφιο, αν και στους τελευταίους ο Βρετανός ευρωσκεπτικιστής Νάιτζελ Φάρατζ συγκεντρώνει τα «φώτα» της δημοσιότητας.
Το Λαϊκό Κόμμα
Το πιο ενδιαφέρον «παιχνίδι» παίζεται ωστόσο στο στρατόπεδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP), που κατέχει και τη μεγαλύτερη ομάδα στο ευρωκοινοβούλιο. Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και ηγέτιδα των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών δήλωσε πρόσφατα ότι δεν υπάρχει «αυτόματη διασύνδεση» ανάμεσα στο κόμμα που θα κερδίσει τις εκλογές και το πρόσωπο που θα αναλάβει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «ανακατεύοντας την τράπουλα» και φουντώνοντας τα σενάρια για το ποιον θα στηρίξει μετά τις ευρωεκλογές.
Το σκηνικό περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ζητούν από τη Μέρκελ να στηρίξει τον Μάρτιν Σουλτς για την προεδρία της Κομισιόν, ως προαπαιτούμενο για να συμμετάσχουν στον νέο «μεγάλο συνασπισμό». Κορυφαία στελέχη του EPP περιμένουν τη Μέρκελ «να ξεμπερδέψει με τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία», ενώ στις 13 Νοεμβρίου οι ηγέτες των κεντροδεξιών κομμάτων θα αποφασίσουν ποιος θα διαδεχτεί τον Βίλφριντ Μάρτενς στην ηγεσία του EPP και όχι ποιος θα είναι υποψήφιος για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο.
Οι αρχηγοί κρατών που πρόσκεινται στο EPP είχαν μάλιστα συνάντηση στο περιθώριο της τελευταίας συνόδου κορυφής, όπου συζητήθηκε το ζήτημα. Η Μέρκελ δήλωσε τους συνοδοιπόρους της ότι οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις θα πραγματοποιηθούν μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την απόφαση για τον ορισμό υποψηφίου τον Φεβρουάριο. Υπενθυμίζεται πάντως ότι με τη θέση του «εκλεκτού» του EPP φλερτάρουν οι Ζοζέ Μπαρόζο, Ντόναλντ Τουσκ και Βίβιαν Ρέντινγκ, με τη Γερμανίδα καγκελάριο να μην «καίγεται» να υποστηρίξει κάποιον «μετριοπαθή» για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.