17/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η αμετάκλητη ετυμηγορία του παρελθόντος

Τζούλιαν Μπαρνς «Πριν εκείνη με γνωρίσει» Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, Μεταίχμιο, 2013, σελ. .
     
Pin It

ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣΤζούλιαν Μπαρνς
«Πριν εκείνη με γνωρίσει»
Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, Μεταίχμιο, 2013, σελ. 271

 

 

 

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Η διαρκής συνδιαλλαγή με το παρελθόν είναι ένας από τους σταθερούς θεματικούς τόπους στο έργο του Βρετανού πεζογράφου Τζούλιαν Μπαρνς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μυθιστόρημα («Ενα κάποιο τέλος») που του χάρισε το βραβείο Μπούκερ (2011). Ενώ όμως στο συγκεκριμένο βιβλίο ο συγγραφέας παρουσιάζει το παρελθόν ως ένα ευμετάβλητο σύνολο γεγονότων που παίρνει το σχήμα του ανάλογα με τις διαθέσεις της μνήμης, σ’ αυτό το νεανικό του μυθιστόρημα (πρωτοκυκλοφόρησε το 1982 και φέτος για πρώτη φορά στα ελληνικά σε εξαιρετική μετάφραση του Θωμά Σκάσση) αυτό που φαίνεται να ταλανίζει τον κεντρικό ήρωα, Γκράχαμ Χέντρικ, είναι το ακριβώς αντίστροφο – εκείνα, δηλαδή, τα πράγματα στο παρελθόν τα οποία αδυνατεί να αλλάξει. Το φίλτρο μέσα από το οποίο επιλέγει ο Μπαρνς να εκθέσει τη συγκεκριμένη προβληματική είναι η ερωτική ζήλια. Ο καθηγητής Ιστορίας Γκράχαμ Χέντρικ, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών, εγκαταλείπει τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη για να ζήσει με την Ανν, μια όμορφη πρώην ηθοποιό που έχει ερωτευτεί. Μετά από μια σύντομη περίοδο, την οποία αποκαλεί «τα μέλια», τα πράγματα παίρνουν δυσάρεστη τροπή, αφού ο Γκράχαμ πέφτει στην παγίδα που του στήνει η πρώην γυναίκα του και καταλήγει να παρακολουθεί στον κινηματογράφο μία από τις παλιές ταινίες τής Ανν, στην οποία η νεαρή σύζυγός του εμφανίζεται σε ερωτικές περιπτύξεις. Το γεγονός πυροδοτεί μια εμμονή του Χέντρικ με το παρελθόν τής Ανν – αρχίζει να παρακολουθεί και τις υπόλοιπες ταινίες της, ενώ τον καταλαμβάνει ζήλια για όλους τους άντρες με τους οποίους εκείνη έχει κατά καιρούς συνευρεθεί, μπροστά ή πίσω από τις κάμερες. Η ζήλια του μάλιστα έχει αναδρομικό περιεχόμενο, καθώς ο Χέντρικ, ως ιστορικός, εστιάζει στο παρελθόν. Παρ' όλο που κατανοεί ότι η αναστάτωσή του είναι παράλογη, αδυνατεί να την ελέγξει, και τη μοιράζεται μάλιστα με την ίδια την Ανν, την οποία υποβάλλει σε εξονυχιστικές ανακρίσεις αντλώντας διαρκώς καινούργιες βασανιστικές πληροφορίες. Στο τέλος η κοινή τους ζωή γίνεται αφόρητη και ο Μπαρνς οδηγεί την παρωδία που στήνει γύρω από τη συγκεκριμένη πλοκή σε μια αιματηρή λύση.

 

Οπως είναι ευνόητο, οι πιο πάνω καταστάσεις προσφέρουν άφθονο κωμικό υλικό και ο Μπαρνς επιλέγει να υπογραμμίσει τη χιουμοριστική διάσταση των ιστορουμένων, σε κάποια λίγα σημεία μάλιστα σε βάρος της τεχνικής αρτιότητας του κειμένου – όπως, για παράδειγμα, στην αρχική εμφάνιση της εμμονής του Γκράχαμ, που δεν είναι πολύ πειστική, ή στην όχι πάντα δικαιολογημένη εναλλαγή της αφηγηματικής εστίασης. Οι ατέλειες αυτές ωστόσο περνούν σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στην απολαυστική πρόζα και το μοχθηρό χιούμορ με το οποίο ο Βρετανός πεζογράφος αναπτύσσει την αφήγησή του. Πίσω μάλιστα από τη διακωμώδηση και κάτω από τη συχνά ξεκαρδιστική επιφάνεια της ιστορίας, ο Μπαρνς πραγματεύεται σοβαρά τα θέματά του.

 

Μέσα από την εμμονή με τους προηγούμενους εραστές της συντρόφου του ο Γκράχαμ Χέντρικ έρχεται σε σύγκρουση με την αμετάβλητη φύση του παρελθόντος, με όλα όσα έγιναν ερήμην του, σε μακρινό χρόνο, και παρ' όλα αυτά επηρεάζουν τη δική του ζωή. Στο τέλος καταλήγει να συλλέγει τεκμήρια από το παρελθόν τής Ανν, γνωρίζοντας ότι αυτή η πρακτική θα τον καταστρέψει. Στο στοιχείο αυτό μάλιστα, και παρά την παρωδία που επιχειρεί ο Μπαρνς, εντοπίζεται και ένα είδος τραγικότητας του Γκράχαμ – παρότι υποφέρει, επιμένει να σκαλίζει το παρελθόν της γυναίκας του μέχρι να φτάσει σε πυρήνες αλήθειας που θα τον τραυματίσουν. Από άλλη σκοπιά εξάλλου η συμπεριφορά του Γκράχαμ αποτελεί ένα σχόλιο για την τροπή των σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα – θέμα που απασχόλησε τα πρώιμα έργα και άλλων Βρετανών πεζογράφων της γενιάς του. Με τη ζήλια του για το ερωτικό παρελθόν της δεύτερης γυναίκας του, ο Γκράχαμ αποκαλύπτει ουσιαστικά την επιθυμία του να ασκήσει κυριαρχία πάνω της. Η αδυναμία του να αλλάξει το παρελθόν της –να αλλάξει δηλαδή την ίδια– ταυτίζεται ουσιαστικά με την αδυναμία του να την ελέγξει – έλεγχος που στον πρώτο του, πιο παραδοσιακό, γάμο εξασφαλιζόταν μέσω της συμβατικής κατανομής των ενδοοικογενειακών ρόλων. Ετσι η βία που ασκεί και κατά της γυναίκας του ο Γκράχαμ στο τέλος του βιβλίου μοιάζει ουσιαστικά να αναπληρώνει τη βία που δεν ασκούν πια για λογαριασμό του (και εναντίον της γυναίκας του) οι παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις για την οικογένεια.