Pin It

Το νέο βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι είναι ένα βαλκανικό νουάρ

 

Αυτός είναι ο ήρωας της «Τελευταίας σελίδας»! Πριν διαβάσετε το μυθιστόρημα και λύσετε τις απορίες σας, ιδού πώς το παρουσίασε, σε ένα μικρό διάλειμμα από τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, ο πιο γνωστός Αλβανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και διανοούμενος της χώρας μας. Θέμα του, φυσικά, πάλι και πάντα, η ταυτότητα

 

Της Παρής Σπίνου

 

Κάποτε, ένας Ελληνας μετανάστης στην Αμερική είχε πει στον Γκαζμέντ Καπλάνι: «Αν τα καταφέρεις στην Ελλάδα, σημαίνει ότι θα τα καταφέρεις παντού». Φαίνεται πως είχε δίκιο. O αλβανικής καταγωγής συγγραφέας είναι ένα φαινόμενο success story α λα… βαλκανικά. Εχοντας ζήσει 24 χρόνια στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, ήρθε το 1992 στη χώρα μας με τα πόδια, κυνηγημένος από πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. Συνελήφθη και στο παρά πέντε γλίτωσε την απέλαση. Εδώ, αρχικά δούλεψε χτίστης, λαντζέρης και περιπτεράς, ωστόσο αυτός ο «φτωχοδιάβολος», ο «ξένος», κατάφερε με το πείσμα και τις ικανότητές του να αναγνωριστεί ως μια προσωπικότητα της ελληνικής κοινωνίας.

 

Εμαθε τα ελληνικά καλύτερα κι από τη μητρική του γλώσσα, αρθρογράφησε σε μεγάλες εφημερίδες, έκανε ένα μαχητικό μπλογκ για θέματα που αφορούν τη μετανάστευση και έγραψε το πρώτο του βιβλίο στα ελληνικά, το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων». Καθιερωμένος πλέον συγγραφέας και πανεπιστημιακός, διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο, αφού σπούδασε στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Τώρα ο Γκάζι, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, …γκάζωσε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Σε ένα μικρό διάλειμμα από τις σπουδές του, ο 46χρονος συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Η τελευταία σελίδα» (εκδ. Λιβάνη) και η υποδοχή ήταν θερμή. Ενα πολυάριθμο κοινό από Ελληνες και Αλβανούς συγχρωτίστηκε και στάθηκε ακόμα και όρθιο επί μιάμιση ώρα για να τον ακούσει, την Τετάρτη το βράδυ, στο Booze.

 

«Η αίσθηση ότι γεννήθηκες ή έζησες σε λάθος χώρα», η φράση που τον χαρακτηρίζει, ανοίγει το φρεσκοτυπωμένο, τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά του, το καλύτερο όπως λένε. Τα προσωπικά βιώματα, η σκληρή γλώσσα, το γλυκόπικρο χιούμορ, με το οποίο θίγει ζητήματα όπως η ξενοφοβία και ο εθνικισμός, κυριαρχούν και πάλι. Ομως κάνει κι ένα βήμα προς το νουάρ. «Βαλκανικό μυθιστόρημα δρόμου» το χαρακτήρισε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψυχογιός στην εκδήλωση – και όχι άδικα. Στην «Τελευταία σελίδα», ο ήρωας επιστρέφει από την Αθήνα στα Τίρανα για να παραλάβει τη σορό του πατέρα του, ο οποίος πέθανε από έμφραγμα στη Σανγκάη. Εκεί, στο πατρικό του, ανακαλύπτει ένα χειρόγραφο του πατέρα, απ' το οποίο μαθαίνει την ιστορία της οικογένειάς του, που εκδιώχτηκε από τους ναζί και από τη Θεσσαλονίκη κατέφυγε στην κομμουνιστική Αλβανία. Ο πατέρας του έζησε σαν «κρυπτοεβραίος». Πώς όμως βρέθηκε στην Κίνα;

 

Το θέμα της ταυτότητας απασχολεί και εδώ τον συγγραφέα. «Συνεχώς παλεύει με την ταυτότητα, την ετερότητα, τη διαφορά που καθιστά κάποιον ξένο. Εθνική, γλωσσική, θρησκευτική», τόνισε η Θάλεια Δραγώνα, καθηγήτρια κοινωνικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο δε Αντώνης Καφετζόπουλος περιέγραψε πώς οι εμπειρίες του συγγραφέα γίνονται μυθιστόρημα, ενώ κάποιες από αυτές ενσωματώθηκαν και στην ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος».

 

Ο Καπλάνι πάντως θεωρεί ακόμα και σήμερα τον εαυτό του «αρχάριο λογοτέχνη» και θέλει να παραμείνει έτσι, ενώ του αρέσει να αφηγείται δύσκολες ιστορίες με εύκολο τρόπο. Από νεαρός, όταν έγραφε ποιήματα στην αλβανική γλώσσα, μέχρι σήμερα δεν ησυχάζει: «Εχω 25 σχέδια βιβλίων, από τα οποία τα 24 πεθαίνουν. Η γραφή είναι ένα άγνωστο ταξίδι, γεμάτο εκπλήξεις. Αλλού ξεκινάει και καταλήγει αλλού», τόνισε.

 

Παραδέχτηκε ότι έχει έμμονες ιδέες: «Τα κλισέ μου είναι τα σύνορα και τα Βαλκάνια. Οταν με ρωτούν στην Αμερική πώς αυτοπροσδιορίζομαι, λέω πως είμαι Βαλκάνιος λογοτέχνης. Εχω μια σχέση έλξης και απώθησης με τα Βαλκάνια. Με γοητεύει η ρευστότητά τους, η ασυνέχειά τους. Είμαστε μια περιπλανώμενη μάζα ανθρώπων, που προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας για τη μονιμότητα. Είμαστε ένας καθρέφτης που δείχνει σε υπερμεγέθυνση τα πάθη της Ευρώπης. Είμαστε η αιώνια συνέχεια της ασυνέχειας».

 

Πώς επιβιώνει, όμως, στην κατάσταση ρευστότητας; Ευτυχώς που υπάρχει η συγγραφή και ψυχαναλύεται. «Οι άνθρωποι της πρώτης γενιάς μεταναστών ζουν σε δύο χώρες, έχουν τον διχασμό. Θα ήθελαν να είναι εκεί που δεν είναι. Εγώ έχω κάνει την επιλογή μου και αυτό είναι πηγή ελευθερίας και ενοχής. Γιατί ο μετανάστης δεν ενδιαφέρεται από πού έρχεται, αλλά πού πηγαίνει. Προσπαθώ να ζήσω τις πολλαπλές ταυτότητές μου κι εκεί υπάρχουν οι εμπειρίες και οι αξίες που υπερασπίζομαι στη ζωή».

 

Ο Καπλάνι έχει πολλούς φίλους, θαυμαστές, υποστηρικτές. Δεν είναι λίγες όμως οι φορές που ήρθε αντιμέτωπος με τον ρατσισμό, όπως και με την καχυποψία των «αντιρατσιστών», που φθονούν αυτούς που καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα «υπόγεια». Ακόμα παλεύει για να πάρει την ελληνική υπηκοότητα, αν και ζει στη χώρα μας 21 χρόνια και πληρώνει φόρους. Κι από την άλλη, σκοντάφτει στην κακεντρέχεια των Αλβανών, που αρνούνται να κυκλοφορήσουν στην πατρίδα του τα βιβλία του, τα οποία ήδη μεταφράζονται σε αρκετές γλώσσες.

 

[email protected]

 

 

 

 

 

 

 

 

Scroll to top