Δεν έβαλε απλώς τον σταρ σε μια βάρκα στη μέση της θάλασσας, δεν τον έφερε απλώς αντιμέτωπο με τη θνητότητα. Δεν του έδωσε ούτε μια λεξούλα να πει. Κι όμως, όπως μας λέει, αυτός δέχτηκε με ενθουσιασμό. «Ηθελε κάτι καινούργιο να κάνει»
Της Λήδας Γαλανού
Ο σκηνοθέτης τού «Ολα Χάθηκαν», ο άνθρωπος που τόλμησε να βάλει τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε μια βάρκα στη μέση της θάλασσας, να του αφαιρέσει τον λόγο και να τον βάλει να μας αφηγηθεί μια φιλοσοφική ιστορία για την επιλογή της ζωής ή του θανάτου, είναι στην πραγματικότητα ένας νεόκοπος σκηνοθέτης. Αλλά ιδιοφυής. Ο Τζέι Σι Τσάντορ, στα σαράντα του χρόνια, έχει κάνει δύο μεγάλου μήκους ταινίες: με την πρώτη, το «Margin Call», βρέθηκε απ’ ευθείας στις υποψηφιότητες για το Οσκαρ σεναρίου. Με τη δεύτερη, ο δρόμος για τα μεγάλα κινηματογραφικά βραβεία της χρονιάς είναι ανοιχτός.
Ξεκινώντας να γράψει το «Ολα Χάθηκαν», δεν είχε την πρόθεση να καταπιαστεί μ’ ένα τόσο μεγάλο ιδεολογικό κεφάλαιο. Αντίθετα, ήθελε να κάνει μια ταινία… δράσης. «Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80», εξηγεί, «αγαπώντας τις περιπέτειες. Για μένα αυτή η ταινία είναι ένα διαφορετικό “Die Hard”. Ενας άνθρωπος (και σ’ αυτές τις ταινίες ένας είναι ο ήρωας, οι υπόλοιποι βρίσκονται εκεί για να του προσφέρουν έδαφος να δράσει) ζει την ιστορία του σε κύκλους έξι λεπτών: δύο λεπτά όπου διαπιστώνει το πρόβλημα, δύο λεπτά όπου το αντιμετωπίζει με ένταση και ψυχαγωγική διάθεση και δύο λεπτά που το σχολιάζει με έξυπνο κυνικό διάλογο. Η δική μου ταινία απλώς αντικαθιστά το τελευταίο μέρος με σιωπή. Ο ήρωάς μου είναι ένας άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με τη θνητότητά του. Αυτό είναι το μόνο που όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη Γη έχουμε κοινό. Ολοι γνωρίζουμε, παρότι μπορεί να το αρνούμαστε, ότι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή. Ο ήρωας της ταινίας απλώς αρνείται πεισματικά να πεθάνει κι εσείς τον βλέπετε να περνά μέσα από τα 7 χαρακτηριστικά στάδια της άρνησης. Μέχρι να φτάσει σε μια αρμονία, ένα χαμόγελο, μια αποδοχή».
Πώς καταφέρνει, ωστόσο, ένας σκηνοθέτης–παραγωγός να βρει τα χρήματα για μια ταινία που απαιτεί μεγάλο κόστος παραγωγής και έχει έναν εμβληματικό σταρ για πρωταγωνιστή; Πώς πείθει τους χρηματοδότες του για μια ταινία χωρίς διάλογο και με το καστ του… ενός ατόμου; «Πρώτα αποκτάς μια οσκαρική υποψηφιότητα-έκπληξη από κει που δεν το περιμένεις. Αυτή είναι η αλήθεια. Μακάρι να μπορούσα να πω κάτι άλλο. Αυτό βοήθησε τρομερά. Πήγαμε στο Βερολίνο, ακριβώς την εβδομάδα που είχε ανακοινωθεί η υποψηφιότητά μου, οπότε η εταιρεία παραγωγής μπόρεσε να προ-πουλήσει την ταινία στο ζενίθ της δημοτικότητάς μου. Πριν με νικήσει ο Γούντι Αλεν! Είμαι πολύ πρακτικός άνθρωπος. Και η ταινία, ο τρόπος που στήθηκε η παραγωγή της, το τι ζητούσαμε σε σχέση με το τι θα μπορούσε να αποδώσει είχαν μια λογική ισορροπία, έβγαζαν νόημα. Κι έτσι μπορέσαμε να τη χρηματοδοτήσουμε. Ο πατέρας μου ήταν τραπεζίτης και η μητέρα μου καλλιτέχνις, οπότε έχω το πλεονέκτημα να συνδυάζω και τα δύο μέσα μου, πράγμα εξαιρετικά χρήσιμο για έναν σκηνοθέτη».
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ισχυρίζεται ότι δέχτηκε τον ρόλο επειδή, απλούστατα, δεν του προτείνει κανείς να παίξει στην ταινία του! Ο Τζέι Σι Τσάντορ έχει μια πιο σύνθετη ανάμνηση για το πώς τον κέρδισε. «Πήγα στο Σάντανς», θυμάται γελώντας, «είχα μόλις τελειώσει το σενάριο. Ο Ρέντφορντ μάς καλωσόρισε εκεί, ήμουν στο πίσω μέρος μιας αίθουσες με περίπου 200 νέους σκηνοθέτες. Ηταν όλοι ενθουσιασμένοι που θα τον έβλεπαν, βρισκόμαστε μέσα στο δάσος, στη μέση του πουθενά. Ερχεται ο Ρέντφορντ και το μεγάφωνο δεν ήταν στην πρίζα – μιλούσε και δεν τον άκουγα σχεδόν καθόλου και ξαφνικά παίρνει μπρος το μεγάφωνο πάνω απ’ τον ώμο μου και αυτή η φωνή που έχει, σαν βούτυρο, ακουγόταν σαν να βρισκόταν δίπλα στο αυτί μου. Μιλούσε για το “Τζερεμάια Τζόνσον”, πώς πήγε στις Κάνες και μετά το στούντιο εγκατέλειψε την ταινία. Δυο χρόνια αργότερα έπαιζε ακόμα σε μια αίθουσα και λόγω του word of mouth ξαναέβγαλαν την ταινία σε μεγάλο κύκλωμα κι αμέσως έγινε εμπορική επιτυχία. Ελεγε αυτή την υπέροχη ιστορία, απ’ την οποία εγώ άκουσα μόνο το τέλος και κάποια στιγμή το μεγάφωνο ξαναχάλασε και πάλι σταμάτησα να τον ακούω. Και σκέφτηκα, αν αφαιρέσω τη φωνή του, που είναι ένα από τα καλύτερα όπλα του, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα άλλα δώρα που έχει για να στήσει την ερμηνεία του. Και μου φάνηκε μαγική ιδέα! Τρεις βδομάδες αργότερα του έστειλα το σενάριο και τέσσερις μέρες μετά μου τηλεφώνησαν και μου ζήτησαν να πάω να τον συναντήσω. Η γυναίκα του το διάβασε πρώτη και του το έδωσε. Μπήκα στο δωμάτιο και πέντε λεπτά μετά μου είπε “ήθελα απλώς να βεβαιωθώ ότι δεν είσαι τρελός, νομίζω δεν είσαι και τόσο τρελός, οπότε ας το κάνουμε”. Μου έσφιξε το χέρι κι αυτό ήταν. Ηθελε να πιέσει τον εαυτό του να κάνει κάτι καινούργιο κι αυτό ήταν μια ταινία χωρίς διάλογο. Ηταν ό,τι χρειαζόταν για να ενδιαφερθεί».
INFO: Το «Ολα Χάθηκαν» προβάλλεται στις αίθουσες