17/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δημητράκης ο θυμόσοφος ΧΙΧ

      Pin It

Κλείνοντας τα μάτια ένας γεροβοσκός άφησε στους δυο γιους του ευχή και κατάρα να παντρέψουν τη μονάκριβη αδελφή τους, τη Σοφιά, μ’ έναν κλέφτη καλύτερο απ’ τους ίδιους. Τα παλιά χρόνια η κλεψιά εθεωρείτο ανδραγαθία στους ποιμενικούς πληθυσμούς των νησιών. Την έκανε ίσως η ανάγκη, καθώς το σπίτι ενός επιδέξιου ζωοκλέφτη δεν πεινούσε ποτέ. Οι δυο αδελφοί σεβάστηκαν την επιθυμία του εκλιπόντος, αλλά όσο κι αν έψαχναν σε ολόκληρη την περιοχή δεν έβρισκαν ικανότερό τους.

 

Λεγόταν για τον Λευτέρη στο γειτονικό χωριό πως είναι ο φόβος και ο τρόμος των κοπαδιών. Τον υπέβαλαν σε εξετάσεις και τον ενέκριναν. Ο γάμος έκανε πάταγο· με κλεψιμιά εξυπακούεται κρέατα. Επειτα από ένα μήνα, ο Μανώλης κι ο Νικόλας επισκέφθηκαν την αδελφή τους για να δουν πώς περνά με τον άντρα της. Κατά το σούρουπο τα τρία κοπέλια βγήκαν να εξασκήσουν το προσφιλές τους σπορ. Επέστρεψαν μ’ ένα παχύ πρόβατο κι αφού το συγύρισαν, έβαλαν στο τηγάνι τα γαρδούμια και τη συκωταριά. Το υπόλοιπο το άφησαν να σιτέψει κι έπεσαν χορτάτοι για ύπνο.

 

Επιμόνως σκουντάει ο ένας τον άλλο αδελφό περασμένα μεσάνυχτα: «Δεν παίρνουμε το σφαχτό να φύγουμε;» ψιθυρίζει. «Ναι, αλλά πώς θα το βρούμε μες στο σκοτάδι;» Κάποτε ο γαμπρός ξυπνά και βγαίνει έξω να κάνει το «θαλασσάκι» του. Τότε ο Νικόλας ακροποδητί πέφτει στο κρεβάτι δίπλα στην αδελφή του, παριστάνοντας τον σύζυγό της. «Πού είναι το πρόβατο, ω Σοφιά;» της κάνει σιγά. «Εσύ δεν το ’βαλες, χριστιανέ μου, στην αποδοχάρα κάτω απ’ το τραπεζάκι του μαερειού;» αποκρίνεται μισοκοιμισμένη.

 

Ψηλαφιστά ξετρύπωσαν το ζώο, όταν το σπίτι ησύχασε, το πέρασαν στον ώμο και πήραν τον ανήφορο. Ανήσυχη η Σοφιά μουρμουρίζει σε λίγο στον Λευτέρη: «Μα χαμένα τα ’χεις; Ακου να με ρωτήσεις πού είναι το κρέας;». «Και μου ’πες;» λέει εκείνος. Τους πρόλαβε στο μέσον της διαδρομής και τους ακολουθούσε αθόρυβα μες στην αφέγγαρη νύχτα. Οταν ο Μανώλης σαλτάρισε σ’ ένα χωράφι για να απελευθερώσει το δικό του «θαλασσάκι», ο Λευτέρης πλησίασε τον Νικόλα και, υποκρινόμενος τον αδελφό, άρχισε να βαδίζει δίπλα του.

 

Αλλάζοντας φωνή προτρέπει τον κουνιάδο του: «Δεν πας κι εσύ τώρα να ξεμπερδεύουμε μια και καλή;». Ετσι το επίδικο βρέθηκε στην πλάτη του γαμπρού και μια και δυο πήραν μαζί τον δρόμο της επιστροφής. Τα δυο αδέλφια το φυσούσαν και δεν κρύωνε. Τους παρηγόρησε μόνο το ότι εκπλήρωσαν στο έπακρο την παραγγελιά του πατέρα τους. Την ιστορία, που αγγίζει τη σφαίρα του θρύλου, έχει καταγράψει ο σπουδαίος παιδαγωγός και λαογράφος Γ. Δ. Ζευγώλης. Κλεφτοπόλεμο με τον ήλιο θα παίζουν το Σαββατοκύριακο τα σύννεφα και η βροχή.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top