Η νομπελίστα του 2007, που σημάδεψε με το έργο της το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, που περιπλανήθηκε περίεργη σε όλα τα μονοπάτια της γραφής και πέρασε από τον κομμουνισμό στον μυστικισμό και από τον ρεαλισμό στην επιστημονική φαντασία, ήθελε δεν ήθελε επηρέασε και τις ζωές των γυναικών. Το «Χρυσό σημειωματάριό» της εξακολουθεί να είναι Βίβλος των φεμινιστριών
Επιμ.: Β. Γεωργακοπούλου
Ο συμπατριώτης της Νοτιοαφρικανός, ο νομπελίστας Τζον Μάξγουελ Κουτσί, τη θεωρούσε «μία από τους μεγάλους οραματιστές μυθιστοριογράφους των καιρών μας». Η Βρετανή Αντόνια Σ. Μπάιατ την είχε αποκαλέσει «από τους λίγους προφήτες της λογοτεχνίας». Kαι όταν κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2007, σε ηλικία 88 χρόνων, γηραιότερη νικήτρια στην ιστορία του θεσμού, η Σουηδική Ακαδημία την είχε χαρακτηρίσει «επική συγγραφέα της γυναικείας εμπειρίας, που με σκεπτικισμό, φλόγα και ενορατική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό στην πιο εξονυχιστική διερεύνηση» – εννοούσε φυσικά τη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ. Οσο για το πιο διάσημο από τα βιβλία της, το «Χρυσό σημειωματάριο» (1962), αυτό έγινε, ήθελε δεν ήθελε η ίδια, φεμινιστικό εικόνισμα και Βίβλος.
Ολα τα παράπανω όμως η Ντόρις Λέσινγκ, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 94 χρόνων, είχε τη μοναδική ιδιότητα στο πέρασμα του χρόνου να τα ανατρέπει, να τα τσαλακώνει. Ηταν η γυναίκα που δεν μπήκε ποτέ σε στεγανά, που δεν ανέχτηκε ταμπέλες εθνικότητας, φύλου, ιδεολογίας ή λογοτεχνικής σχολής. Που πέρασε από τον πιο παθιασμένο και στρατευμένο μαρξισμό και κομμουνισμό στον μυστικισμό των σούφι. Που έβαλε πάγο στη φεμινιστική λατρεία για το «Χρυσό σημειωματάριο» λέγοντας: «Αν είσαι γυναίκα και σκέφτεσαι και λίγο, αναγκαστικα θα γράψεις για την κατάσταση των γυναικών, αλλιώς είσαι έξω από την εποχή σου». Για να κάνει ακόμα χειρότερα τα πράγματα, δηλώνοντας ότι η φεμινιστική επανάσταση γέννησε «μερικά από τα πιο αυτάρεσκα, με πλήρη ανικανότητα αυτοκριτικής, πλάσματα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου».
Η Λέσινγκ αφήνει πίσω της πάνω από πενήντα μυθιστορήματα και ένα τεράστιο πλήθος θαυμαστών σε όλο τον κόσμο, που τα τελευταία χρόνια πλήθυναν, ενώ, αντίθετα, οι κριτικοί την υποτιμούσαν ή την έκριναν αυστηρά. Κανένα πρόβλημα. Η ηλικιωμένη, αυθόρμητη, απλή κυρία, που ζούσε στο δυτικό Χάμστεντ του Λονδίνου παρέα με τον γάτο της Yum Yum ( από την όπερα «Μικάντο» των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν) και τον πενήνταρη γιο της από τον δεύτερο γάμο της, χάρισε στη μυθολογία των Νόμπελ την πιο χαριτωμένη σκηνή της. Εμαθε τη βράβευσή της επιστρέφοντας από τα ψώνια, έκανε δηλώσεις στον κήπο της με τις σακούλες στα χέρια και παρατήρησε: «Είμαι 88 χρόνων και δεν μπορούν να δώσουν το βραβείο σε κάποιον που έχει πεθάνει. Ετσι μάλλον σκέφτηκαν καλύτερα να μου το δώσουν τώρα, πριν τα τινάξω».
Διαβάζοντας Ντίκενς στη Ροδεσία
Η ζωή της ήταν μια συγκλονιστική περιπέτεια γεμάτη ανατροπές και δύσκολες αποφάσεις. Την έκλεισε σε πολλά βιβλία, και όχι μόνο στα αυτοβιογραφικά της. Γεννήθηκε ως Ντόρις Τέιλορ το 1919 στην Τεχεράνη από Αγγλους γονείς σημαδεμένους από τον Μεγάλο Πόλεμο. Ο πατέρας της είχε χάσει ένα πόδι, η μητέρα της τον έρωτα της ζωής της. Σε ηλικία 5 χρόνων ακολούθησε την οικογένειά της στη Ροδεσία. Ο τόπος τη διαμόρφωσε. «Δεν υπάρχει πιο τυχερός συνδυασμός για έναν λογοτέχνη από την υπέρμετρα βρετανική συμπεριφορά των γονιών του και την «άλλη ματιά» που του προσφέρει το μεγάλωμα σε μια ξένη χώρα» έχει πει. Διάβαζε πολύ, κυρίως βρετανικά βιβλία που παρήγγελνε η μητέρα της. «Οταν διαβάζεις Ντίκενς στη νότια Ροδεσία, κάνεις αναγκαστικά συγκρίσεις. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του Ολιβερ Τουίστ και ενός μαύρου παιδιού που δεν βρίσκει να φάει» έχει πει.
Εντεκα χρόνων, εσωτερική μαθήτρια σε μοναστήρι, δήλωσε ότι θα γίνει συγγραφέας. Στα 14 εγκατέλειψε το σχολείο και επέστρεψε σπίτι για να συγκρούεται με τη μητέρα της -μια πολύ δύσκολη σχέση μέχρι τον θάνατό της- και να διαβάζει βιβλία. «Μιας και δεν είχα κανονική εκπαίδευση ούτε άλλα προσόντα, ήμουν υποχρεωμένη να γίνω συγγραφέας» έχει πει. Δούλεψε σε τηλεφωνική εταιρεία στο Σαλίσμπουρι, πρωτεύουσα της Ροδεσίας, και το ’ριξε στα πάρτι, το αλκοόλ και το κάπνισμα. Τότε έκανε και τον πρώτο της γάμο με τον δημόσιο υπάλληλο Φράνκ Γουίλσον, δέκα χρόνια μεγαλύτερό της, και απέκτησε μαζί του ένα αγόρι και ένα κορίτσι. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλήξη από εκείνη που νιώθει μια έξυπνη γυναίκα όταν περνάει όλη τη μέρα της με ένα μικρό παιδί» έλεγε.
Εγκαταλείπει τα παιδιά της
Και τότε ήρθε και η πολιτικοποίηση στη ζωή της χάρη στους πρόσφυγες από την Ευρώπη, κυρίως διανοούμενους Εβραίους. Πάνε τα πάρτι, πάει και ο σύζυγος. Ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Γερμανό κομμουνιστή Γκότφριντ Λέσινγκ, με τον οποίο απέκτησε άλλο ένα παιδί. Ο γάμος δεν ήταν όμως το φόρτε της. Πριν κλείσει τα 30 της χρόνια, πήρε το μωρό της αγκαλιά, μπήκε σε ένα πλοίο και έφυγε για την Αγγλία. Αφησε πίσω της δύο γάμους και, το κυριότερο, δύο παιδιά, μια πράξη της που κρίθηκε και σχολιάστηκε πολύ, κυρίως επειδή δεν συνοδεύτηκε από εμφανή κατάθλιψη και πόνο. «Παρ’ όλο που αυτό που έκανα ήταν τρόμερό, ήταν και η πιο σωστή ενέργεια» επιμένει στην αυτοβιογραφία της. Και ανακαλεί την εξήγηση που έδωσε στα παιδιά της. «Τους είπα ότι θα άλλαζα αυτόν τον άσχημο κόσμο, ότι θα ζούσαν σε έναν κόσμο χωρίς φυλετικό μίσος και αδικία. Ημουν απόλυτα ειλικρινής».
Στο Λονδίνο πήρε μαζί της και το χειρόγραφο για το μυθιστόρημά της «Τραγουδάει το χορτάρι» (μια ιστορία για το φυλετικό μίσος στη Ροδεσία). Η λογοτεχνική φήμη της μεγαλώνει, ένας μποέμ, γοητευτικός κόσμος από καλλιτέχνες και συγγραφείς την αγκαλιάζει και απειλεί να την καταπιεί για μια ακόμα φορά στα ξενύχτια. «Δόξα τω Θεώ, δεν μπορούσα να πληρώνω μπεϊμπισίτερ» έχει πει. Η ευθύνη απέναντι στο μωρό της την έσωσε.
Το «μεγάλο λάθος» του κομμουνισμού
Είναι η εποχή που, όπως όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι της Μεγάλης Βρετανίας, οργανώνεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα (1952-1956), μια εμπειρία που καταγράφεται και στο «Χρυσό σημειωματάριο». Γρήγορα απογοητεύεται. «Ηταν ένα μεγάλο λάθος» έχει πει. Το 1964 ανακαλύπτει τη δεύτερη μεγάλη ιδεολογική περιπέτεια της ζωής της, τον σουφισμό, χάρη στο βιβλίο του Ιντρις Σαχ “The Sufis”. Επηρέασε πολύ το έργο της και ουσιαστικά την παρακίνησε να ανοιχτεί στην επιστημονικη φαντασία με τα πέντε μυθιστορήματα της σειράς «Ο Κάνωπος στο Αργος», που απογοητευσαν μερίδα του κοινού της (αρχες δεκαετίας του ’80)
Γενικά πάντως τα τελευταία χρόνια της ζωής της προκαλούσε με αμφιλεγόμενες δηλώσεις της, για παράδειγμα για την 11η Σεπτεμβρίου που τη βρήκε λιγότερο τρομακτική από τις τρομοκρατικές επιθέσεις του IRA στη Βρετανία.
Εκτός από το Νόμπελ, έχει πάρει πολλά άλλα βραβεία, σχεδόν τα πάντα, όπως έχει πει και η ίδια. Ανάμεσά τους το πολύ σημαντικό τού Πρίγκιπα των Αστούριας (2001), ενώ το 2005 μπήκε στη βραχεία λίστα για το πρώτο βραβείο Man Booker International.
Oι δυο γιοι της πέθαναν πριν από αυτήν. Ζει η κόρη της Τζιν, από την οποία είχε αποκτήσει δύο εγγονές.
* Πλούσια είναι η βιβλιογραφία της στα ελληνικά. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα: «Οι γιαγιάδες», «Το πέμπτο παιδί», «Το χρυσό σημειωματάριο», «Το πιο γλυκό όνειρο», «Η σχισμή», «Αναμνήσεις ενός επιζώντα», «Ο Μπεν στον κόσμο», «Το καλοκαίρι πριν από το σκοτάδι». Σε παλιότερες και ίσως εξαντλημένες εκδόσεις είχαν βγει τα «Τραγουδάει το χορτάρι» (Γνώση), «Μάρθα Κουέστ» (Οδυσσέας) κ.ά.