11/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Το κουρδιστό πορτοκάλι», θέατρο «Αποθήκη»

Ο ναρκισσισμός του Κακού σαν μπαλάντα καταραμένου ποιητή

      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Η εύκολη μεταφορά από τον Γιάννη Κακλέα στο σήμερα της παραβολής του Κιούμπρικ δίνει την ευκαιρία στον Αρη Σερβετάλη να κάνει τη σημαντικότερη ίσως μέχρι τώρα ερμηνεία του. Το όλον, όμως, θυμίζει με τον διδακτισμό του θέατρο για αντιδραστικούς εφήβους

 

Το εμπορικό θέατρο –και «Το κουρδιστό πορτοκάλι» στην «Αποθήκη» μια τέτοια απόπειρα είναι, σοβαρού, εμπορικού θεάτρου–ενδύεται τον αντίλαλο της πόλης και τον μεταφέρει στα κλισέ του. Η συνταγή είναι άλλωστε δοκιμασμένη. Η επίκληση μιας παλιάς επιτυχίας, θεατρικής, κινηματογραφικής ή λογοτεχνικής, σε νέα επεξεργασία και διασκευή, με μεταφορά στα καθ’ ημάς, κάμποση εσάνς επικαιρότητας και μπόλικους πολιτικούς υπαινιγμούς. Ελκύει πολλούς αυτό. Και τους πείθει πως συμμετέχουν από κοινού σε μια συζήτηση για την κρίση.

 

Ο Γιάννης Κακλέας επιστρέφει στην τυπική για τον ίδιο νομαδική περιφορά του στα μεγάλα θέατρα της πόλης, αγωνιζόμενος να διατηρήσει την καλλιτεχνική και ιδεολογική του ταυτότητα. Μετά την υπερ-προσπάθειά του στο φετινό Φεστιβάλ –24ωρη σφραγίδα στο θέατρο της πόλης- σκηνοθετεί τώρα ένα ήδη σκηνοθετημένο έργο, μια έτοιμη επιτυχία, με κύριο στοίχημα αν θα μπορέσει να κουρδίσει ξανά το παλιό πορτοκάλι.

 

Την ταινία έτσι κι αλλιώς τη γνωρίζουμε όλοι – πώς άλλωστε; Πρόκειται για την κινηματογραφική περιπλάνηση του Κιούμπρικ στα απόκρυφα της αμερικανικής αστικής τάξης, που έντρομη έβλεπε να απλώνεται στα όνειρά της, δεκαετίες του ’60 και του ’70, από τη μια το φάντασμα μιας νεολαίας, καλοβαλμένης και χορτασμένης, που ήθελε να στήσει «μια όαση τρόμου σε έρημο ανίας», και από την άλλη ένα ολοένα και πιο περίπλοκο σύστημα εξουσίας.

 

Μιλώ για όνειρα, γιατί κατά τη γνώμη μου αυτό που πέτυχε ο Κιούμπρικ, ίσως πριν από τον ίδιο τον συγγραφέα και εμπνευστή του «Πορτοκαλιού», τον Βρετανό Αντονι Μπέρτζες, είναι να δημιουργήσει ένα κατά βάθος υπερρεαλιστικό όνειρο, με τα υλικά της φοβίας και του άγχους της μεταπολεμικής Αμερικής. Η κοινοτοπία του Κακού καταλήγει εδώ στον νέο, δανδή, Αλεξ, αρχηγό της συμμορίας, διανοούμενο της υπερ-βίας, ακάλυπτο από κάθε επιδερμική ερμηνεία της συμπεριφοράς.

 

Μιλάμε πια για έναν ναρκισσισμό του Κακού, για τη φαινομενολογία και την οντολογία του. Νέοι σαν τον Αλεξ τριγυρνούν στη Βρετανία και την Αμερική του ’60 και του ’70 κουβαλώντας –στα μάτια των αστών και πίσω από τα ματάκια της διπλαμπαρωμένης εξώπορτάς τους– μια βία που μοιάζει με Νέμεση και Ερινύα, όπως στέκει άλογη, αήθης και ανερμήνευτη. Βία επικίνδυνη όσο και δισδιάστατη: Διόλου τυχαία, στον τύπο του Αλεξ κρύβεται ο Τζόκερ από το σκοτεινό σύμπαν του Μπάντμαν.

 

Ο Μπέρτζες δεν ήταν βέβαια ο πρώτος. Είχε προηγηθεί μια γενιά συγγραφέων που εμπνέονταν από την οργή, την επαναστατικότητα και τη συνείδηση της νεολαίας. Με το «Κουρδιστό πορτοκάλι» όμως ο Μπέρτζες μπόρεσε να απλώσει τα πράγματα. Η βία γι’ αυτόν υπάρχει στις δομές της κοινωνίας και μεταφέρεται, άλλοτε από το σύστημα στο άτομο, άλλοτε από το άτομο στο σύστημα. Με έναν κάπως διδακτικό τρόπο –ο ίδιος το ήξερε- περιγράφει ένα Κακό που ελαύνει από το άτομο προς την πόλη, και πάλι πίσω. Το ζήτημα τελικά δεν είναι αν υπάρχει το Κακό – γιατί το Κακό υπάρχει τουλάχιστον ως ηθική και κοινωνική συνιστώσα. Αλλά γιατί το επιλέγουμε σαν κύρια υπαρξιακή συνιστώσα των πράξεών μας.

 

Είναι όμως όλα αυτά πια τόσο γνωστά και ξεχειλωμένα… Το «Κουρδιστό πορτοκάλι» ανήκει στις παραβολές μιας γενιάς και στο υποθηκοφυλακείο της. Η εύκολη μεταφορά αυτή της παραβολής στο σήμερα και το τώρα ίσως είναι το δυνατό σημείο μιας εμπορικής πρότασης, είναι όμως κι αυτό που θα φοβόταν εξαρχής κάθε καλλιτέχνης.

 

Ο Κακλέας ανακαλύπτει γι’ αυτό μια ενδιαφέρουσα νέα πτυχή του νοήματος, όχι στο σενάριο του Κιούμπρικ, αλλά στο μεταγενέστερο έργο του ίδιου του Μπέρτζες (την απάντηση, όπως πίστευε, στην παρερμηνεία της νουβέλας του από τον Αμερικανό παραγωγό). Μια πτυχή κυρίως θεατρική: Για τον Κακλέα η βία έχει τη δική της θεατρικότητα, τη δική της, αν θέλετε, «ευρυθμία». Δεν ερμηνεύεται – με κάποιον όμως τρόπο νιώθεται.

 

Είναι αποπλάνηση της νύχτας, διεστραμμένη παρέμβαση στην αφόρητη νοικοκυροσύνη και ευπρέπεια των αστών. Κρύβει γι’ αυτό την μπαλάντα ενός καταραμένου ποιητή, τον χορό ενός αντι-ήρωα, που διαλέγει να εκτονωθεί πριν από όλα σωματικά.

 

Και να αντιδράσει. Γιατί στην κινησιολογία του ήρωα, ο Κακλέας αντιπαραβάλλει τη μαριονετίστικη κίνηση που επιβάλλει το σύστημα. Σε αυτή τη γραμμή, ο Αρης Σερβετάλης δίνει τη σημαντικότερη ίσως μέχρι τώρα ερμηνεία του στο θέατρό μας. Ο Αλεξ του Σερβετάλη είναι ένας ναρκισσευόμενος νέος, που εκτρέπεται στον φασισμό με οίστρο και σατανική ενέργεια: με δυο λέξεις, έχει μέσα του δυνάμεις άκαρπες, που γυρνούν και τρώνε τη ρίζα.

 

Μέχρι εδώ όλα βαίνουν καλώς, και θα ξεπερνούσα για χάρη τους ακόμα και τον ενοχλητικό πρωταγωνισμό της «Αποθήκης» -σύμπτωμα εμπορικού θεάτρου που μου προκαλεί αλλεργία. Ωστόσο οι άλλοι ηθοποιοί μένουν εμφανώς πίσω από τον πρωταγωνιστή – και η γνωστή πια εξπρεσιονιστική υφολογία του Κακλέα τούς οδηγεί σε βραχνιάσματα και καμώματα κακών παιδιών. Τα πράγματα γίνονται γενικά χειρότερα καθώς το έργο απλώνεται πέρα από το κεντρικό του πρόσωπο: συμβάλλει σε αυτό και η θεατρική μεταφορά, που δημιουργεί ασάφεια, αφήνει κενά και κάνει κάποτε τα πράγματα να μοιάζουν αφελή. Το όλον θυμίζει κάποτε με τον διδακτισμό του θέατρο για αντιδραστικούς εφήβους.

 

Ο μόνιμος συνεργάτης του Κακλέα, ο σκηνογράφος Μανώλης Παντελιδάκης, αυτή τη φορά έστησε ένα επιβλητικό εξπρεσιονιστικό σκηνικό, σαν πελώριο ανεμιστήρα. Δίνει την εντύπωση του κινητήρα που κινεί υπογείως και κρυφίως τον κόσμο. Τα βίντεο στους γύρω τοίχους προβάλλουν την εγκεφαλική μέθεξη της βίας, το βλέμμα μας πάνω στις σκιές της.

 

Τυπική περίπτωση παράστασης που θα διεκδικήσει την προσέλευση του κοινού, και πιθανώς τα βραβεία του.

 

 

 

 

 

Scroll to top