12/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Φωτογραφίζει και σχολιάζει ο Τάσος Κωστόπουλος

1, 2, 3… 40 «Πολυτεχνεία»

      Pin It

Φωτογραφίζει και σχολιάζει ο Τάσος Κωστόπουλος

 

 

 

 

get54656Fileget554455File

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναδιφώντας τέσσερις δεκαετίες επετειακών εορτασμών της αντιδικτατορικής εξέγερσης του 1973, ένας προσεκτικός παρατηρητής δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την αντοχή της συλλογικής μνήμης που οικοδομήθηκε γύρω από την ιστορική εκείνη στιγμή, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε ουσιαστικά η μεταπολιτευτική Ελληνική Δημοκρατία. Επέτειος που επιβλήθηκε «από τα κάτω» για να μετατραπεί σε επίσημο κρατικό θεσμό μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, το «Πολυτεχνείο» φάνηκε προς στιγμήν να μας αφήνει χρόνους εκεί γύρω στο 1989-90, όταν επήλθε το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης –με το γενικευμένο αίτημα για περισσότερες ελευθερίες και κοινωνική δικαιοσύνη να παραχωρεί τη θέση του στο ελληνοπρεπές μίγμα εθνικισμού και γκλαμουριάς που μας έφερε από τα μακεδονικά συλλαλητήρια στο μνημόνιο μέσω Ολυμπιάδας. Ο μουσειακός χαρακτήρας του επίσημου εορτασμού προκαλούσε ήδη από το 1987 τις αντιδράσεις όσων διαπίστωναν την αντίφαση λόγων και έργων μιας πολιτικής ηγεσίας που αντλούσε τη νομιμοποίησή της από τη συμμετοχή κάποιων μελών της στην αντιδικτατορική εξέγερση (1, 3). Η «εθνική συμφιλίωση» του 1985 με κατάθεση στεφάνου από την ΕΛ.ΑΣ., δυο χρόνια αργότερα σχολιαζόταν ειρωνικά από τους φοιτητές που είχαν δοκιμάσει στα κεφάλια τους τα ρόπαλα των ΜΑΤ (2). Μετά το 1991 η επετειακή πορεία αποψιλώνεται, κάνοντας πολλούς να προεξοφλήσουν (και κάποιους άλλους να εισηγηθούν ή και ν’ απαιτήσουν) τον οριστικό τερματισμό αυτού του «αναχρονιστικού υπολείμματος» μιας άλλης εποχής.   Η πραγματικότητα διέψευσε τελείως αυτές τις εκτιμήσεις. Από το 1995 και μετά η πορεία της 17ης Νοέμβρη μαζικοποιείται ξανά, προσελκύοντας μια νέα γενιά που δεν πρόλαβε να ζήσει τον θεσμικό εκφυλισμό των προηγούμενων χρόνων. Το δίκιο της αντίστασης σε μια εγχώρια αυταρχική εξουσία εξακολουθούσε, βλέπεις, να συγκινεί όλους όσοι ένιωθαν χαμένοι μέσα στη διατεταγμένη ευφορία της «ισχυρής Ελλάδας» του ευρώ, της ολυμπιακής χλιδής, των «απασχολήσιμων» και των stage, με την επίκληση του 1973 να λειτουργεί ως πολιτική νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων του παρόντος (4, 6). Αυτή η ανασημασιοδότηση εξηγεί και τη ριζική αλλαγή της σύνθεσης των διαδηλωτών μέσα στην τελευταία εικοσαετία, με την αύξηση του ειδικού βάρους των αντιεξουσιαστών και τη σταδιακή εξαφάνιση του μπλοκ του ΠΑΣΟΚ, την περιφρούρηση του οποίου ανέλαβαν κάποια στιγμή ροπαλοφόροι «φουσκωτοί» με συνθήματα ναζιστικής έμπνευσης («η γη θα τρέμει, ο ήλιος ανατέλλει»).   Εντός των τειχών, οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος κάθε άλλο παρά έχουν, φυσικά, εξαλειφθεί. Εν έτει 2004 η ΚΝΕ ανακαλύπτει την προβοκατορολογία της «Πανσπουδαστικής Νο. 8» ως επιχείρημα κατά των «αναρχοαυτόνομων» (5), που το 2008 την πληρώνουν με το ίδιο -εξίσου ιστορικά ανακριβές- νόμισμα (7). Ακόμη πιο κάθετος είναι, το 2004, ο διαχωρισμός από τους πάλαι ποτέ αγωνιστές που προσχώρησαν στις «αντιτρομοκρατικές» εκπτώσεις των δημοκρατικών ελευθεριών (8). Σαράντα χρόνια μετά το μακελειό του 1973, ο επετειακός εορτασμός διαθέτει άλλωστε τους δικούς του πεσόντες, ως αυτοτελείς αναφορές και απαρχή καινούργιων νοηματοδοτήσεων (9).

Scroll to top