Pin It

Των Εντα Γκέμι* και Αννας Τριανταφυλλίδου**

 

Η οικονομική κρίση έχει μεταβάλει δραματικά τις εργασιακές συνθήκες των μεταναστών, με την ανεργία τους να φτάνει το 36%. Η αδυναμία να αποδείξουν τη νόμιμη απασχόληση και να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις για την ανανέωση της άδειας διαμονής έχει οδηγήσει στην απώλεια του νομικού καθεστώτος και στη διαιώνιση του φαύλου κύκλου της παρατυπίας. Τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών κάνουν λόγο για περίπου 150.000 άδειες διαμονής που έχουν εκπέσει της νομιμότητας από το ξέσπασμα της κρίσης.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Σχέδιο Νόμου για την Κύρωση του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ενταξης σηματοδοτεί την ευρύτερη πολιτική βούληση ώστε ορισμένες παραμετρικές αλλαγές, όπως η εφαρμογή των Κοινοτικών Οδηγιών για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος και τις ενιαίες άδειες διαμονής, να δρομολογηθούν επαρκώς. Ορισμένες διατάξεις, ωστόσο, εγείρουν προβληματισμό κυρίως σε σχέση με την έκδηλη αδυναμία να συλλάβουν τη δυναμική του φαινομένου στην εποχή της οικονομικής ύφεσης.

 

Με δεδομένο ότι το βασικό διακύβευμα είναι η επαναφορά στη νομιμότητα, το Σχέδιο Νόμου δίνει τη δυνατότητα αυτή μόνο στην κατηγορία των μεταναστών, με εκκρεμείς αιτήσεις ανανέωσης αδειών διαμονής ή σε κατόχους ειδικών βεβαιώσεων που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη κατά της απόφασης απόρριψης ή ανάκλησης της άδειας διαμονής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι μέλλει γενέσθαι με τους 150.000 που υπολογίζεται ότι έχουν εκπέσει της νομιμότητας καθώς και τους απορριφθέντες αιτούντες άσυλο. Μήπως θα έπρεπε να επεκταθεί η δυνατότητα επαναφοράς στη νομιμότητα και σε όσους έχουν απολέσει το καθεστώς διαμονής τους από το 2008 έως σήμερα; Ακόμη, η ευνοϊκότερη εφαρμογή της διάταξης για εξαιρετικούς λόγους θα μπορούσε να συμπεριλάβει και εκείνους που έχουν ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς με τη χώρα (π.χ. γονείς παιδιών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα).

 

Η νέα κατηγορία άδειας διαμονής δεύτερης γενιάς, από την άλλη, στερεί από μια ολόκληρη γενιά που γεννήθηκε ή/και μεγάλωσε στη χώρα τη δυνατότητα πρόσβασης σε ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων και την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων. Εάν η διάταξη αυτή δεν πλαισιωθεί από ειδικές ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν την πρόσβασή της στην ιθαγένεια, τότε, δύναται να μεταλλαχθεί σε εργαλείο κοινωνικού αποκλεισμού.

 

Οι σχετικές διατάξεις για τη Μετάκληση και την Εποχική Εργασία δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της «άτυπης» δυναμικής του φαινόμενου και την ανάγκη ορθολογικότερης διαχείρισής του. Διατηρεί ο νέος Κώδικας τις συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες που υπάρχουν εδώ και 20 χρόνια και παραγνωρίζει τη δυναμική της ελληνικής αγοράς εργασίας που στηρίζεται στις προσωπικές γνωριμίες και στα δίκτυα. Χρειάζεται μια πιο ευέλικτη πολιτική για την εποχική εργασία που να ανταποκρίνεται στην προσφορά και τη ζήτηση.

 

Μια τέτοια πολιτική θα δώσει κίνητρα στους Ελληνες εργοδότες να προσλαμβάνουν νόμιμα αλλοδαπούς εποχικούς εργάτες, και θα είναι εις όφελος όλων (εργαζομένων, εργοδοτών και ασφαλιστικών ταμείων). Το ερώτημα, αν ο Κώδικας Μετανάστευσης θα δώσει λύσεις τόσο στα παλαιά όσο και στα νέα προβλήματα (απο)νομιμοποίησης, θα απαντηθεί κυρίως κατά την εφαρμογή του. Οι καλές προθέσεις και τα καλογραμμένα νομοθετικά κείμενα δεν επαρκούν για να δώσουν αυτόματες λύσεις. Οσο για το φλέγον ζήτημα της κοινωνικής ένταξης και ιδιαίτερα της αναγνώρισης της ιδιότητας του πολίτη στη δεύτερη γενιά, το στοίχημα παραμένει ανοιχτό.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Ερευνήτρια στο Πρόγραμμα του ΕΛΙΑΜΕΠ για τη Μετανάστευση.

** Καθηγήτρια στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.

 

Scroll to top