Pin It

Ιδέες παλιές και νέες

 

«Η σχέση ανάμεσα σε πολιτική και οικονομία έχει αντιστραφεί. Δεν έχουμε πλέον τη δημόσια και πολιτική διακυβέρνηση της οικονομίας, αλλά την ιδιωτική και οικονομική διακυβέρνηση της πολιτικής».

 

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Ο Λουίτζι Φεραγιόλι έχει γεννηθεί στη Φλωρεντία το 1940 και είναι σήμερα καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το ακόλουθο κείμενό του δημοσιεύτηκε στην περιοδική επιθεώρηση Lo Straniero.

 

Η σχέση ανάμεσα σε πολιτική και οικονομία έχει αντιστραφεί. Δεν έχουμε πλέον τη δημόσια και πολιτική διακυβέρνηση της οικονομίας, αλλά την ιδιωτική και οικονομική διακυβέρνηση της πολιτικής.

 

Δεν είναι πλέον τα κράτη, με τις πολιτικές τους, εκείνα που ελέγχουν τις αγορές και τον κόσμο των επιχειρήσεων, επιβάλλοντάς τους κανόνες, όρια και φραγμούς, αλλά είναι οι αγορές, δηλαδή λίγες δεκάδες χιλιάδες χρηματιστές κερδοσκόποι και μερικές ιδιωτικές εταιρείες αξιολόγησης, αυτές που ελέγχουν και κυβερνούν τα κράτη.

 

Δεν είναι πλέον οι κυβερνήσεις και τα δημοκρατικά εκλεγμένα Κοινοβούλια εκείνα που ρυθμίζουν την οικονομική και κοινωνική ζωή και τη θέτουν στην υπηρεσία των γενικών δημόσιων συμφερόντων, αλλά είναι οι ανεξέλεγκτες και ανώνυμες δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου εκείνες που επιβάλλουν στα κράτη αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές πολιτικές προς όφελος των ιδιωτικών και κερδοσκοπικών τους συμφερόντων και της μεγιστοποίησης των κερδών τους.

 

Οι λόγοι αυτής της αντιστροφής είναι πολλοί και σύνθετοι. Δεν θα μιλήσω για τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις πολλές μορφές διαφθοράς και εξάρτησης από τα λόμπι μέσα από τις οποίες η οικονομία επηρεάζει την πολιτική. Αυτές οι εξαρτήσεις υπάρχουν, όπως μας δείχνει η καθημερινή ειδησεογραφία. Αλλά η αντιστροφή εξαρτάται από δύο λόγους, ο ένας από τους οποίους είναι δομικού χαρακτήρα και ο άλλος πολιτισμικού και ιδεολογικού.

 

Ο πρώτος λόγος έγκειται σε μια ασυμμετρία που έχει επέλθει στις διαστάσεις της πολιτικής και σε εκείνες της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: την ασυμμετρία ανάμεσα στον ουσιαστικά και αναπόφευκτα ακόμα τοπικό χαρακτήρα των κρατικών εξουσιών και στον παγκόσμιο χαρακτήρα των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών εξουσιών.

 

Η πολιτική είναι μέχρι τώρα αγκυροβολημένη στα σύνορα των εθνικών κρατών με μια διπλή έννοια: με την έννοια ότι οι πολιτικές εξουσίες, κυρίως στις πιο αδύναμες χώρες, ασκούνται μόνο στο εσωτερικό της κρατικής επικράτειας και με την έννοια ότι οι ορίζοντες της πολιτικής περιορίζονται με τη σειρά τους στη συναίνεση των εθνικών εκλογικών σωμάτων.

 

Αντίθετα, οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξουσίες είναι ήδη παγκόσμιες εξουσίες, οι οποίες ασκούνται πέραν των πολιτικών ελέγχων και χωρίς τα όρια και τους φραγμούς που προσφέρει το δίκαιο, το οποίο είναι ακόμα ένα δίκαιο κατά βάση κρατικό. Εχει σπάσει –ή τουλάχιστον έχει αποδυναμωθεί- ο δεσμός δημοκρατίας/λαού και εξουσιών απόφασης/νομικής ρύθμισης. Καθώς απουσιάζει μια δημόσια σφαίρα στο δικό τους ύψος, οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξουσίες αναπτύχθηκαν ως απεριόριστες, ανεξέλεγκτες και άγριες εξουσίες, ικανές να επιβάλλουν τους κανόνες τους και τα συμφέροντά τους στην πολιτική.

 

Ο δεύτερος παράγοντας της αντιστροφής των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομίας είναι ιδεολογικού χαρακτήρα. Αυτός έγκειται στην υποστήριξη που δόθηκε στο πρωτείο της οικονομίας από την ιδεολογία του οικονομικού φιλελευθερισμού, η οποία βασίζεται σε δύο ισχυρά αξιώματα: τη θεώρηση των οικονομικών εξουσιών ως θεμελιωδών ελευθεριών και των νόμων της αγοράς ως φυσικών νόμων.

 

Οι δύο ιδεολογικές αναπαραστάσεις συνδέονται μεταξύ τους: η πρώτη «επαληθεύεται» θα λέγαμε από τη δεύτερη, δηλαδή από τη θεώρηση της εμπορευματικής λογικής ως φυσικού νόμου, ο οποίος τοποθετείται πάνω από την πολιτική και από το δίκαιο σαν ένα είδος φυσικής αναγκαιότητας, και από τη θεώρηση της οικονομικής επιστήμης ως φυσικής επιστήμης, προικισμένης με την ίδια εμπειρική αντικειμενικότητα που διαθέτει και η φυσική.

 

Από δω πηγάζει και η απόρριψη ως αθέμιτης και μη ρεαλιστικής κάθε κρατικής παρέμβασης που θα απέβλεπε στο να περιορίσει την αυτονομία των οικονομικών παραγόντων και την υιοθέτηση ως επιστημονικών θέσεων ή ρεαλιστικών προτάσεων πολλών κοινοτοπιών που είναι σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικές.

 

Από δω πηγάζει και ο μετασχηματισμός της πολιτικής σε τεχνοκρατία, δηλαδή σε επιμελή εφαρμογή των νόμων της οικονομίας από μέρους «τεχνικών» κυβερνήσεων –ας μην ξεχνάμε την προειδοποίηση του Μπόμπιο για την αντίθεση και την ασυμβατότητα μεταξύ δημοκρατίας και τεχνοκρατίας-, οι οποίες αντλούν τη νομιμοποίησή τους από τις αγορές και μόνο στις αγορές (και όχι στα Κοινοβούλια, στα κόμματα, στις κοινωνικές δυνάμεις, στην κοινωνία) οφείλουν να λογοδοτούν.

 

Από δω πηγάζει κυρίως ο δεσμός ανάμεσα στην αδυναμία της πολιτικής απέναντι στην οικονομία και στην ανανεωμένη παντοδυναμία της απέναντι στα πρόσωπα και σε βάρος των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους. Οι δύο διαδικασίες, η αποδυνάμωση της πολιτικής και η καταστρατήγηση των Συνταγμάτων των δημοκρατιών μας, συνδέονται μεταξύ τους, η πρώτη ως αιτία της δεύτερης και η δεύτερη ως αναγκαία προϋπόθεση της πρώτης (…). Από αυτή την αντιστροφή της σχέσης μεταξύ οικονομίας και πολιτικής προκύπτει μια τριπλή κρίση.

 

Πρώτον, η κρίση της πολιτικής δημοκρατίας. Η πολιτική δημοκρατία γεννήθηκε και μέχρι πρόσφατα δεσμευόταν από τις αντιπροσωπευτικές μορφές των Κοινοβουλίων και των εθνικών κυβερνήσεων. Η υποτέλεια των εθνικών πολιτικών στις λεγόμενες αγορές –το γεγονός ότι οι εθνικές κυβερνήσεις οφείλουν να λογοδοτούν στις αγορές μάλλον παρά στα εκλογικά τους σώματα- έχει αφαιρέσει κάθε περιεχόμενο όχι μόνον από τον ρόλο διακυβέρνησης που έχει η πολιτική αλλά και από τον ρόλο και την ίδια τη νομιμοποίηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, στους οποίους οι αγορές επιβάλλουν αντικοινωνικές παρεμβάσεις σε βάρος της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων και προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων και της μεγιστοποίησης των κερδών τους.

 

Υπάρχει έπειτα μια δεύτερη κρίση ή μια δεύτερη όψη της κρίσης: η κρίση του δικαίου και των μορφών του κράτους δικαίου που μας κληροδοτεί η φιλελεύθερη παράδοση. Τέλος, αυτή η εξάρτηση της πολιτικής από την οικονομία σηματοδοτεί μια τρίτη όψη της κρίσης που ζούμε: την κρίση του ίδιου του σύγχρονου κράτους, νοούμενου ως δημόσιας σφαίρας που έχει σκοπό της την υπεράσπιση των δημόσιων συμφερόντων.

 

Ας μην ξεχνάμε ότι το σύγχρονο κράτος γεννιέται μαζί με τον καπιταλισμό, ως πολιτικός θεσμός διαχωρισμένος από την κοινωνία και ως δημόσια σφαίρα που διέπεται από διαφορετική λογική σε σχέση με τις οικονομικές εξουσίες, οι οποίες από τη φύση τους είναι ανίκανες να αυτορρυθμίζονται.

 

Είναι αυτή η τριπλή συστημική κρίση που πλήττει σήμερα τις δυτικές δημοκρατίες: η υποκατάσταση της πολιτικής και δημοκρατικής διακυβέρνησης της οικονομίας από την οικονομική και προφανώς μη δημοκρατική διακυβέρνηση της πολιτικής. Η παράδοξη πλευρά της είναι ο καταστροφικός χαρακτήρας της πολιτικής που επιβάλλεται από τις αγορές στις τεχνοκρατίες που αναλαμβάνουν να την εφαρμόσουν.

 

Η αγορά χωρίς κανόνες, αφού προκάλεσε την κρίση, συνεχίζει να επαναπροτείνεται ως η θεραπεία: περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση, ιδιωτικοποιήσεις, φόροι πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις, αύξηση των ανισοτήτων και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Μια θεραπεία καταστροφική και στο οικονομικό πεδίο, δεδομένου ότι επιδεινώνει τις ίδιες τις αιτίες της κρίσης, δημιουργώντας όλο και βαθύτερη και ανεξέλεγκτη ύφεση (…).

 

Scroll to top