Κηδεύτηκε στο χωριό του, το Κράσι, ο κορυφαίος των ελληνικών γραμμάτων, ο άνθρωπος που συμπύκνωνε την αρχοντιά της Κρήτης που φεύγει και της Ελλάδας που χάνεται
Του Παναγιώτη Γεωργουδή
Σε λαϊκό προσκύνημα πνευματικών ανθρώπων από όλη την Ελλάδα αλλά και των Ηρακλειωτών που εκτιμούσαν βαθύτατα το έργο του και τη βαθιά του ανιδιοτέλεια εξελίχθηκε χθες η κηδεία του κορυφαίου ανθρώπου των ελληνικών γραμμάτων, Στυλιανού Αλεξίου, στον ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο. Η ταφή του έγινε στο χωριό καταγωγής του, Κράσι, το οποίο υπήρξε πνευματικό στέκι του Καζαντζάκη, του Σικελιανού, του Βάρναλη και της οικογένειας Αλεξίου.
Ανθρωπος καθολικής παιδείας με πνευματική οικουμενικότητα, που γνώριζε σε βάθος διαφορετικά γνωστικά επιστημονικά αντικείμενα, αλλά κυρίως συνδύαζε την υψηλή πνευματικότητα με το Ηρακλείτιον ήθος και έβρισκε χίλιους τρόπους να φτάνει στην πηγή της πραγματικής δημιουργίας κατασκευάζοντας τις πρέπουσες άμυνες τόσο από την περιρρέουσα μετριότητα και κοινοτοπία όσο και από τις κακίες του πανεπιστημιακού χώρου. Ταυτόχρονα με την αρχοντική στάση ζωής του βοηθούσε με πάθος τους νέους επιστήμονες και δημιουργούς διότι είχε ενσωματώσει την προσφορά στον καθημερινό τρόπο ζωής του. Ενα βαθύ αποστάλλαγμα σοφίας, ευαισθησίας και κριτικής βυθοσκόπησης των πραγμάτων και των ανθρώπων ήταν όλη η ζωή του.
Πάθος εφήβου
Ο Στυλιανός Αλεξίου έφυγε στα 92 του χρόνια, αφήνοντας ένα πολυσήμαντο έργο, ένα ίχνος αθανασίας που μεταφέρει πτυχές του μέλλοντος στο παρόν, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί. Το έργο του εδώ και χρόνια έχει κάνει επανεκδόσεις στο εξωτερικό και ο ίδιος είχε καταξιωθεί νωρίς ως πνευματικός άνθρωπος διεθνών διαστάσεων. Είχε πλήρη συνείδηση της οικουμενικότητάς του και των μεγάλων δυνατοτήτων του, που μέσα από ένα αυστηρά οικοδομημένο φίλτρο υψηλής αυτογνωσίας και χρέους για τον τόπο βύθιζε αυτή την αυτοσυνείδηση σε νέες μορφές δημιουργίας.
Ζούσε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του με πάθος εφήβου και ήθος αρχαίου φιλοσόφου την περιπέτεια του τόπου και την περιπέτεια της ατομικής δημιουργίας, τις οποίες προσπαθούσε με αγωνία και άσκηση ψυχής να συνταυτίσει. Ηταν πάνω από όλα ποιητής, με ό,τι καθολικότερο και φωτεινότερο περιέχει αυτή η λέξη στην οικουμενικότητά της, και δεν ήταν ποιητής επειδή εξέδωσε στα 92 του μία θαυμάσια ποιητική συλλογή ή επειδή μετέφρασε λυρικά ποιήματα του Σέξπιρ, μοναδικά, το ίδιο και αποσπάσματα της Οδύσσειας του Ομήρου, αλλά επειδή συνειδητά είχε χτίσει έναν τρόπο ζωής να αιωρείται ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα.
Με την πολυδιάστατη σκέψη του πάσχιζε να καταδείξει τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και σκέψης, τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού έθνους μέσα από την υψηλή πνευματική δημιουργία και την Αντίσταση και κατέκρινε τον Ανορθολογισμό και το Μεταμοντέρνο. Απέρριπτε κάθε επιστημονική μόδα και γνώριζε να πηγαίνει στο καίριο και διαχρονικό. Η μελέτη του για τον Σολωμό με εντελώς πρωτότυπο τρόπο αποκαλύπτει τη συνθετική δημιουργία με φιλοσοφικό υπόβαθρο και ριζοσπαστικότητα καθώς και γνώση των ρευμάτων της εποχής του μεγάλου δημιουργού, ο οποίος επανέρχεται από το μέλλον.
Τα τελευταία τρία χρόνια συναντιόμασταν κάθε είκοσι ημέρες σχεδόν σταθερά στο εστιατόριο του «Κυριάκου». Επινε πάντα λευκό κρασί και έτρωγε τις αγαπημένες του ελιές με λίγο τυρί για να φουντώσει η συζήτηση. Σχεδίαζε να εκδώσει καινούργια βιβλία, πάντα με τον αγαπημένο του εκδότη Αιμίλιο Καλιακάτσο, διότι ο Αλεξίου τιμούσε την αξία της φιλίας με την αρχαιοελληνική της σημασία. Μου ζητούσε να μάθει τις φιλοσοφικές διαφορές ανάμεσα στους αποδομιστές, στο μεταμοντέρνο, στον θετικισμό, στον κριτικό ορθολογισμό και στον μαρξισμό, που υπερασπίζονταν τον Διαφωτισμό και τις καθολικές αξίες. Ενδιαφερόταν για την άμεση δημοκρατία. Γνώριζε τους προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τόσο καλά που αμέσως από τη συζήτηση ή τις φωτοτυπίες που του πήγαινα, συνέθετε ένα στερεό πεδίο επιχειρημάτων για να αναλύσει τη σημερινή πραγματικότητα. Μιλούσαμε ώρες για την αρχαία Ελλάδα, για τον Ερωτόκριτο, την απήχησή του στην Πελοπόννησο και με παρότρυνε να εκδώσω κάτι, τον Διγενή Ακρίτα, την Κρητική Λογοτεχνία, το Δημοτικό Τραγούδι, το Βυζάντιο, το παλιό Ηράκλειο και τους μεγάλους σύγχρονους Ελληνες ποιητές. Ηταν ένας δάσκαλος με τεράστιο ανάστημα και είχε το καλλιεργημένο προσόν να ακούει και να «μυρίζεται» το καινούργιο, να απορρίπτει με λεπτότητα το περιττό, γνωρίζοντας πότε να γίνεται μαθητής.
Μια συνάντηση που δεν έγινε
Πριν από πέντε ημέρες τον πήρα τηλέφωνο και καταχάρηκε, με εκείνη την εκπληκτική ευγένεια και νεανικότητα που είχε για κάθε νέα συνάντηση. «Παναγιώτη, στο τέλος της εβδομάδας θα σηκωθώ και θα συναντηθούμε στου “Κυριάκου” να τα πούμε πάλι», μου είπε. Αλλά ο θάνατος τον πρόφτασε.
Συμπύκνωνε την αρχοντιά της Κρήτης που φεύγει και της Ελλάδας που χάνεται. Η φιλία του είναι μια ποιητική των ιδεών, γι’ αυτό δεν χάνεται. Ενα πνευματικό συμπόσιο του μέλλοντος. Ηθελε να είναι λίγο νεότερος ώστε με πυξίδα τη συνδυαστική φαντασία, όπως μου έλεγε, που είναι διάχυτη στο έργο του, να ασχοληθεί με τη μινωική γραφή, γραμμική Α’ και τις γραφές των λαών της Μικράς Ασίας. Μιλούσε για τη μεγάλη αγάπη του, την Κρήτη, και τις μοναδικές φιλίες του με τον Γιώργο Σεφέρη, τον Ελύτη με το ανεξάντλητο χιούμορ, τον Βάρναλη, τον Καζαντζάκη, τον Πρεβελάκη κ.λπ.
Το έργο του «Ελληνική Λογοτεχνία από τον Ομηρο στον 20ό αιώνα», εκδόσεις Στιγμή, 2010, είναι μοναδικό παγκοσμίως, ως επιτομή της ελληνικής λογοτεχνίας, που όμως ασκεί κριτική και στην αρχαία φιλοσοφία, δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στη σκέψη των προσωκρατικών. Το έργο αυτό ήδη μεταφράζεται στα ιταλικά.
«Εφυγε» ο σοφός δάσκαλος της Κρήτης, ο ανιψιός της Ελλης και της Γαλάτειας Αλεξίου. Πατέρας του ήταν ο φιλόλογος, μουσικός συμφωνικής μουσικής, που είχε δημιουργήσει ορχήστρα στον Μεσοπόλεμο, και ποιητής, αδελφός της Γαλάτειας και της Ελλης, Λευτέρης Αλεξίου. Στην κηδεία του δεν εκφωνήθηκε κανένας επικήδειος. Ηταν ρητή εντολή του.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Είπαν γι’ αυτόν
«Πολυγραφότατος και ενεργός μέχρι το τέλος της ζωής του, υπήρξε ένας από τους πιο ενδελεχείς μελετητές της κρητικής λογοτεχνίας. Κατάφερε να αναδείξει πως η κρητική λογοτεχνία είναι ισάξια με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια λογοτεχνία της εποχής της, καθώς μέχρι τότε χαρακτηριζόταν “λαϊκή” επειδή ήταν γραμμένη στη δημοτική. Είδε με ανατρεπτικό τρόπο τον Ερωτόκριτο και τα γραπτά του Σολωμού».
Αλέξης Πολίτης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης
«Ο Στυλιανός Αλεξίου υπήρξε νεωτεριστής και αμφισβητίας στον χώρο της μινωικής αρχαιολογίας, προσθέτοντας σταθερά νέα γνώση με ρηξικέλευθο τρόπο. Δεινός ερευνητής πεδίου και με τεράστια αγάπη για τον πολιτισμό της Κρήτης είχε καταφέρει να αποτελεί παγκόσμια προσωπικότητα για όλο τον επιστημονικό κόσμο. Το κενό που αφήνει σήμερα φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο κοιτάζοντας τη σημερινή κατάσταση στην οποία οδηγούν τα Πανεπιστήμια. Σήμερα η μινωική αρχαιολογία διδάσκεται “part time”, με μειωμένο ωράριο και με μόνο ένα μάθημα το εξάμηνο. Ο Αλεξίου θα πατούσε πόδι».
Κατερίνα Κόπακα, κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Μ.Δ.