17/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Κάτι σαν μέθη στην ατμόσφαιρα»…

Πολυτεχνείο, 40 χρόνια μετά - εις μνήμην….
      Pin It

Πολυτεχνείο, 40 χρόνια μετά – εις μνήμην…

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

"Αρχάγγελος στην πύλη του Πολυτεχνείου", ξυλογραφία του Α. Τάσσου, 1974Σαράντα χρόνια –με την ταχύτητα που φεύγει ο πίσω χρόνος– από τότε. Κι ας σταθώ σε τρία βιβλία–μαρτυρίες τριών λογοτεχνών που έχουν φύγει από τη ζωή. Δεν είναι φυσικά τα μόνα – είναι κι άλλα (ποίηση και πεζά). Ενας μεγάλος αριθμός περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία», Εισαγωγή– Ανθολόγηση Ηλίας Γκρης (εκδ. «Μεταίχμιο», 2003).

 

Αν στέκομαι στις τρεις μαρτυρίες, είναι επειδή οι τίτλοι τους αναφέρονται ευθέως στο γεγονός, με τους συγγραφείς τους να το έχουν καταγράψει «εν θερμώ». Είναι η Λιλή Ζωγράφου (1922–1998), ο Φώντας Κονδύλης (1939–2002) και η Κωστούλα Μητροπούλου (1933–2004). Μεταφέρω τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα–εικόνες, λογοτεχνικό ρεπορτάζ (ένα από το κάθε βιβλίο) σε μια νοητή συνέχεια:

 

• Φώντα Κονδύλη: «Τριήμερο στα κάγκελα» (εκδ. «Καστανιώτη», 1978):

 

«Κόσμος πολύς κατεβαίνει προς τα κει. Οι περισσότεροι νέοι. Με μακριά μαλλιά και χνουδωτά πρόσωπα. Κοπέλες που αστράφτουν σαν ανοιξιάτικη βροχή σε ντεκόρ φθινοπωρινό. Νοέμβρης. Θαρρείς κι ετοιμάζεται η υποδοχή του καλοκαιριού. Κάτι σαν μέθη στην ατμόσφαιρα, σαν αυτή που σε τυλίγει πριν εισβάλλει το καλοκαίρι. Το πάρκο χαίρεται την παρατεταμένη του εφηβεία.

 

» Στην άσφαλτο τ’ αυτοκίνητα καθυστερούν. Με κόπο ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στα χέρια που υψώνονται και τα σταματούν. Χέρια λιγνά, όλο νεύρο, χέρια νεανικά, κοριτσίστικα, που ρυθμίζουν τη δική τους κυκλοφορία. Η κυκλοφορία… Σα θρόμβος σε μια σάπια καρδιά φαντάζουν μακριά τα χιλιάδες παιδιά που τραγουδούν και ζουν στο ρυθμό συνθημάτων.

 

»Πολυτεχνείο… Απ’ την απέναντι μεριά, βλέπω κιόλας τα πρώτα λεωφορεία φορτωμένα συνθήματα, γραμμένα με κόκκινη κιμωλία».

 

• Λιλή Ζωγράφου: «17 Νοεμβρίου 1973 – Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής» (εκδ. «Γραμμή», 1980):

 

«Χιλιάδες προκηρύξεις μοιράζονταν συνέχεια στους πεζούς και στα αυτοκίνητα, ενώ πλήθη φοιτητών, κρεμασμένα σαν τσαμπιά στα κιγκλιδώματα, καλούσαν το Λαό: «Συμπαράσταση λαέ». Τότε βγήκαν δειλά τα πρώτα χέρια μεσ’ από τα αμάξια και πέταξαν μερικά πακέτα τσιγάρα. Αγνωστοι, συνήθως λαϊκοί τύποι, περνούσαν από τα κάγκελα μπροστά κι έβαζαν στα δάχτυλα, τ’ ανοιγμένα στο σήμα της νίκης, χρήματα. Οι σπουδαστές παραληρούσαν από συγκίνηση. Σήκωναν τα χρήματα ψηλά φωνάζοντας: “Αδέρφια! Να την η συμπαράσταση”. Χιλιάδες φωνές χαιρέτιζαν το μήνυμα. Τα συνθήματα γίνονταν ουρανομήκη. Εργατικός ήταν και ο πρώτος άνθρωπος που κρέμασε το χέρι του έξω από ένα λεωφορείο και παράδωσε σ’ ένα σπουδαστή μια τσάντα παντοπωλείου με λίγα τρόφιμα. Συνεσταλμένος, γελούσε μόλις. Γέροι σταματούσαν μπροστά στα κάγκελα και σκούπιζαν τα δάκρυά τους […]

 

»Οι ώρες κυλούσαν μέσα στο πανηγύρι των τραγουδιών και των συνθημάτων που τα πλήθη δεν βαριόντουσαν να επαναλαμβάνουν μέσα από μια αγανάκτηση καταπνιγμένη τόσα χρόνια. Κανένας δεν έλεγε να μετακινηθεί, λες και θα ’χανε μια προνομιούχα θέση απ’ όπου απολάμβανε ένα πρωτοφανές θέαμα. Κι αλήθεια ήταν! Η τόλμη για ελευθερία με τα πολυβόλα σίγουρα στραμμένα απάνω της».

 

• Κωστούλα Μητροπούλου: «Το χρονικό των Τριών Ημερών» (εκδ. «Κέδρος», 1974):

 

«Ωρα 3.02 π.μ. Στρατιώτες γέμισαν το Πολυτεχνείο. Ενα τανκ περνάει πάνω από ένα οδόφραγμα που ήταν κάποτε αυτοκίνητο. Ριπές πολυβόλου. Χέρια υψωμένα. Οι φοιτητές. Βγαίνουν με τα χέρια στον ουρανό, τα μάτια στον ουρανό, την ψυχή στα δόντια. Βγαίνουν και προχωρούν. Παραδίνονται. Τι σημασία έχει πια αν είναι σήμερα ή αύριο; […] Η έξοδος γίνεται αργά, αλλά συχνά βίαια. Τραυματίζονται παιδιά. Τραυματίζεται η νύχτα. Οι πυροβολισμοί πυκνώνουν. Ζεστός αέρας. Πανικός. Τα τανκς έχουν πιάσει όλο το χώρο του Πολυτεχνείου […]

 

»Ε ί μ α σ τ ε ά ο π λ ο ι. Και το σχήμα από πέλματα ποδιών γυμνών, ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο ίσως και στον ενδιάμεσο χρόνο ανάμεσα ύπνο και ξύπνιο, μαζί με την ύστατη κραυγή “μείνετε στους δέκτες σας, σε λίγο θα σας ανακοινώσουμε νεότερα”. Και ο πομπός έμεινε ανοιχτός. Μια ολόκληρη νύχτα. Εμεινε χωρίς μήνυμα. Ανοιχτός και κενός. Κόπηκε η φωνή του παιδιού. Του πρώτου παιδιού. Εκείνου που άρχισε την πρώτη ώρα της πρώτης ημέρας να εκπέμπει στους 1.050 χιλιόκυκλους: “Είμαστε ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών. Είμαστε η φωνή των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων”».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

Το ερώτημα είναι: Πρέπει να τηρούνται οι νόμοι και οι δικαστικές αποφάσεις; Γιατί σ’ αυτόν τον τόπο παρατηρείται το φαινόμενο όταν οι νόμοι βολεύουν να θεωρούνται σωστοί, όταν δεν, να καταγγέλλονται ως παράνομοι, αντισυνταγματικοί και ό,τι άλλο. Ακόμα και όταν ανώτατα όργανα στα οποία προσφεύγουμε (Αρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας), που σημαίνει ότι τα αναγνωρίζουμε, τους επικυρώνουν. Αδικα πήγε ο Σωκράτης…

 

Σίγουρα το μαύρο της ΕΡΤ υπήρξε αποτρόπαιο, όπως και η εισβολή των ΜΑΤ. Αυτό ωστόσο που προβληματίζει, είναι η οργή για τη μαυρίλα εκείνων που όταν λειτουργούσε και τι δεν έσουρναν στην κυβερνόδουλη και στο βολεμένο προσωπικό της. Το δε αλωμένο από τα ιδιωτικά κανάλια κοινό (που την αιμοδοτεί μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ) την τιμούσε με τα ισχνότερα τηλεοπτικά ποσοστά.

 

Δεν ξέρω τι στα κομμάτια είναι δυνατό να προκύψει μετά τη μαυρίλα και τα ΜΑΤ (γιατί, πώς να το κάνουμε, μας λείπει). Αυτό που θα είχα να προσθέσω, όντας στο πολιτιστικό μικρομετερίζι, είναι ότι αρκετές φορές στο παρελθόν τα «έχω ρίξει» στα εν λόγω κανάλια, καθώς τις ελάχιστες εκπομπές τέχνης που… ανέχονταν, τις έριχναν στις πιο άβολες ώρες – μεσάνυχτα και βάλε.

 

Προσωπικά πιστεύω πως ο καημός του κόσμου δεν είναι τόσο η μαυρίλα της ΕΡΤ (στο κάτω κάτω, απ’ ό,τι φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της θα βρει δουλειά στο ετοιμαζόμενο σχήμα), όσο οι του άλλου δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα που ρίχνονται στα αζήτητα. Ανάμεσά τους, και πάμπολλοι συνάδελφοι δημοσιογράφοι.

 

ΚΑΙ… «Ημουν κι εγώ εκεί…» «Τώρα τι κάνουμε…»

 

[email protected]

 

Scroll to top