Michel Foucault
«Ο ωραίος κίνδυνος»
Μετάφραση: Νίκος Ηλιάδης. Αγρα, 2013, σελ. 77
Του Αρη Στυλιανού
Ο Μισέλ Φουκό δεν χρειάζεται συστάσεις. Ανάμεσα στους κορυφαίους στοχαστές στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, ξεχώρισε για την ευρυμάθεια, τη διεπιστημονικότητα και την πρωτοτυπία των προσεγγίσεών του. Χαράζοντας εντελώς νέους και ανεξερεύνητους δρόμους, οι οποίοι περιμένουν ακόμη τους τολμηρούς ιχνηλάτες που θα τους περπατήσουν, αποκάλυψε ένα καινούργιο εννοιολογικό σύμπαν, που σφράγισε την εξέλιξη των επιστημών του ανθρώπου και της κοινωνίας του καιρού μας.
Από την άποψη αυτή η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του «Ο ωραίος κίνδυνος» από τις εκδόσεις Αγρα αποτελεί ευτύχημα.
Πρόκειται για συνομιλία, υπό τη μορφή συνέντευξης, μεταξύ του Φουκό και του Κλοντ Μπονφουά, διανοούμενου και κριτικού λογοτεχνίας. Οι δύο συνομιλητές συναντήθηκαν ορισμένες φορές το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1968 και στον ανά χείρας τόμο δημοσιεύεται η απομαγνητοφώνηση της πρώτης τους συζήτησης. Στο βιβλίο (που κυκλοφόρησε στη Γαλλία τον Νοέμβριο του 2011) προτάσσεται μια χρήσιμη εισαγωγή του Φιλίπ Αρτιέρ, με τίτλο «Πείραμα ομιλίας», ενώ την απαιτητική μετάφραση έχει εκπονήσει ο Νίκος Ηλιάδης.
Η συνέντευξη ξεκινά με την εξής προϋπόθεση: ο Φουκό δεν καλείται να μιλήσει για τις δημοσιευμένες μελέτες του, που τον είχαν ήδη κάνει διάσημο, για να τις σχολιάσει ή για να αποσαφηνίσει τις ιδέες του. Αυτό που ο κριτικός ζητά από τον φιλόσοφο είναι να τοποθετηθεί στο περιθώριο των βιβλίων του, αποκαλύπτοντας «την ανάποδη όψη τους και αυτό το κάτι σαν μυστικό υφάδι τους». Εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει εδώ είναι η σχέση του γραφιά με τη γραφή, εκφρασμένη μέσα στο γλωσσικό πλαίσιο της διαλογικής συν-ομιλίας.
Ο Φουκό αναφέρεται στις δυσκολίες που είχε με τη γραφή ως μαθητής στο σχολείο, εξηγώντας ότι η επιθυμία να γράψει τον κατέλαβε κάπως αργά, στα τριάντα του, όταν εργαζόταν στη Σουηδία και δεν μπορούσε να μιλήσει καλά σουηδικά ή αγγλικά. Τότε άρχισε να τον απασχολεί το εξής πρόβλημα: σε μια δεδομένη κουλτούρα, σε μια κοινωνία, ποια είναι η ύπαρξη των ομιλιών, της γραφής, του λόγου; Ποιος είναι ο τρόπος εμφάνισης και λειτουργίας του πραγματικού λόγου, των πραγμάτων που έχουν ειπωθεί στην πράξη;
Περιγράφοντας τη σχέση της γραφής με τον θάνατο και τη σχέση της γραφής με την αλήθεια, ο φιλόσοφος παρομοιάζει τη δουλειά του με μια μορφή διάγνωσης των ασθενειών της κουλτούρας μας, στο πρότυπο του Νίτσε. Κατόπιν, αφού γίνει εκτενής αναφορά στο ζήτημα των σχέσεων μεταξύ τρέλας, γλώσσας και λογοτεχνίας, τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει μια ηδονή να γράφεις. Ο Φουκό λέει ότι αγνοεί την απάντηση, αλλά είναι βέβαιος πως υπάρχει μια πολύ μεγάλη υποχρέωση να γράφεις. Συν τοις άλλοις, υπό την έννοια ότι «γράφει κανείς πάντοτε, κατά βάθος, όχι μονάχα για να γράψει το τελευταίο βιβλίο του έργου του, αλλά [...] για να γράψει το τελευταίο βιβλίο του κόσμου».
Τέλος, δηλώνεται ρητά η επίγνωση του ρίσκου που αναλαμβάνεται μέσω τούτης της συνομιλίας: «Ξέρω πάντως ότι τα βιβλία μου θα υπονομευτούν απ’ όσα λέω, και εγώ επίσης. Αυτός είναι ο ωραίος κίνδυνος, το χάζι κινδύνου αυτών των συνεντεύξεων. Ας αφήσουμε λοιπόν να εμφανιστεί αυτή η συγγένεια, ας αφήσουμε να εμφανιστεί αυτή η επικοινωνία».
Με τις αναλύσεις του ο Γάλλος στοχαστής άσκησε την πιο οξυδερκή κριτική στην ιδεολογία του ανθρωπισμού και στην κυρίαρχη φιλοσοφία του υποκειμένου, ξεδιπλώνοντας μια κριτική «αρχαιολογία» της έννοιας του «ανθρώπου» και των μορφών παραγωγής της υποκειμενικότητας. Η κριτική αυτή στρέφεται εναντίον της έννοιας του ανθρώπου ως υποκειμένου, δηλαδή ως δημιουργού της Ιστορίας ή του πολιτισμού. Ερμηνεύοντας αστόχαστα την αρχαιολογική αυτή μέθοδο, υπήρξαν αρκετοί που θέλησαν να συμπεράνουν ότι ο Φουκό θα έπρεπε να χαρακτηριστεί –και να στιγματιστεί– ως άκαμπτος στρουκτουραλιστής (εννοώντας δηλαδή ότι διαγράφει πλήρως το υποκείμενο και την ελεύθερη βούλησή του) ή επίσης ως επικίνδυνος μεταμοντέρνος (προσάπτοντάς του δηλαδή τη μομφή του σχετικισμού και του ηθικού αγνωστικισμού). Μια πολεμική τέτοιου είδους και με τέτοιους όρους αδικεί κατάφωρα το πρωτότυπο φουκοϊκό εγχείρημα, το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί να ταξινομηθεί με μονοσήμαντο τρόπο.
Στο βιβλίο του για τον Φουκό ο Ζιλ Ντελέζ έγραφε: «Πριν από τρεις αιώνες κάποιοι ανόητοι εκπλήσσονταν που ο Σπινόζα επιδίωκε την απελευθέρωση του ανθρώπου, μολονότι δεν πίστευε στην ελευθερία του, ούτε καν στον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξής του. Σήμερα κάποιοι άλλοι ανόητοι, ή οι ίδιοι μετενσαρκωμένοι, εκπλήσσονται που ο Φουκό συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες, εκείνος που ανήγγειλε τον θάνατο του ανθρώπου».
Ο ωραίος κίνδυνος, αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, δημοσιευμένη τώρα και στα ελληνικά, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο πως τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του ο Μισέλ Φουκό παραμένει ένας καίριος στοχαστής για το σήμερα και το αύριο.