Δεν άλλαξε ο αγαπημένος του κοινού σκηνοθέτης. Επικοινωνιακός, σίγουρος, ευαίσθητος, με αυτιά και μάτια τεντωμένα γύρω του. Διάλεξε να γυρίσει ένα κοινωνικό δράμα για έναν οικογενειάρχη που μέσα σε μια νύχτα βλέπει τη ζωή του να διαλύεται. Και αντιδρά με λάθος τρόπο, ξεχνώντας ό,τι αξίες είχε κάποτε. Είναι η παγίδα του δημιουργού, να μας παρασύρει να κοιτάξουμε κι εμείς τον… εχθρό μέσα μας
Της Βασιλικής Τζεβελέκου
Από το εμβληματικό ντοκιμαντέρ «Τα Μέγαρα» του ’73 μέχρι την καινούργια φιξιόν «Ο Εχθρός μου», ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος γυρίζει ταινίες που απευθύνονται στο μεγάλο κοινό κι αποτυπώνουν την προσωπική ματιά του δημιουργού. Δεκατρία χρόνια μετά την «Πίσω Πόρτα», καταθέτει ένα κοινωνικό δράμα. Η βία, ο φόβος του φόβου και οι ακραίες συμπεριφορές διαλύουν ατομικές συνειδήσεις και οικογένειες. Ο ήρωάς του, πάλαι ποτέ «παιδί των λουλουδιών», ειρηνιστής, κουλ οικογενειάρχης πλέον, μετατρέπεται σε έκπτωτο άγγελο μετά τον φόνο που διαπράττει. Οι εισβολείς στο σπίτι του «λεηλατούν τη ζωή της οικογένειάς του», λέει ο σκηνοθέτης και υπογραμμίζει τη λέξη λεηλασία. Δεν κλέβουν απλά τα υλικά αγαθά της «καλοστεκούμενης» οικονομικά οικογένειας, αλλά τη ζωή των μελών της. Μετά από εκείνη τη νύχτα τίποτα δεν θα είναι όπως πριν…
Με ντοκιμαντερίστικη γραφή ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος κινηματογραφεί τις σκηνές βίας. Ο ρεαλισμός διαπερνά την ταινία και ο θεατής παλεύει με τα δικά του ηθικά διλήμματα, ανάμεσα στο «καλά του έκανε» και στο «τι θα έκανα εγώ αν έβλεπα να κακοποιούν το παιδί μου;» Μέσα από ένα λεπτό ψυχογράφημα επιτρέπει να φανεί η ψυχική διάβρωση ενός αρρωστημένου φασίστα αλλά κι ενός ανθρώπου που γίνεται έρμαιο της ορμέμφυτης ικανοποίησής του για εκδίκηση. Ο σκηνοθέτης των αισθηματικών ταινιών «Ξαφνικός έρωτας» και «Αντε γεια» καταθέτει την πιο δυνατή δουλειά του. Και προτείνει ως μόνη λύση: «Να αναζητήσουμε ξανά την προσωπική ηθική μας και τους ανθρώπους που έχουν την ίδια».
• Ποιος είναι εχθρός μας, σήμερα;
Από τη μία η πόλωση των άκρων και από την άλλη η Εφορία, που μας ληστεύει για τις τσέπες των δανειστών. Δεν αρνούμαι ότι έχουμε χρέος που πρέπει να πληρωθεί. Αλλά είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι το πρόβλημα έπρεπε να έχει λυθεί από την πρώτη στιγμή.
• Αν δεν υπήρχε η μνημονιακή πολιτική θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα στην ελληνική κοινωνία;
Από την ώρα που μας έφεραν στον γκρεμό και μάθαμε και από τον Γιωργάκη ότι είμαστε στον πάτο, κανένας πολιτικός δεν ανέλαβε την ευθύνη. Συνεχίζουν να έχουν το επάγγελμά τους, να παίρνουν τους μισθούς τους και να δηλώνουν «εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε» ή «όταν έρθουμε στην εξουσία θα δείτε». Προσωπικά δεν πιστεύω κανέναν. Μόνη λύση θα ήταν να έχουμε κηρύξει πτώχευση από την πρώτη στιγμή. Να έχει ειπωθεί «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Πέρασαν τρία χρόνια και τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, ενώ στο μεταξύ, ορισμένοι έχουν πλουτίσει.
• Είναι η πρώτη ταινία σας που ασχολείται με τη βία. Ποια ήταν η αφετηρία;
Οι χαρακτήρες πατάνε στην κοινωνία. Με τον Γιάννη Τσίρο ασχοληθήκαμε στο σενάριο βήμα βήμα με το τι κάνει ο ήρωας. Η ταινία λέει, κι εγώ το πιστεύω, ότι ο εχθρός δεν είναι ένας. Οι εχθροί είναι πολλοί και περιλαμβάνουν πάντα και τον εαυτό μας.
• Ο ήρωάς σας είναι ήσυχος πολίτης, ουμανιστής, προοδευτικός. Ωστόσο τη δύσκολη στιγμή συνάπτει συμμαχία με τον φασίστα γείτονα και αφαιρεί τη ζωή ενός από τους εισβολείς στο σπίτι του. Γιατί υποχωρεί η ηθική και η ιδεολογία του;
Στο λάθος απαντάει με λάθος. Οταν γράφτηκε το σενάριο, πριν από τέσσερα χρόνια, φαινόταν καθαρά προς τα πού πάνε τα πράγματα, από πού πηγάζει η δύναμη της Χρυσής Αυγής; «Κανείς δεν μπορεί να σας βοηθήσει παρά μόνο εμείς» έλεγαν στους κατοίκους του Αγίου Παντελεήμονα. Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει στον γείτονα γιατί αισθάνεται ότι μπορεί να τον βοηθήσει. Στο τέλος βλέπουμε ότι χάνει τα πάντα. Για μένα που έχω «γεννήσει» αυτόν τον πατέρα, είναι αδύνατον να φανταστώ ότι θα ησυχάσει αν δεν παραδοθεί στην αστυνομία.
• Ταυτιστήκατε μαζί του;
Οχι μόνο εγώ, όλοι οι ηθοποιοί και φυσικά ο Μανώλης Μαυροματάκης, με τον οποίο δουλέψαμε επί μήνες.
• Οπως εξελίσσεται η δραματουργία, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ίδια διλήμματα του ήρωα…
Ηταν πρόθεσή μου. Ηθελα να περάσει από τους ίδιους σκοπέλους. Οταν «την ανάβει» στον εισβολέα, είναι σαν να σκοτώνει ένα ζώο. Μόνο όταν εμφανίζεται η γυναίκα του θύματος με το μωρό στην αγκαλιά αντιλαμβάνεται ότι σκότωσε έναν άνθρωπο ίδιο μ' εκείνον. Από εκεί ξεκινάει η προσωπική τραγωδία του, την οποία διορθώνει στο τέλος. Δεν «δίνει» τη συμμορία στην αστυνομία, γιατί οι ηθικοί του κώδικες δεν του επιτρέπουν να κάνει άλλο κακό. Μόνο μέσα από μεγάλες πράξεις μπορεί να εξιλεωθεί.
• Ο ήρωας λέει κάποια στιγμή: «Θεωρίες του κώλου λέγαμε… Δεν ξέραμε τίποτα, τότε». Οι άνθρωποι της γενιάς σας αισθάνονται ότι απέτυχαν;
Ξέρουμε καλά ότι έχει καταβαραθρωθεί ό,τι είχαμε πιστέψει. Δεν πιστεύεις στις θεωρίες που πίστευες, δεν πιστεύεις κανέναν. Πώς πορεύεσαι; Και δεν εννοώ τι γνώμη θα έχεις στα σαλόνια. Εννοώ πώς αντιδράς απέναντι σε ανθρώπους που τα συλλογικά λάθη των πολιτικών, τους στερούν σήμερα τη δυνατότητα να ζήσουν. Οταν το κράτος δεν μπορεί να εξασφαλίσει το φάρμακο στην καρκινοπαθή γυναίκα και ο άντρας της πηγαίνει ξανά και ξανά αλλά δεν καταφέρνει να το πάρει, δεν είναι δικαιολογημένος αν πάει ν’ ανατινάξει το υπουργείο Υγείας ή Οικονομικών; Βεβαίως και είναι. Προτείνω να το κάνει; Βεβαίως όχι. Γιατί τότε θα έχει εξαφανίσει κάθε ανθρώπινη αξία που έχει πιστέψει. Επομένως μόνο από μέσα μας είναι δυνατό να συγκροτηθούμε. Πρέπει να αναζητήσουμε ξανά την προσωπική μας ηθική και των ανθρώπων που έχουν την ίδια. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
• Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στην ταινία;
Οι σκηνές της βίας. Θεωρούσα ότι θα ήταν εύκολο, αλλά αποδείχθηκε μεγάλη άσκηση για εμένα. Δεν ήθελα να υπάρχει η λαγνεία της βίας. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα τις γυρίσω, πίστευα ότι θα μου ερχόταν κάποια επιφοίτηση, αλλά «κόλλησα». Κάποια στιγμή μού λέει η παραγωγός μου: «Πρέπει να γυριστούν οι σκηνές τις επόμενες δύο μέρες. Θέλω να κάνεις ντεκουπάζ (πλάνο πλάνο)». Ε, μετά από τόσα χρόνια στο σινεμά, τόση δουλειά και τόσες ταινίες, έκανα ντεκουπάζ και μου βγήκαν.
• Με τους ηθοποιούς πώς δουλέψατε;
Επί τέσσερις μήνες βρισκόμασταν σχεδόν καθημερινά. Ηθελα ο Μανώλης Μαυροματάκης και η Μαρία Ζορμπά μαζί με τα παιδιά τους να έχουν τέτοια εξοικείωση ώστε να φαίνονται σαν αληθινή οικογένεια. Η Μαρία κι εγώ είμαστε διαφορετικής υποκριτικής σχολής από τον Μανώλη. Είμαστε περισσότερο του αυτοσχεδιασμού, να ανακαλύψουμε και να επιστρατεύσουμε τα πάντα. Ο Μανώλης είναι πιο «επιστήμονας». Τελικά αυτά τα δύο ενώθηκαν και νομίζω ότι κάναμε καλό ο ένας στον άλλο.
• Εχουν περάσει 40 χρόνια από «Τα Μέγαρα». Τι έχει αλλάξει στο ελληνικό σινεμά;
Κάποια στιγμή είχαμε ελπίσει ότι επιτέλους θα γίνει μια μίνι κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα. Τα τρία μεγάλα στούντιο, Odeon, Audio Visual και Village, είχαν αρχίσει να κάνουν δικές τους παραγωγές. Στην αρχή συνεργάστηκαν με τηλεοπτικούς σκηνοθέτες κι όταν ήρθε η ώρα που θα μπορούσαν να πουν στους κινηματογραφιστές «έλα με δική σου ταινία, να την κάνουμε μαζί», ξέσπασε η κρίση και κόπηκαν όλα.
• Ωστόσο συσπειρωθήκατε και οι «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» έγινε η πιο ζωηρή έκφραση των τελευταίων χρόνων.
Θέλαμε να αλλάξει ο νόμος και μετά από πέντε χρόνια τα καταφέραμε. Εκσυγχρονιστήκαμε. Αλλά είναι σαν ανέκδοτο αυτό που συνέβη. Πριν είχαμε κάποια χρήματα με κακό νόμο και τώρα δεν έχουμε καθόλου χρήματα με καλό νόμο. Ο Νόμος Γερουλάνου θεσμοθέτησε επιτέλους το 1,5%, αλλά φαλίρισε η Ελλάδα και πάλι τα κανάλια δεν το δίνουν.
• Παρ' όλα αυτά οι νέοι σκηνοθέτες τα πάνε πολύ καλά και οι ταινίες τους θριαμβεύουν στα μεγάλα φεστιβάλ.
Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε νέους και μη. Ο Τζον Χιούστον ήταν πολύ πιο νέος στα 80 του απ' ό,τι ο Σπίλμπεργκ σε ορισμένες δουλειές στα 50 του. Είναι αξιοθαύμαστο, πάντως, ότι αυτοί οι άνθρωποι στο ξεκίνημά τους κάνουν ταινίες από το μηδέν. Το όνειρο είναι πάντα να σκίσει η ταινία σου στα φεστιβάλ και στο κοινό. Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Μετά τον Αγγελόπουλο «μοιράζονται» τα μεγάλα φεστιβάλ περισσότεροι σκηνοθέτες και είναι αξιέπαινοι. Δεν μιλούν όμως την ίδια κινηματογραφική γλώσσα με τη δική μου. Οταν ως κινηματογραφιστής δεν θέλεις να μιλάς τη γλώσσα του κοινού, γιατί έτσι είσαι φτιαγμένος, ή θέλεις να μιλάς τη γλώσσα που προάγει την ανάπτυξη του κινηματογράφου ή τη δική σου γλώσσα, κλείνεις τον δρόμο της επαφής με τους άλλους. Αυτό με βρίσκει αντίθετο. Ο καθένας, βέβαια, είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος που κάνουν αυτή τη δουλειά ούτε καν οι φίλοι μου.
• Εσείς γιατί την κάνετε;
Για να είμαι δημιουργικός, να είμαι στο προσκήνιο και να επηρεάζω συνειδήσεις. Είχα την τύχη και την εμπειρία μια ταινία να αλλάξει τη ζωή μου όταν ήμουν 17–18 χρονώ. Τα «Πέντε εύκολα κομμάτια» του Μπομπ Ράφελσον. Ο κόσμος του καθενός φαίνεται στις ταινίες του. Εγώ είμαι επικοινωνιακός. Δεν αισθάνομαι ότι κάνω τον παραμικρό συμβιβασμό. Κάνω ακριβώς αυτό που θέλω.
• Γιατί να πάει ο κόσμος να δει τον «Εχθρό μου»;
Γιατί είναι μια ταινία με κορμιά, μάτια, ελπίδα, στεναχώρια, δύναμη για το παρακάτω, φως και σκοτάδι, μουσική. Είναι φτιαγμένη να κλειστείς στη σκοτεινή αίθουσα και να συμμετάσχεις. Δεν υπολείπεται σε τίποτα των ταινιών που μας κάνουν να λέμε «πάμε σινεμά;»
INFO: Παίζουν: Μανόλης Μαυροματάκης, Μαρία Ζορμπά, Γιώργος Γάλλος, Αριάδνη Καβαλιέρου, Ηλίας Μουλάς, Θανάσης Παπαγεωργίου, Αντώνης Καρυστινός κ.ά.