ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Σάντρο Πέννα «Ο σκονισμένος ποδηλάτης, ποιήματα 1928-1976», ανθολόγηση-μετάφραση-σημείωμα Ερρίκος Σοφράς, Εκδόσεις Το Ροδακιό, σελ. 142
Tου Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
Oταν ρώτησαν κάποτε τον Νίκο Καρούζο πώς περνάει τις ελεύθερες ώρες του, εκείνος απάντησε: «Πίνοντας καφέδες και χαζεύοντας πίσω απ’ τα τζάμια των καφενείων τους καταναλωτές, που πάνε κι έρχονται στον δρόμο». Ο,τι ακριβώς θα μπορούσε να είχε απαντήσει και ο Σάντρο Πένα σε μια τέτοια ερώτηση, με τη μόνη ίσως διαφορά πως ο Ιταλός ποιητής δεν θα παρατηρούσε με τον ίδιο τρόπο, αόριστα και αδιάφορα, τους διαβάτες που θα περνούσαν από μπροστά του, αλλά θα αναζητούσε την ομορφιά και το θάλπος στα πρόσωπα, στα σώματα και στις κινήσεις των νέων αγοριών.
Γιατί – κρίνοντας από τα ποιήματά του – τίποτε άλλο δεν φαίνεται να έκανε στη ζωή του αυτός ο ποιητής: «Τι ωραίο να σ’ ακολουθώ / ω νέε που ήρεμος λικνίζεσαι / στη νυχτωμένη πόλη. / Αμα σταθείς σε μια γωνιά, μακριά / θα μείνω, μακριά / από τη γαλήνη σου». Αυτό είναι, θα έλεγε κανείς, το μοναδικό θέμα στα τετρακόσια πενήντα ποιήματά του: ο ποιητής να περιφέρεται στους δρόμους και να ατενίζει, να ποθεί, να ερωτεύεται και να πονά για έναν όμορφο νέο.
Μα και η μελέτη της βιογραφίας του επιβεβαιώνει, σε μεγάλο βαθμό, αυτήν την εικόνα. Γεννημένος στην Περούτζα το 1906 ο Σάντρο Πένα θα εγκατασταθεί στα είκοσι δύο του χρόνια στη Ρώμη και θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του, ώς τον θάνατό του το 1977, ζώντας σε μεγάλη ένδεια, δοσμένος απόλυτα στις μέρες της σχόλης και του έρωτα, μέρες που γράφεται η ποίηση, όπως καίρια αναφέρει ο ικανότατος μεταφραστής Ερρίκος Σοφράς στο σημείωμα που συνοδεύει την εξαιρετική, όπως πάντα, έκδοση από το «Ροδακιό».
Αδιαφορώντας για κάθε είδους σταδιοδρομία και επιτυχία, γυρνώντας την πλάτη του στην κατανάλωση και στην επίδειξη, θα παραμείνει σταθερός στη γραμμή που από νέος χάραξε. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο νεανικό του ημερολόγιο: «Ολόκληρα βράδια χωρίς ύπνο κι άλλα που με κυριεύει μια έντονη επιθυμία να βγω έξω, να περιπλανηθώ, για να βρω μες στην απόλυτη γαλήνη του σκοταδιού κάτι επιτέλους αληθινό – κάτι που να δώσει μια φυσική εξήγηση στο μυστήριο που με τυλίγει».
Μια απόπειρα εξήγησης του μυστηρίου της ζωής είναι η ποίηση του Σάντρο Πένα, η περιοχή της οποίας ορίζεται με ακρίβεια από συγκεκριμένους τόπους και από συγκεκριμένα πρόσωπα: σε ένα τρένο που κινείται ή στις αίθουσες αναμονής του σταθμού, το καλοκαίρι στην πυρωμένη άμμο ή σ’ ένα δασάκι θαμμένο μες στα λαϊκά σπίτια, σ’ ένα υπόγειο καπηλειό στο λιμάνι, σ’ ένα ύποπτο σινεμά, σ’ ένα συνεργείο ή στα δροσερά ουρητήρια του σταθμού και στις ζεστές λεωφόρους, ξανά και ξανά στα σοκάκια της αγαπημένης συνοικίας· αναζητώντας πάντα ένα νεαρό ναύτη, ένα κολυμβητή που βουτάει στο νερό, ένα σκονισμένο ποδηλάτη, ένα μικρό βοσκό, ένα νεαρό αγόρι: «Να ζω θα ήθελα αποκοιμισμένος / μες στο γλυκό βουητό της ζωής». Το ρίγος του έρωτα και ο πόνος του έρωτα, η στέρηση και η πληρότητα, η επιθυμία και η απελπισία, η αγάπη και η φιλία, η επιθυμία και η ερωτική συγκίνηση είναι τα θέματα της μονόχορδης, θα έλεγε κανείς, αυτής ποίησης.
Θέματα που εκφράζονται από την πρώτη στιγμή με μια γραφή η οποία χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και λιτότητα, αμεσότητα και ειλικρίνεια, δίχως συντακτικές ακροβασίες και λεξιλογικές υπερβολές, μ’ ένα ύφος απέριττο και χαμηλόφωνο, που συχνά φέρνει στον νου τα επιγράμματα των ποιητών της ελληνιστικής εποχής.
Ο Σάντρο Πένα, μόνος και σε αυτό, δεν προσχώρησε ποτέ στον ερμητισμό, το αισθητικό κίνημα που χαρακτήρισε την ιταλική ποίηση του Μεσοπολέμου και περιλαμβάνει στις γραμμές του τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής, τον Ουνγκαρέτι, τον Μοντάλε, τον Κουαζίμοντο. Δεν τον ενδιαφέρει η αλχημεία της λέξης, η πρωτότυπη εικόνα, η αφαιρετική απόδοση μιας ποιητικής ατμόσφαιρας.
Εντελώς άλλου είδους είναι η θεματική και εκφραστική τόλμη του Σάντρο Πένα, καθώς αποτυπώνει με απολύτως ρεαλιστικό τρόπο εικόνες και ήχους, περιστατικά και στιγμιότυπα μιας ζωής που κάθε ηθικολόγος θα σπεύσει να καταδικάσει, μα κάθε ανοιχτόμυαλος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να επικροτήσει και να απολαύσει. Ηθικολόγοι, λέει ο ποιητής, «ο κόσμος που σας φαίνεται από αλυσίδες / είναι όλος υφασμένος με αρμονίες βαθιές».