13/01/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εικόνες απώλειας

      Pin It

Η Ελένη Γιαννάκη, συγγραφέας, πανεπιστημιακός και μεταφράστρια του «Σημείου Ωμέγα» (Εκδόσεις «Εστία») του Ντον Ντελίλο, μας σκιαγραφεί το ιδιαίτερο αφηγηματικό σύμπαν του εικονοκλάστη Αμερικανού συγγραφέα, ενώ ο Χρίστος Κυθρεώτης μάς παρουσιάζει το εν λόγω συναρπαστικό μυθιστόρημα

 

Της Ελένης Γιαννακάκη 

 

Χαμηλών τόνων ο ίδιος, κάπως αγοραφοβικός που αντιπαθεί μέχρι οδύνης τη φωτογράφιση και μέχρι ενός σημείου περιθωριακός. Μέχρι ενός σημείου «ελληνικός» επίσης, με ψυχρή, «παρανοϊκή» ματιά και με μια σχεδόν ψυχαναγκαστική σχέση με τη γλώσσα. Ο Ντον ΝτεΛίλο, ένας απ’ τους σημαντικότερους εν ζωή Αμερικανούς συγγραφείς, γεννημένος το 1936 από Ιταλούς γονείς στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, βρίσκεται ηλικιακά στο μέσον της μεταπολεμικής γενιάς Αμερικανών συγγραφέων, ανάμεσα στον Φίλιπ Ροθ και τον Πολ Οστερ για παράδειγμα, οι οποίοι, όπως και ο ΝτεΛίλο, στερούνται μακράς εντόπιας οικογενειακής ιστορίας.

 

Ο ίδιος το θεωρεί αυτό θετικό. Μιλώντας για λογαριασμό και των άλλων δύο, υποστηρίζει: «Δεν είμαστε γηγενείς. Δεν έχουμε πίσω μας γενεές Αμερικανών. Οι ρίζες μας βρίσκονται αλλού. Κοιτάζουμε τα πράγματα απ’ έξω. Για μένα, αυτό μου φαίνεται απολύτως φυσικό». Εν τούτοις, παρά την απουσία γνήσιας αμερικανικής οικογενειακής παράδοσης, η Αμερική και ο αμερικανισμός βρίσκονται ακριβώς στην καρδιά της γραφής του (όπως και σ’ αυτήν του Φίλιπ Ροθ).

 

Ο Ντον ΝτεΛίλο εμφανίστηκε στα αμερικανικά γράμματα το 1971 με το μυθιστόρημα «Αμερικάνα» και είναι ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που τιμάται, το 1999, με το «Τζερούσαλεμ Πράιζ» (το οποίο έχει απονεμηθεί επίσης στους Μίλαν Κούντερα, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Β.Σ. Νάιπολ, Γκρέιαμ Γκριν, Σιμόν ντε Μποβουάρ και Χόρχε Λούις Μπόρχες), ενώ έχει επίσης λάβει βραβεία όπως το Πούλιτζερ, το Πεν/Φόκνερ, τον Πεν/Σολ Μπέλοου κ.ά. Παρότι πολυγραφότατος απ’ την αρχή της καριέρας του (επτά μυθιστορήματα μέχρι το 1982), ουσιαστικά γίνεται γνωστός στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως με το μυθιστόρημά του «Ονόματα».

 

Η σχέση του Ντον ΝτεΛίλο με την Ελλάδα είναι αρκετά «στενή» από πολλές απόψεις και αμφίδρομη: το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνωρίζει τον διάσημο Αμερικανό συγγραφέα κυρίως μέσα από τις μεταφράσεις του έργου του τις οποίες εκδίδει η Εστία, αλλά και λόγω του ότι το μυθιστόρημα «Ονόματα» (1982) εκτυλίσσεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην Ελλάδα.

 

Η Ελλάδα υπάρχει επίσης σε άλλα του βιβλία, όπως στο «Μάο ΙΙ» (1991) και στη συλλογή «Αγγελος Εσμεράλδα» (2011), η οποία περιλαμβάνει διηγήματα που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1979 και 2011. Αλλωστε, ο ΝτεΛίλο έζησε τρία χρόνια στην Αθήνα, στους πρόποδες του Λυκαβηττού (1979-1982) και όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, η επαφή του με την ελληνική κουλτούρα (όπως και με άλλες κουλτούρες της Μ. Ανατολής και της ΝΑ Ασίας με τις οποίες ήρθε σε επαφή ταξιδεύοντας το ίδιο διάστημα) και το ελληνικό φως επηρέασαν ακόμη και τη χρήση της γλώσσας στο μετέπειτα έργο του.

 

Τα θέματά του: Η αμερικανική ταυτότητα, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό, όπως επίσης και επικρατούσες απόψεις για την Αμερική εκτός Αμερικής. Ο παρακμιακός, επιδερμικός αμερικάνικος τρόπος ζωής και το «αμερικάνικο όνειρο». Η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η διεθνής τρομοκρατία και η σχέση της Δύσης με τον μουσουλμανικό κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, οι αναφορές στην πιθανότητα τρομοκρατικής ενέργειας χρονολογούνται από το 1991 (Μάο ΙΙ) και θεωρήθηκαν προφητικές του τρομοκρατικού πλήγματος στους Δίδυμους Πύργους το 2001. Η δύναμη της μνήμης. Η σχέση γλώσσας-πραγματικότητας. Ο κινηματογράφος και η τέχνη γενικότερα. Ο ρόλος των ΜΜΕ και η παντοδυναμία της εικόνας. Ο ρόλος της τεχνολογίας και η παρακμή των ανθρωπιστικών αξιών. Ζητήματα επιστημονικής/φιλοσοφικής φύσης όπως η αρχή και το τέλος της ανθρωπότητας. Και φυσικά –και πανηγυρικά- ο θάνατος.

 

Οι ήρωές του: Αντιηρωικοί, εσωστρεφείς, αγχωτικοί και μοναχικοί, άτομα του κλειστού χώρου. Βασανίζονται από την απουσία νοήματος, τουτέστιν μιας και μοναδικής αντικειμενικής αλήθειας ή έστω μιας μεταφυσικής ερμηνείας των πραγμάτων. Το «σύστημα» (που μπορεί να κυμαίνεται από την επίσημη πολιτική της κυβέρνησης μέχρι τα κλειστά κυκλώματα μυστικών οργανώσεων) αποτελεί βασικό άξονα των ιστοριών του: στην προσπάθειά τους να αποκωδικοποιήσουν τους μυστικούς κώδικες λειτουργίας τέτοιων συστημάτων, οι ήρωές του αποκτούν την ψευδαίσθηση του ελέγχου, της ύπαρξης κάποιας λογικής τάξης στην ανθρώπινη εμπειρία.

 

Η γλώσσα του: Συνήθως ψυχρά ακριβής, κυριολεκτική στις περιγραφές της αλλά και συχνά λυρική, παιχνιδιάρικη, μελωδική, γεμάτη τεχνάσματα και εσωτερικές συμμετρίες και αντικατοπτρισμούς.

 

Ο ίδιος δηλώνει δεινός εραστής της γλώσσας, πρόθυμος να υποταχθεί στη σημασιοδοτική της δύναμη: το μέσον γι’ αυτόν υπερτερεί του νοήματος, ο φορέας του περιεχομένου.

 

«[...] η βασική δουλειά οικοδομείται με κέντρο την πρόταση. Αυτό εννοώ όταν αποκαλώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Υπάρχει κάποιος ρυθμός που τον ακούω και με καθοδηγεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος μιας πρότασης. Και οι λέξεις τυπωμένες στην λευκή σελίδα έχουν μια ιδιότητα που προσιδιάζει στη γλυπτική. Σχηματίζουν περίεργες αντιστοιχίες. Ταιριάζουν μεταξύ τους όχι μόνο μέσω του νοήματος αλλά και μέσω του ήχου και της οπτικής παράστασης. Ο ρυθμός μιας πρότασης εξαρτάται από ένα συγκεκριμένο αριθμών συλλαβών. Αν μια συλλαβή περισσεύει, ψάχνω να βρω άλλη λέξη.»

 

Τι άλλο απ’ αυτό ακριβώς είναι η λογοτεχνία τελικά;

 

Ή, όπως το τοποθετεί ο ίδιος κάπου αλλού: «Η πεζογραφία [...] είναι ένα είδος θρησκευτικής αυτοσυγκέντρωσης (meditation) όπου η γλώσσα αποτελεί την τελική επιφοίτηση».

 

Scroll to top