«Ο κάθε θεατής είναι είτε δειλός ή προδότης»[1]
Του Νικόλα Μιτζάλη*
Η Μάρω Δούκα στην «Αρχαία Σκουριά» συλλογιζόταν μέσω της Μυρσίνης ότι «[...] αν όλες οι πολυκατοικίες στη Στουρνάρη και στην οδό Πολυτεχνείου άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, αν φώτιζαν όλα τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ετούτα τα μεσάνυχτα δεν θα μπορούσαν να μας μακελέψουν»[2]. Είχε κάνει λάθος. Η εμπειρία της Ιστορίας δείχνει ότι ακόμη και εάν υπήρχε τέτοια μαζική συμβολική αντίδραση, η εξουσία δεν θα δίσταζε να προχωρήσει σε βίαιη καταστολή των εξεγερμένων. Η ουσιαστική αντίσταση προϋποθέτει πολίτες συνειδητοποιημένους και αποφασισμένους να πληρώσουν το τίμημα συγκρουσιακών πρακτικών.
Η ανοχή των πολυκατοικιών, της σιωπηλής πλειοψηφίας στην οποία ανήκε και ο πατέρας της Μυρσίνης, ο οποίος όταν του ζήτησε βοήθεια κάποιος μισερός μεταλλωρύχος τελικά αρνήθηκε (μολονότι παραλίγο να δακρύσει), κατά την επταετία, είναι η ίδια σημερινή ανοχή των καναπέδων, του κυρίαρχου θεατή-λαού που ούτε τα φώτα δεν ανοίγει.
Ο εκφοβισμός της εξουσίας και τότε και τώρα και πάντοτε μορφοποιεί στον μέσο πολίτη μια απλοϊκή συλλογιστική διλημμάτων στα οποία απαντά εκ προοιμίου η ίδια: καλύτερα εξαθλιωμένος και ζωντανός παρά επαναστατημένος και νεκρός (ή φυλακισμένος), ή ακόμα: καλύτερα υποαμειβόμενος και χωρίς εργασιακά δικαιώματα παρά άνεργος. Αυτή η μορφοποίηση φυσικά συνεπικουρείται από το αίσθημα ματαίωσης που καλλιεργείται από την προπαγάνδα του μονόδρομου του Μνημονίου και της εκ προοιμίου καταστροφικής αποτυχίας των όποιων εναλλακτικών προτάσεων, αλλά και από μια ιδεολογική σύγχυση που οι κυρίαρχες φωνές προσπαθούν να διαχύσουν στην κοινωνία, βασιζόμενες στις αντιδραστικές προκαταλήψεις (διαμορφωμένες από τον καταναλωτικό ναρκισσισμό) και στην άγνοια. Ετσι η εξουσία ολοένα διευρύνει την επιθυμητή ακινησία/υποταγή του πλήθους.
Ωστόσο, η παιδαγωγική αυτή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής δεν φαίνεται να κάμπτει την πολιτική αντοχή του κύριου αντιπάλου της, της Αριστεράς, η οποία διατηρώντας την ψυχραιμία της μπροστά σε κυβερνητικές προκλήσεις και ανήκουστες διαστροφικές κατηγορίες δίνει έναν αξιοπρεπή κοινοβουλευτικό αγώνα εξαναγκάζοντας το σύστημα σε ποικιλότροπες εκτροπές.
Η πρόταση μομφής της κυβέρνησης, έπειτα από την εκκένωση του Ραδιομεγάρου, και η συζήτηση στη Βουλή κατέδειξαν το αντιαισθητικό πρόσωπο και λόγο της κυβερνητικής εξουσίας που υποτιμώντας την κριτική ικανότητα του πληττόμενου λαού διολισθαίνει σε αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις του πολιτικού της λόγου, επενδύοντας σε απλουστεύσεις και δυϊσμούς προκειμένου να ψαλιδίσει τα ποσοστά των αντιπάλων της.
Η αναφορά των κυβερνητικών στελεχών στο υποτιθέμενο έλλειμμα αντιπολιτευτικής πολιτικής και οράματος συμπληρώθηκε από το παράδοξο επιχείρημα ότι για να βγούμε από το Μνημόνιο θα πρέπει να το υποστούμε. Η κατηγορία της έλλειψης λύσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο παραβλέπει το μακροσκελές πρόγραμμά του αλλά, με μια ιδιότυπη «κοινή λογική» που ταυτίζεται με την προσωπική, απορρίπτει εξαρχής τις όποιες διαφορετικές λύσεις, καθώς θεωρεί δεδομένο ότι οι κυβερνώντες τις έχουν εξετάσει. Επιπλέον, στα όρια της διάκλεισης, υποστηρίχθηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετεωρίζεται μεταξύ «πεζοδρομιακών» και κοινοβουλευτικών τακτικών συνεχίζοντας την προσπάθεια σταδιακής εκπαραθύρωσής του από το «συνταγματικό τόξο».
Με τη σειρά του ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να διαχειριστεί την εκλογική του μεγέθυνση και τις κλιμακούμενες επιθέσεις, εμπίπτει, κατά πολλούς, σε χρηστομάθειες και σε σταδιακή οπισθοχώρηση από τον πρώην ριζοσπαστισμό του.
Η πρόσφατη αυτή κοινοβουλευτική συζήτηση ανέδειξε τα όρια και τα αδιέξοδα των κομματικών σχηματισμών οι οποίοι φαίνεται ότι έχουν εκπληρώσει το χρέος τους τουλάχιστον ως προς τις ιδεολογικές τους αφετηρίες. Ο λαός πρέπει να αποφασίσει να εισέλθει στο πολιτικό και να δράσει στο κοινωνικό χωρίς να περιμένει να πειστεί από κάποιο ιδεολόγημα.
Οι αποκλεισμένοι και οι πολλαπλά πληττόμενοι έχουν πια την κύρια ευθύνη της κοινωνικής αντίστασης/ανυπακοής. Πρέπει να βρουν τα ψυχικά αποθέματα να υπερβούν το «πένθιμο μούδιασμα», όπως έγραφε ο Νίκος Σιδέρης, να αποποιηθούν τον ρόλο του θεατή που η εξουσία τούς έχει αναθέσει και να ξύσουν την κυβερνητική σκουριά. Αυτοί, και όχι κάποιοι «άλλοι». Πάντως, όπως και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου 40 χρόνια πριν, οι θεατές παραμένουν δειλοί ή προδότες.
………………………………………………………………………………………………………………………………….
* Δρ αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
[1] Φραντς Φανόν, 1963, «The wretched of the earth» («Της γης οι κολασμένοι»), Εκδ. Grove Press, σ. 199
[2] Μ. Δούκα, 2008, «Η Αρχαία Σκουριά», Εκδ. Πατάκη, σ. 275