Pin It

Το μαγαζί της οδού Πατησίων είναι μία απο τις σταθερές αξίες της Αθήνας, τόπος όπου η κατανάλωση αλκοόλ μετουσιώνεται σε ιεροτελεστία

 

Του Δημήτρη Νανούρη

 

Το καλοκαίρι του 1957 ο Θόδωρος Παπαθεοδώρου από τον Ανθώνα Ηλείας δουλεύει μπάρμαν στο «Ξενία» των Δελφών. Ανάμεσα στους ενοίκους που σερβίρει, είναι και ένας γενειοφόρος με ευρωπαϊκό αέρα ενίοτε ευδιάθετο, άλλοτε στοχαστικό, κάποτε λάβρο και πάντα φιλικό.

 

Είναι ο Αριστομένης Προβελέγγιος, εγγονός του ποιητή, ποιητής κι ο ίδιος και ζωγράφος και διανοητής μα πάνω απ’ όλα εμβληματικός αρχιτέκτονας. Μεταξύ απεριτίφ και κοκτέιλ ο νεαρός μπάρμαν τού εξομολογείται το όνειρό του να ανοίξει ένα μαγαζί στην Αθήνα και τις οικονομικές δυσκολίες του εγχειρήματος.

 

«Προχώρα. Θα το κάνω εγώ», του είπε ο Προβελέγγιος κι έτσι έγινε. Στις 10 Μαρτίου 1958 στο ισόγειο της πολυκατοικίας Πατησίων 136 το «Αu revoir» υποδέχεται τους πρώτους πελάτες του. Ο Προβελέγγιος έχει δουλέψει σκληρά επί τρεις μήνες και δεν δέχεται να πάρει δραχμή. Ο ελλειπτικός σχεδιασμός των επίπλων, η επένδυση των τοίχων και τα φωτιστικά από ψάθα, ο ανάγλυφος πάγκος από σκυρόδεμα με τα γεωμετρικά διακοσμητικά σχέδια, όπως και η οροφογραφία, ακόμα και τα χρώματα των υφασμάτων, του ξύλου και των άλλων υλικών το καθιστούν «σημαντικό και σπάνιο δείγμα διαμόρφωσης εσωτερικού χώρου του ύστερου μοντέρνου κινήματος στην Ελλάδα», σύμφωνα με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο που ζητεί να κηρυχθεί από την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Πολιτισμού διατηρητέο. Είναι η πρώτη φορά που ένα μπαρ περνά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής.

 

Πριν απ' αυτό έχει παγιωθεί στην ιστορία της πόλης σαν μια από τις πιο σταθερές της αξίες, τις πιο ζεστές της γωνιές, σαν τόπος όπου η κατανάλωση αλκοόλ μετουσιώνεται σε ιεροτελεστία. Το «Au revoir» συγκαταλέγεται στα δυο-τρία μαγαζιά που έμαθαν την Αθήνα να πίνει. Αποτελεί ένα από τα ακατάλυτα σύμβολα της αστικής της μυθολογίας.

 

Εκτοτε λειτουργεί αδιάλειπτα με τον Θόδωρο και τον αδελφό του Λύσανδρο να ιερουργούν πίσω απ’ την μπάρα. «Ποιοι πηγαίνουν τότε;». «Ολοι» θυμούνται τα δύο αδέλφια. «Ο Χατζηχρήστος, ο Ηλιόπουλος, ο Σταυρίδης, ο Αυλωνίτης, ο Στολίγκας, η Αννα και η Μαρία Καλουτά, η Βέμπο με τον Τραϊφόρο, ο Τσιφόρος, ο Ψαθάς που γράφει και χρονογράφημα για το μπαρ, ο Φωκίων Δημητριάδης και τόσοι ακόμα».

 

Το «Au revoir» βρίσκεται στο μαλακό υπογάστριο της Φωκίωνος Νέγρη που τη δεκαετία του ’60 γνωρίζει τις μεγάλες της δόξες. Τριγύρω λειτουργούν δεκάδες θέατρα, κινηματογράφοι, κοσμικές ταβέρνες και κάθε λογής κέντρα διασκέδασης. Πολύ γρήγορα γίνεται στέκι ηθοποιών, ποιητών, συγγραφέων, ζωγράφων, μουσικών, δημοσιογράφων, διανοουμένων και της μισής Αθήνας.

 

Ο εικαστικός Γιώργος Σιούντας ανακαλύπτει το μπαρ το 1961. Νεαρός με ποδήλατο τότε, απ' τους ελάχιστους εναπομείναντες σήμερα μόνιμους και μάχιμους θαμώνες της παλιάς φρουράς. «Τι να σου πρωτοπώ Δημητράκη. Ημαστε όλοι μια παρέα. Πίναμε τα ποτά μας το μεσημέρι, πηγαίναμε για λίγη ξεκούραση και κατά τις 8 δίναμε πάλι εδώ ραντεβού πριν από τη βραδινή μας έξοδο. Επιστρέφαμε κατά τις 2 και μέχρι τις 6 το πρωί, χαμός».

 

Πίνακες του Σιούντα αποπνέουν στον χώρο την αμηχανία του στέρεου παρελθόντος απέναντι στο αβέβαιο μέλλον, προσφέροντάς του μια απροσδόκητη διέξοδο: «Κάποτε έκανα ιατρικές εξετάσεις σε έναν καθηγητή. «Ποτό ούτε μυρωδιά, τσιγάρο ούτε τζούρα», μου είπε και μου 'δωσε έναν μακρύ κατάλογο με το τι να μην τρώω. Αν τον άκουγα θα πέθαινα σε έξι μήνες από τη στενοχώρια μου. Δείχνω κι εγώ τις εξετάσεις το βράδυ στο μπαρ σε δυο φίλους μου γιατρούς, μπεκρόνια. «Πολύ σχολαστικό τον βρίσκουμε τον καθηγητή» μου λένε. «Τρώγε, κάπνιζε και πίνε ελεύθερα». Ακολούθησα τη συμβουλή τους κι είμαι μια χαρά. Κι έχουν περάσει και σαράντα χρόνια από τότε».

 

Οι ιστορίες του μπαρ δεν τελειώνουν ποτέ. Μαθητές ακόμα στα τέλη του ’70 έπειτα από κανένα σινεμαδάκι μπαίναμε στο «Au revoir» νυχοπατώντας για να δείχνουμε ψηλότεροι, χοντραίναμε τη φωνή μας επειδή ζητούσαν ταυτότητες κι όλη τη βδομάδα κάναμε φιγούρα ότι πήγαμε σε μπαρ. Ο καλός συνάδελφος και φίλος Νικόλας Ζηργάνος οργάνωσε reunion τις προάλλες με τους συμμαθητές του που κάνανε σκασιαρχείο από το 15ο και τα πίνανε στο «Au revoir». Ο Ιπποκράτης Ναυρίδης που υπογράφει τις φωτογραφίες οφείλει την ύπαρξή του στο μαγαζί αφού οι γονείς του γνωρίστηκαν πέριξ της ιστορικής μπάρας.

 

Ο Θόδωρος συνταξιοδοτείται στα μέσα του 2000 και στον «ναό» απομένει μόνος ο Λύσανδρος. Τον Σεπτέμβριο του 2009 το «Au revoir» δεν ανοίγει. Ενα πωλητήριο στην τζαμαρία αναστατώνει τους θαμώνες. Γράφονται δεκάδες άρθρα στα εγκυρότερα έντυπα ενώ το Διαδίκτυο «βράζει». Αποδεικνύεται ότι όλη η Αθήνα υπήρξε θαμώνας του μαγαζιού και αξιώνει τώρα να μην κλείσει. Η τάξη αποκαθίσταται από την επόμενη γενιά, που ακούει στο όνομα Σωτήρης Παπαθεοδώρου. Γιος του Λύσανδρου που παρέκαμψε λαμπρές σπουδές στην Αγγλία περί τα Οικονομικά για να αναλάβει το μαγαζί βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα και του θείου του.

 

Οταν πίνεις το ουισκάκι σου στου Λύσανδρου και τώρα στου Σωτήρη έχεις την αίσθηση ότι όλα αυτά και πολλά ακόμα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα μαζί με τις νότες της χαμηλής τζαζ μουσικής. Γιατί το «Au revoir» είναι πρωτίστως εργαστήρι κοινωνικών σχέσεων, ανυπέρβλητος βωμός της μέθης.

 

 

 

 

 

 

 

 

Scroll to top