Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Ολοι φαίνονται ύποπτοι, όλοι νιώθουν κυνηγημένοι. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς τι συμβαίνει και οι υποψίες μένουν στον αέρα σαν να αλλάζουν μαζί με κάθε ερμηνεία. Ο θύτης δεν είναι πια ένα άτομο απομονωμένο, αλλά ένα σύνολο, μια συμμορία που έχει την απόλυτη εξουσία. Γι’ αυτό και στο επίκεντρο της ιστορίας δεν βρίσκεται ο δολοφόνος ούτε ο κυνηγός του. Το θύμα είναι στο επίκεντρο, το θύμα είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά η ιστορία αυτή δεν έχει τέλος…
Αν στοχαστούμε τον κόσμο μας από τότε που η οικονομία πέρασε στα χέρια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα το δούμε καθαρά: ζούμε σε μια παρανοϊκή εποχή την οποία μονάχα μια «παρανοϊκή μυθοπλασία» μπορεί να συλλάβει και να αποτυπώσει. Αυτό περιγράφει παραπάνω, κι αυτό προτείνει ο Αργεντινός συγγραφέας Ρικάρντο Πίλια, με το ιδιότυπο λογοτεχνικό είδος που καλλιεργεί: το κοινωνικό μυθιστόρημα ιδεών με πλοκή αστυνομική και με υλικό την παράνοια. Το εισηγήθηκε το 1980 στην Τεχνητή αναπνοή (Καστανιώτης 2004, μτφ. Εφη Γιαννοπούλου), και το πέτυχε αριστοτεχνικά στον Νυχτερινό στόχο τού 2010, ένα μυθιστόρημα που κλείνει το μάτι στην ελληνική κρίση και που μόλις κυκλοφόρησε (Καστανιώτης, μτφ. Κώστας Αθανασίου).
Συγγραφέας με ιστορικές σπουδές και ευρωπαϊκή κουλτούρα, ο οποίος γνωρίζει τον Νότο όσο και τον Βορρά -αφού ζει στο Μπουένος Αϊρες αλλά διδάσκει λατινοαμερικανική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον- ο 69χρονος (τότε) Πίλια αναστοχάζεται εδώ την ανθρώπινη συνθήκη παρακολουθώντας τον μετασχηματισμό της Αργεντινής μετά την παραίτηση του Περόν το 1955 μέχρι τις αρχές του ’70, όταν πια έχουν διαμορφωθεί οι παράγοντες της κρίσης που θα παρασύρουν τη χώρα στη μεγάλη κατάρρευση του 2001.
Η αφετηρία είναι ένας φόνος, όμως στόχος του συγγραφέα δεν είναι να εξιχνιάσει το έγκλημα αλλά να αποκρυπτογραφήσει τον σύνθετο μηχανισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ετσι, ο δολοφόνος θα ανακαλυφθεί μεν αλλά θα καταδικαστεί ένας αθώος, ενώ ο υπαίτιος θα μείνει άγνωστος. Στα μισά του βιβλίου, ο αστυνόμος που τον κυνηγά θα τεθεί εκτός παιχνιδιού (!) κι ο αναγνώστης θα νομίσει ότι η ιστορία έχει κλείσει. Αλλά τότε –έκπληξη– θα αναδυθεί μια δεύτερη ιστορία που έτρεχε υπογείως, οπότε κάτω από τη συμπαγή επιφάνεια της επικαιρότητας θα φανούν τα αληθινά νήματα μιας κρυμμένης ευρύτερης πραγματικότητας.
Η δράση εκτυλίσσεται στις αρχές του ’70, δέκα χρόνια πριν από τον πόλεμο των Μαλβίνων, σε μια κωμόπολη της αργεντίνικης πάμπα, η οποία αλλάζει δραματικά καθώς οι γαιοκτήμονες αρχίζουν να στέλνουν τα χρήματά τους στο Μανχάταν και η αγροτική κοινωνία βρίσκεται παγιδευμένη στους λαβυρίνθους του βίαιου εκσυγχρονισμού, της διαφθοράς και του πολιτικο-οικονομικού οπορτουνισμού. Το μυθιστόρημα έχει γοητευτικούς πρωταγωνιστές και χαρτογραφεί τη διαπλοκή τους. Η ματιά τού Πίλια είναι σαφώς πολιτική όχι όμως επειδή επιρρίπτει ευθύνες ή καταγγέλλει την ενοχή της μίας ή της άλλης πλευράς, αλλά επειδή εισηγείται μια όχι ισοπεδωτική όχι στερεοτυπική προσέγγιση στα πράγματα, η οποία διακρίνει το είναι από το φαίνεσθαι και επιμένει στις συσχετίσεις των γεγονότων. Να, άλλο ένα καμπανάκι για τον Ελληνα αναγνώστη, τώρα που όλο και μεγαλύτερα τμήματα του χειμαζόμενου πληθυσμού αντιμετωπίζονται ως ύποπτα από τους κανονιστικούς μηχανισμούς. Μας λένε, σχολιάζει ο συγγραφέας μέσω του αλαφροΐσκιωτου αστυνόμου της επαρχίας που είναι ο «καλός» ήρωάς του, ότι «τα πράγματα που φαίνονται διαφορετικά είναι στην πραγματικότητα ίδια», ενώ αυτό που έχει σημασία είναι να αποδεικνύουμε ότι «τα πράγματα που μοιάζουν ίδια, είναι στην πραγματικότητα διαφορετικά». Το κρίσιμο, τονίζει, είναι η οπτική γωνία υπό την οποία τα «βλέπουμε-ως», κι αυτή πρέπει να αλλάζει για να προχωράμε σε νέες ερμηνείες.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Δηλητηριασμένες συνειδήσεις
Ο Πίλια μεγάλωσε στην επαρχία του Μπουένος Αϊρες και γνωρίζει τα στερεότυπα που κυριαρχούν για τον «κάμπο»: ότι είναι ένας τόπος ειρηνικός και πληκτικός. Ομως στην πραγματικότητα, εκεί γίνονται στα σιωπηλά τρομερές βιαιότητες, αποκαλυπτικές για το πώς το διεφθαρμένο σύστημα διαφθείρει τις συνειδήσεις σε όλο το εύρος της κοινωνίας. Αυτό μας δείχνει ο Νυχτερινός στόχος και γι’ αυτό επίσης μας αφορά ως Ελληνες αναγνώστες.
Κανένας χαρακτήρας του μυθιστορήματος δεν είναι μονοσήμαντα «κακός» αλλά όλοι είναι δηλητηριασμένοι, είτε ως θύτες είτε ως θύματα. Κάποιοι το αντιπαλεύουν, όπως ο παλαιάς κοπής αστυνόμος Κρόσε, επιζήσας περονικός που δεν φλερτάρει με την εξουσία και λύνει τις αινιγματικές υποθέσεις ακολουθώντας τη διαίσθησή του. Ή όπως ο πρωτευουσιάνος δημοσιογράφος Ρένσι, που θα ήθελε να γίνει συγγραφέας και αναλαμβάνει δεύτερος αφηγητής. Κάποιοι άλλοι έχουν αφομοιώσει το δηλητήριο, όπως ο αφέντης της περιοχής, ο άρρωστος γερο-Μπελαντόνα που ελέγχει την πολιτική ζωή της κωμόπολης, ή όπως ο φιλόδοξος εισαγγελέας Κουέτο που πρωτοστατεί στους σκοτεινούς χειρισμούς.
Ορισμένοι έχουν μολυνθεί, ωστόσο δεν υποψιάζονται πόσο μεγάλο είναι το βρόμικο παιχνίδι: χαρακτηριστικός ο τυχοδιώκτης Τόνι Ντουράν, ένας κομψός μουλάτος από τον αμερικανικό βορρά, πιθανός λαθρέμπορος συναλλάγματος, που θα βρεθεί μαχαιρωμένος. Αλλοι αντίθετα, παρότι υποψιασμένοι, υποκύπτουν στον δηλητηριώδη πειρασμό, όπως οι δίδυμες κόρες Μπελαντόνα, όμορφες, ατίθασες, κυνικές, οι οποίες παίζουν με την εξουσία, και ο γιος Μπελαντόνα, ο περήφανος, προδομένος και καταχρεωμένος βιομήχανος ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο άδειο εργοστάσιο αυτοκινήτων που έκλεισε όταν υποτιμήθηκε το εθνικό νόμισμα.
Είναι ο μόνος στην κωμόπολη που έχει το θάρρος να σταθεί στο ύψος των ψευδαισθήσεών του, ένας εξαιρετικά δουλεμένος τραγικός χαρακτήρας ο οποίος θα παγιδευτεί επειδή δεν είχε διορατικότητα, και ενώ θα νικήσει στο οικονομικό πεδίο, στο ηθικό θα ηττηθεί.