Ιστορία που εκτυλίσσεται δυο τρεις δεκαετίες πριν από το 1900 αφηγούμαι, με πρωταγωνίστρια μια αδιαμφισβητήτως χειραφετημένη γυναίκα. Αδελφή του Λεφτεραντώνη, πατέρα του Δημητράκη, και τση προλαλάς μου τση Μπέαινας, η Λεφτερομαριά παίρνει τη ζωή στα χέρια της σε μια εξόχως συντηρητική εποχή· όπου η γυναίκα οφείλει απόλυτη υπακοή στο ισχυρό φύλο. Δεν ήθελε τον Λιουδογιάννη που την εγάπα, επειδή ήταν κοντός και ως γεωργός δεν επεδείκνυε ιδιαίτερη έφεση στην κλεψά.
Νοστιμευόταν αντιθέτως έναν λεβεντόκορμο πρωτοκλέφτη που κι εκείνος φαινόταν τσιμπημένος μαζί της. «Τα παίζανε» ένα μικρό διάστημα, κατά τα χρηστά ήθη του χωριού, ώσπου στο τέλος ο νέος πήγε να τη ζητήσει. Από την πρώτη κιόλας συνάντηση ο ο πατέρας της ξεκαθάρισε ότι της γράφει το σπίτι, δυο ποτιστικά, αμπέλι και λιοΰρι· προίκα καθόλου ευκαταφρόνητη. Οι οικογένειες συμφώνησαν, έδωσαν τα χέρια και προγραμμάτισαν την ημερομηνία της τελετής.
Από καιρού εις καιρόν όμως ο γαμπρός τής έκανε νύξεις να πείσει τον γονιό της να προσθέσει στο προικοσύμφωνο και την Ψαρή· το μοναδικό τους μουλάρι. Τα υποζύγια ήταν πολύτιμα εκείνα τα χρόνια, άκρως απαραίτητα για τη μεταφορά αγαθών στις πλακόστρωτες οδούς και τα καλντερίμια. Αξιζαν δε όσο ένα φορτηγό αυτοκίνητο σήμερα. Η Μαριά τού το ξέκοβε χωρίς να εικάζει τον ωμό εκβιασμό που θα δεχόταν ο «αφέντης» της παραμονές του μυστηρίου.
Τον πεθερό να απαιτεί και το μουλάρι ως προϋπόθεση για να μη ματαιωθεί ο γάμος άκουσε εμβρόντητος ο γερο-Λεφτεράκης, τρώγοντας και πίνοντας στο φτωχικό του. Δεν ήταν εύπορος κι είχε κι άλλες κόρες να παντρέψει. Τι να κάνει όμως; «Ο,τι πει η Μαριά μου», πρότεινε. Εκείνη συμφώνησε προς στιγμήν κερνώντας κρασί την ομήγυρη. Οι συμπέθεροι το ήπιαν στην υγειά του ζώου. «Είσαι ευχαριστημένος τώρα;» κάνει η νύφη στον μέλλοντα συμβίο της που απάντησε καταφατικά. «Τότε να φέρεις πρωί πρωί τσι παπάδες στο κατώι να σε στεφανώσουνε με την Ψαρή, γιατί εγώ δεν σε παίρνω» αποκρίθηκε σπάζοντας στο πάτωμα το ποτήρι της.
Ιδεάζομαι ότι η έκπληξη άλλαξε αυτομάτως στρατόπεδο. Τώρα κοιτούσε άφωνη η οικογένεια του γαμπρού που σιγά σιγά έκανε να φύγει. Η Λεφτερομαριά την κατευόδωσε αναποδογυρίζοντας το τραπέζι: «Σ’ τσι χίλιοι διαόλοι να πάτε και να μην ξαναπεράσει κανείς σας από ’πά». Την άλλη μέρα ρώτησε τον Λιουδογιάννη: «Αμα διώξω τον αμουρούζο μου με παντρεύγεσαι;» Εκείνος την εγάπα ακόμα και την επόμενη Κυριακή έσυρε μαζί της τον χορό του Ησαΐα. Λιακάδα σαν τη σημερινή ζέστανε την κοινή τους ζωή. Γριά πια, η Απεραθίτισσα αντάρτισσα παραπονιόταν μόνο για το ότι δεν έκανε αρσενικό παιδί.
Μετέωρος [email protected]