Πρόκειται για μια από τις «σπουδαιότερες κυρίες» της ιταλικής Αριστεράς. Πρώην βουλευτής και ευρωβουλευτής, δημοσιογράφος, συγγραφέας, από τους ιδρυτές της «αιρετικής» εφημερίδας «Ιλ Μανιφέστο». Συναντήσαμε τη Λουτσιάνα Καστελίνα στη Ρώμη, μόλις επέστρεψε από μία ακόμη προβολή του ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που ο σκηνοθέτης Ντανιέλε Σέγκρε αφιέρωσε στη δράση της. Ηταν η πρώτη ξένη δημοσιογράφος που οδηγήθηκε στα κρατητήρια της χούντας, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967. «Η Αριστερά δεν συνέβαλε όσο θα έπρεπε στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής Ευρώπης», μας είπε η ακούραστη Λουτσιάνα, η οποία, όμως, θεωρεί πως «η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στο ότι κατάφερε να οικοδομήσει τις προτάσεις του ξεκινώντας από τη βάση της κοινωνίας».
«Η Αριστερά πρέπει να σταματήσει να ντρέπεται για την ιστορία της και να πείσει τους νέους ότι, παρά τα όποια λάθη, η πορεία της ήταν χρήσιμη, συναρπαστική, μοναδική
Στον Θεόδωρο Ανδρεάδη Συγγελάκη
• Γνωρίζεις καλά την Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια. Ποια είναι η ιδέα που έχεις σχηματίσει γύρω από την κρίση;
Υπάρχει ένα κοινό σημείο της Ιταλίας με την Ελλάδα, έστω και αν η ελληνική βιομηχανική και οικονομική δομή ήταν πάντα πολύ πιο αδύναμη. Τα προβλήματα των δυο χωρών μας δεν γεννιούνται με την κρίση, αλλά είναι οπωσδήποτε προγενέστερα. Εδώ και δεκαετίες δεν εφαρμόστηκε μια πραγματική στρατηγική ανάπτυξης. Εχουμε και οι δυο παμπάλαιες υποδομές, σχολεία και πανεπιστήμια που έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί, ενώ ποτέ δεν σχεδιάστηκε μια σοβαρή βιομηχανική πολιτική. Δεν εννοώ ότι αυτό πρέπει να λειτουργήσει ως ελαφρυντικό για τις ιθύνουσες τάξεις μας, αλλά το αντίθετο, διότι υπήρξε σοβαρό έλλειμμα στην ικανότητα να αντιμετωπιστεί το σύνολο των προβλημάτων της σύγχρονης εποχής, και από μέρους της μεσαίας αστικής τάξης.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, βέβαια, ξέρουμε ότι υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι το βασικό: ότι της επιβλήθηκε μια ασύλληπτη, εξωφρενική, «δήθεν οικονομική εξυγίανση». Ενα τεράστιο λάθος που μας απέδειξε ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ως έχει, στερείται, πλέον, νόημα. Φτάνει να θυμηθούμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε γεννηθεί ως μια κοινότητα που έπρεπε να μειώσει τις διαφορές και τις ανισορροπίες των χωρών-μελών της. Αυτό, όμως, δεν έγινε ποτέ, διότι δεν υποστηρίχθηκε η ιδέα μιας ενωμένης, όντως, κοινότητας, δεν υπήρξε ποτέ η βούληση για ουσιαστική ανακατανομή των πόρων. Μπορεί να ακουστεί περίεργο, αλλά εγώ θεωρώ ότι στην πραγματικότητα, στη σημερινή Ευρώπη, δεν υπάρχει ούτε μια ενιαία κουλτούρα ούτε μια κοινή γνώμη. Και είναι σαφές, βεβαίως, ότι δεν έχουμε κοινά συνδικάτα, κόμματα, αλλά ούτε και μια σημαντική ευρωπαϊκή τηλεόραση.
Το πρόβλημα και το λάθος είναι ότι εφαρμόζονται μόνον οι οδηγίες και οι νόμοι που αφορούν τον ανταγωνισμό με αποτέλεσμα να συνθλίβονται, να υποφέρουν οι φτωχότερες χώρες. Ολες οι πολιτικές προσαρμόζονται, πλέον, σε αυτή τη θεωρία. Το έλλειμμα της Αριστεράς είναι ότι διχάστηκε σε αντιευρωπαϊστές και ευρωπαϊστές, αλλά ελάχιστοι ασχολήθηκαν με την ουσία.
• Τι ακριβώς εννοείς;
Να φέρω ένα παράδειγμα: Οταν εγκρίθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, στην Ιταλία το Κοινοβούλιο την υπερψήφισε μέσα σε πέντε λεπτά. Οι «Δημοκρατικοί της Αριστεράς» τάχθηκαν, τότε, υπέρ και η Κομμουνιστική Επανίδρυση δήλωσε αντίθετη. Κανείς δεν θέλησε να δει το σύνολο της όλης πορείας και τις συνέπειές της. Οταν φτάσαμε στην απελευθέρωση των κεφαλαίων -η οποία θα έπρεπε να συμβαδίσει με την ενίσχυση του κοινού ευρωπαϊκού χώρου- κανείς δεν ασχολήθηκε με το θέμα. Παρά το ότι στη φάση εκείνη, είχαν σχηματιστεί και πολλές κεντροαριστερές κυβερνήσεις.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ έλεγε επίσης ότι οι δημόσιες υπηρεσίες έπρεπε σχεδόν να εξαφανιστούν, ότι καμία επιχείρηση δεν έπρεπε να χαίρει δημόσιας υποστήριξης, για να μη θιγεί ο ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς. Ξεχνώντας, όμως, ότι υπάρχουν υπηρεσίες που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, το κοινωνικό σύνολο, και πρέπει να έχουν, κατά συνέπεια, και ένα κόστος για όλους τους πολίτες. Δεν υπήρξαν, τότε, οι πρέπουσες, σκληρές αντιδράσεις από μέρους όλης της Αριστεράς.
Και όχι μόνο: όταν ετέθησαν τα δεσμευτικά κριτήρια για τις διάφορες χώρες, ο Ζακ Ντελόρ, που δεν ήταν σίγουρα κανένας επαναστάτης, πρότεινε να συμπεριληφθεί, ως βασικό σημείο αναφοράς, και το ποσοστό απασχόλησης. Ηταν κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό, διότι θα μπορούσε να έχει αλλάξει τον συνολικό προσανατολισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Δεξιά δήλωσε αμέσως αντίθετη, αλλά και η Αριστερά δεν έδωσε τη μάχη που θα έπρεπε. Χρειαζόταν, ίσως, λιγότερη ιδεολογία και περισσότερο ενδιαφέρον.
• Και τώρα τι μπορεί να γίνει, ποια κατεύθυνση μπορούν να ακολουθήσουν οι προοδευτικές δυνάμεις;
Νομίζω ότι δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα της προπαγάνδας. Η Αριστερά πρέπει να οικοδομήσει τέτοιες συμμαχίες και ισορροπίες δυνάμεων, που να δίνουν όσο γίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στον λόγο της. Στο θέμα αυτό, περνάμε μια δύσκολη φάση, με μόνη εξαίρεση, ίσως, την Ελλάδα. Στις άλλες χώρες, κατά κανόνα, ή συναντάμε κινήματα διαμαρτυρίας που λένε «δεν με αντιπροσωπεύει κανείς και δεν θέλω κανέναν που να επιχειρήσει να με αντιπροσωπεύσει». Μια αγανάκτηση που μπορώ να την κατανοήσω, αλλά η οποία, τελικά, δεν οδηγεί πουθενά. Και από την άλλη μεριά, έχουμε κόμματα που δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τα σύστημα και τα οποία δεν προσπαθούν, πλέον, να εκπροσωπήσουν την κοινωνία, τους ανέργους και τους εργαζομένους της.
• Πώς κρίνεις, λοιπόν, την «εξαίρεση» της Ελλάδας;
Ως κάτι το αναμφισβήτητα πολύ θετικό, κυρίως διότι η Αριστερά, με τον ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να ξεπεράσει τον παραδοσιακό εσωτερικό διχασμό της, ο οποίος ήταν πραγματικά παροιμιώδης. Εγινε σχεδόν ένα θαύμα, υπερίσχυσε το ενωτικό στοιχείο. Μπορεί και να λαθεύω, αλλά νομίζω ότι η αιτία της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο ότι αντί για την προπαγάνδα, δόθηκε βάρος στην προσπάθεια να οικοδομηθούν προτάσεις από τη βάση της κοινωνίας. Είδαμε τμήματα μιας εναλλακτικής κοινωνίας, ανθρώπους που πιστεύουν στην αλληλεγγύη και προσπαθούν να φτιάξουν προτάσεις ξεκινώντας από την καθημερινότητα, να δίνουν τη συμβολή τους. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα κόμματα είναι τεράστια, σε όλη την Ευρώπη, και αν δεν υιοθετήσουμε αυτό το παράδειγμα, με μια σοβαρή προσπάθεια να δώσουμε απαντήσεις σε πραγματικά και άμεσα προβλήματα και ανάγκες, ο κόσμος δεν πρόκειται, πλέον, να μας πιστέψει. Νομίζω ότι στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ τα καταφέρνει, ότι έχει βάλει σημαντικές βάσεις για να δημιουργηθεί μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με την πολιτική. Τα προβλήματα είναι τεράστια, αλλά το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δουλέψουμε, ακριβώς, μαζί με τους πολίτες, για να κλείσει το χάσμα που έχει δημιουργηθεί.
• Παρ’ όλα αυτά τα λάθη, συνεχίζεις να πιστεύεις στην Ευρώπη, και αν ναι, για ποιο λόγο;
Ναι, για έναν λόγο, κυρίως. Είμαστε αντιμέτωποι με την παγκοσμιοποίηση, η οποία δεν ελέγχεται αποτελεσματικά, σε αυτή τη φάση, από κανένα δημοκρατικό θεσμό. Τα εθνικά Κοινοβούλια δεν καταφέρνουν να καθοδηγήσουν ή να μπλοκάρουν τις σημαντικότερες αποφάσεις, διότι αφορούν τεράστιες υποθέσεις, που ξεπερνούν κάθε σύνορο. Το θέμα, λοιπόν, είναι να καταφέρουμε να ξαναπετύχουμε, με κάποιο τρόπο, την υπεροχή της πολιτικής επί της αγοράς. Είναι αδύνατον να επιστρέψουμε μόνον στο κράτος-έθνος, είναι αδιανόητο.
Η μόνη δυνατότητα που έχουμε, είναι να ενισχυθεί ο δημοκρατικός έλεγχος επί κάποιων μεγάλων, περιφερειακών συνόλων, όπως είναι η Ευρώπη, η Ασία, η Λατινική Αμερική και ούτω καθεξής, να ξαναχτίσουμε μια πραγματική δημοκρατική αντιπροσώπευση. Και αυτό σημαίνει, βεβαίως, ότι πρέπει να αλλάξουμε εντελώς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το 1957, η Κοινή Αγορά μπορεί να ήταν και μια καλή και πετυχημένη ιδέα. Σήμερα, όμως, με τις παγκοσμιοποιημένες αγορές, είναι σαφές πως κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα. Η νέα αποστολή της Ευρώπης είναι να μπορέσει να ξεχωρίσει χάρη στο κοινωνικό και πολιτικό της μοντέλο. Για παράδειγμα, χάρη στην ιστορική δύναμη του εργατικού της κινήματος, χάρη στη δημόσια παιδεία και υγεία της. Η απάντηση που πρέπει να δώσει η Ευρώπη, είναι η εξής: Θέλει να παίξει κάποιο ρόλο; Αν ναι, δεν μπορεί να απορρίπτει και να σβήνει τη σημαντική αυτή παράδοσή της. Αλλιώς στερείται νόημα η ίδια της η ύπαρξη.
• Τι μας ενώνει, τελικά, ποια είναι τα βασικά στοιχεία που μπορεί κάποιος να προσπαθήσει να διακρίνει;
Νομίζω ότι αν ψάξουμε, μπορούμε να βρούμε δύο κύρια στοιχεία: τη γαστρονομία και το εργατικό κίνημα. Η πρώτη, διότι όλοι μας έχουμε διαφορετικές και πάμπολλες συνταγές, αλλά με ένα ενωτικό στοιχείο: το ότι στους Ευρωπαίους αρέσει η ποικιλότητα, η διαφορετικότητα αυτή. Για μας το φαγητό είναι και πολιτισμός, έχουμε εκατό είδη τυριού, διότι δεν μας ενδιαφέρει να βρούμε ένα και μόνο οικονομικό τυρί. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τα συνδικάτα μας, τα οποία δεν ήταν «πωλητές εργατικής δύναμης», με μοναδικό ή κύριο βάρος τον καθορισμό των αμοιβών. Στην Ευρώπη μας, το συνδικαλιστικό κίνημα είχε πάντα και έναν ηθικό και ιδεολογικό ρόλο, με μεγάλη έμφαση στην αλληλεγγύη. Kαι η Αριστερά, που ήταν μέρος του κινήματος αυτού, πρέπει να σταματήσει να ντρέπεται για την ιστορία της και να πείσει τους νέους ότι- παρά τα όποια λάθη- η πορεία της ήταν χρήσιμη, συναρπαστική, μοναδική.