Pin It

Με από μια ταινία που κατακτά τα ξένα φεστιβάλ ο Εκτορας Λυγίζος επέστρεψε στον Ευριπίδη

 

Της Ελενας Γαλανοπούλου

 

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» συνεχίζει απτόητη τη διαδρομή της στα κινηματογραφικά φεστιβάλ του εξωτερικού. Μόλις προχθές ανακοινώθηκε η συμμετοχή της στο 42ο του Ρότερνταμ, έχοντας ήδη διακριθεί σε Κάρλοβι Βάρι, Μόντρεαλ, Σεβίλη και, φυσικά, Θεσσαλονίκη.

 

Ο Εκτορας Λυγίζος, πάντως, που είναι εδώ και χρόνια μια από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες δημιουργικές φωνές, κυρίως χάρη στη θεατρική του δραστηριότητα, ετοιμάζεται για ακόμη μια πρεμιέρα του, απόψε, στον Κάτω Χώρο του θεάτρου του Νέου Κόσμου. Παρουσιάζει τις «Βάκχες» του Ευριπίδη συνεχίζοντας την ερευνητική δουλειά που έχει ξεκινήσει με τις προηγούμενες θεατρικές δουλειές του, που μόνο απαρατήρητες δεν πέρασαν στο πληθωρικό θεατρικό τοπίο της Αθήνας: ο «θείος Βάνιας» του πέρυσι ήταν από τους πιο ενδιαφέροντες Τσέχοφ των τελευταίων ετών.

 

«Ο τρόπος που δουλεύω στο θέατρο είναι αρχικά ίδιος, με όποιο έργο κι αν καταπιάνομαι. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως το αποτέλεσμα είναι αναγκαστικά το ίδιο. Η εκκίνησή μου είναι πάντα το σώμα του ηθοποιού. Τα τελευταία χρόνια δουλεύω πεισματικά, σχεδόν εμμονικά, το σύστημα της αφήγησης. Ξεκινάμε να αφηγούμαστε και ο θεατής σταδιακά εμπλέκεται όλο και πιο πολύ στη διαδικασία. Σαν μια μύηση στον διονυσιασμό ή τη βακχεία. Παρακολουθεί ταυτόχρονα τρεις μεμονωμένους ανθρώπους να παραδίδονται στον πειρασμό να γίνουν μια ομάδα, ένα».

 

Είχε από καιρό τις «Βάκχες» στο πίσω μέρος του μυαλού του. Κυρίως επειδή «η πάλη του σώματος με το μυαλό που πραγματεύεται, δεν είναι παρά η ουσία του ίδιου τού θεάτρου». Οι συνθήκες ωρίμασαν. Επέλεξε να διασκευάσει το έργο, εξοβελίζοντας τον χορό και εντάσσοντας τα χορικά στη βασική πλοκή, την οποία αποδίδει σχήμα τριών νέων ανδρών: ο ίδιος, ο Δημήτρης Μοθωναίος και ο Αρης Μπαλής. «Ηθελα να είναι νέοι, να έχουν όρεξη για πειραματισμό. Υπάρχει μια χημεία που θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι. Οσο για το τρεις; Είναι ένας «μαγικός» αριθμός, που παίζει μεγάλο ρόλο στη διονυσιακή λατρεία».

 

Στις πολύμηνες πρόβες οι τρεις τους προσπάθησαν να δώσουν απάντηση σε ζητήματα όπως: τι μπορεί να σημαίνει διονυσιασμός, πίστη, λατρεία και λαϊκή σοφία σήμερα. «Ευτυχώς δεν βρήκαμε οριστικές απαντήσεις. Κι αν έχουμε βρει, έγιναν θεατρικά εργαλεία, φόρμα. Αυτό που κυρίως με ιντριγκάρει είναι το να κοροϊδέψεις για λίγο το μυαλό και να αφήσεις το σώμα ελεύθερο. Εχω περάσει πάρα πολλά χρόνια με ένα σώμα σφιγμένο ή ελεγχόμενο από το μυαλό. Ο έλεγχος του σώματος είναι κατά την άποψή μου ύποπτος: είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η εξουσία για να ελέγχει τον άνθρωπο. Τα σώματά μας είναι πολύ κλειδωμένα. Η οποιαδήποτε σωματική επαφή είναι μικρή και απαγορευμένη. Υπάρχει η ανάγκη μιας άλλης επικοινωνίας με βάση αυτά που θέλει το σώμα».

 

Κι αν για την πρώτη του ταινία μελέτησε πολλές άλλες, κυρίως του Μπρεσόν και των Νταρντέν, στο θέατρο οι επιρροές του δεν είναι τόσο ξεκάθαρες: «Δεν πολυβλέπω θέατρο. Ούτε τις ξένες παραστάσεις, είτε για οικονομικούς λόγους, είτε επειδή δεν έχω χρόνο. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ πεισματικά να βρω τον δικό μου τρόπο να κάνω θέατρο. Αυτοί που με έχουν επηρεάσει περισσότερο είναι οι άνθρωποι στους οποίους έχω δουλέψει ως βοηθός, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, που διαθέτει ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης του λόγου».

 

Βρίσκει άραγε υγιές ή νοσηρό φαινόμενο την ύπαρξη πεντακοσίων και πλέον παραστάσεων στην Αθήνα σήμερα; «Σίγουρα υγιές. Είναι υπέροχη ασχολία το θέατρο. Αλλά και ένα εργαλείο για τη διαπαιδαγώγηση που βοηθά στη διαδικασία της ωρίμανσης. Ολοι μεγαλώσαμε καθισμένοι μέσα σε κλεισμένες αίθουσες διδασκαλίας. Οταν μια κοινωνία αρχίζει να ασχολείται με το θέατρο είναι καλό σημάδι: μαρτυρά την ανάγκη μας για επικοινωνία, για αλληλεγγύη, για έκφραση. Το αν αυτό είναι βιώσιμο επαγγελματικά, λίγο με αφορά. Το θέατρο είναι μια απασχόληση που με γεμίζει, γι' αυτό και έχω σταματήσει να σκέφτομαι τις απολαβές. Ετσι κι αλλιώς σήμερα, καμιά δουλειά δεν έχει απολαβές».

 

Ηδη έχει στο μυαλό του δύο ιδέες για θεατρικές παραστάσεις που θα ανεβάσει την επόμενη χρονιά: «Και να μη βρω λεφτά, θα κάνω κάτι» λέει. Αρχίζει να γράφει και την επόμενη ταινία του: «Μου άρεσε ο τρόπος που επικοινώνησα με την πρώτη. Αν και το να κάνεις σινεμά, μοιάζει σαν να προσπαθείς να κινήσεις ένα βουνό. Ακόμη και σήμερα, με τις ψηφιακές κάμερες, υπάρχουν κάποια στάδια που δεν γίνονται χωρίς λεφτά και πρέπει να πείσεις μια μεγάλη ομάδα ατόμων να ενωθεί με το δικό σου όραμα. Ισως η μεγάλη ομορφιά του σινεμά να είναι η δυσκολία του. Σαν να παλεύεις με το ακατόρθωτο…».

 

[email protected]

 

ΙΝFO: Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, τηλ. 210-9212900). Από σήμερα έως τις 10 Μαρτίου. Πέμπτη έως Σάββατο, στις 9.15. Κυριακή στις 7 μ.μ. Διάρκεια: 80 λεπτά. Τιμές 12, 8 και 5 ευρώ. Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις αρχές Μαρτίου.

 

 

Scroll to top