Της Εφης Μαρίνου
Ξεκίνησε σαν καλή χορεύτρια και χορογράφος. Και ξαφνικά άρχισε να γράφει θεατρικά έργα, ιδιαίτερα, αστεία, σουρεαλιστικά, που έγιναν τεράστιες επιτυχίες. Φέτος παρουσιάζει τον μονόλογο «Εγώ, η Γωγώ», με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου
Η Ελένη Γκασούκα ξεκίνησε ως χορεύτρια -υπήρξε η χορογράφος της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων- αλλά την κατάκτησε το θέατρο. Από το 2005 γράφει και σκηνοθετεί έργα που έγιναν επιτυχίες: «Ηρωες», «Φουρκέτα», «Φτωχούλα του Θεού» και τώρα «Εγώ, η Γωγώ». Η Γωγώ είναι μια γυναίκα που εξομολογείται την κατάθλιψή της, ενώ βρίσκεται σε μια σουρεαλιστική κατάσταση: έχει πέσει με το αυτοκίνητό της στον γκρεμό. Εγκλωβισμένη στα συντρίμμια, μεταξύ ζωής και θανάτου, επιδίδεται σ' ένα παραληρηματικό μονόλογο αναζητώντας βοήθεια. Για το δραματικό παρόν και το δραματικό παρελθόν της. Η ακριβοθώρητη Ελένη Γκασούκα μιλά για το τελευταίο της έργο, τη γυναίκα του τότε και του σήμερα, την κατάθλιψη, αρρώστια της εποχής μας, τον δικό της τρόπο να διαχειρίζεται τη ζωή και τη δουλειά της.
• Τελικά όλη η οικογένεια αφιερώθηκε στο θέατρο. Δεν γράφετε μόνο εσείς και ο σύζυγός σας Θοδωρής Αθερίδης, αλλά και η κόρη σας Φωτεινή.
«Αν και μας έχει απαγορεύσει να μιλάμε γι' αυτήν, η Φωτεινή είναι ένα πλάσμα φωτεινό. Από μικρή βλέπει τον αγώνα των γονιών της. Παρατηρεί αυτό που κάνουμε, την επιτυχία και την αποτυχία, τη δυσκολία, τα όχι και τα ναι μας, τη δουλειά και την αναδουλειά. Σαφώς τα παιδιά των καλλιτεχνών επηρεάζονται σχετικά με τον προσανατολισμό τους. Το δικό μας μεγάλωσε μέσα στα θέατρα. Κι ενώ στην αρχή ήθελε να σπουδάσει ψυχολογία, στην Γ' Λυκείου το ξεφούρνισε. Χαίρομαι που αποφασίζει μόνη της για τα πάντα, αλλά κυρίως μου αρέσει που είναι παιδί που δεν θέλει να αποδείξει τίποτα. Διεκδικεί το δικαίωμά της στην αθωότητα, τη σαχλαμάρα, τη σοβαρότητα. Ναι, την θαυμάζω. Είναι η επιτυχία της ζωής μου. Εχουμε μια κανονική σχέση μάνας-κόρης. Βλέπω ένα παιδί που έχει κληρονομήσει στοιχεία μιας κλασικής Ελληνίδας μάνας, αλλά συγχρόνως κρατά τις αποστάσεις. Αν χρειαστεί με βάζει στη θέση μου».
• Τι εννοείτε κλασική Ελληνίδα;
«Ενα μέρος, μεγαλύτερο από το μισό μου, αντλεί από αυτό που λέμε ελληνική παραδοσιακή οικογένεια, κάτι που επηρεάζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μου. Ακούγεται λίγο περίεργο, αναχρονιστικό, αλλά έτσι το αντιλαμβάνομαι, αν θέλω να είμαι ειλικρινής. Υπάρχουν οι σπουδές μου, ο χορός, η μουσική, αλλά μαζί κι ένα κομμάτι που με ελκύει λες και είναι γονιδιακό, που πηγάζει από έναν βαθύ συντηρητισμό. Αλλωστε από εκεί δανείζομαι τα θέματά μου».
• Το περιβάλλον σας πώς αντιμετωπίζει αυτό τον συντηρητισμό;
«Νιώθω ότι οι άνθρωποι με σέβονται, με εκτιμούν, με αγαπούν, αλλά αυτή την πλευρά μου δεν την αποδέχονται. Το θεωρούν κόλλημα, στασιμότητα. Και στενοχωρούνται γιατί γνωρίζοντας και το άλλο κομμάτι μου, θεωρούν ότι πρέπει να αλλάξω».
• Δεν σκεφτήκατε ποτέ να ανατρέψετε αυτήν τη νοοτροπία;
«Πολλές φορές. Είμαι μελό, δραματική ως άνθρωπος. Και αργώ να πάρω αποφάσεις. Αυτό που δημιουργώ γράφοντας, συνήθως, απηχεί τη δική μου επιθυμία ανατροπής. Την πάλη για ένα προχώρημα που θα με απελευθερώσει από διάφορους εγκλωβισμούς. Ισως η ψυχανάλυση που ξεκίνησα πρόσφατα να ανοίξει κάποιες πόρτες και να βοηθήσει».
• Δίνετε την εικόνα μιας ψύχραιμης, συγκροτημένης και δημιουργικής γυναίκας. Τι είναι αυτό που μπορεί να σας οδηγεί σε ψυχική δοκιμασία;
«Ο,τι και πολλούς άλλους γύρω μας: ο εγωισμός και η αδυναμία μας να του αντιπαρατεθούμε. Το αίσθημα να ερμηνεύεις τους άλλους με τον δικό σου τρόπο, να απαιτείς να είναι έτσι όπως εσύ θα ήθελες. Ετσι όμως εγκλωβίζεσαι σε στεγανά, σε λάθος εικόνες και αντιλήψεις για τους άλλους και για εσένα τον ίδιο, με αποτέλεσμα να νιώθεις αδικημένος. Αν εξετάσεις προσεκτικά και αντικειμενικά το ποιος είσαι, διαπιστώνεις ότι ο εγωισμός κινητοποιεί το δράμα σου. Κι αυτόν τον χειρότερο εαυτό δεν τον γνωρίζει καλύτερα κανένας άλλος από εμάς τους ίδιους. Νομίζουμε ότι κάτι μαγικό θα συμβεί και όλα θα τακτοποιηθούν ή ότι κάποιος άλλος θα βρει τη λύση για μας. Και ο χρόνος περνά συσσωρεύοντας τα απότοκα μιας λάθος προσέγγισης».
• Στη Γωγώ τι έχετε μεταγγίσει από τον εαυτό σας;
«Την κατάθλιψη, στην οποία βυθίζεται ο άνθρωπος, είτε γυναίκα είτε άντρας, όταν μάλιστα διανύει ένα επικίνδυνο ηλικιακό φάσμα. Στη “Γωγώ” βλέπουμε την ψυχική κατάρρευση μιας γυναίκας και τη γελοιότητα του δράματός της. Καθώς επίσης και τον επίμονο αγώνα της να απεγκλωβιστεί από τα ερείπια του αυτοκινήτου, δηλαδή από τα συντρίμμια της ζωής της. Αρχίζει και μετράει μέχρι να μετακινήσει από πάνω της τα παλιοσίδερα. Αυτό θα ήθελα κι εγώ. Να αρχίσω να μετράω, γιατί αυτό έχει τη σημασία του. Είσαι δρων, παλεύεις, δεν το βάζεις κάτω. Ανάβει ένα φως μέσα σου που δείχνει κάποιο δρόμο αντίστασης. Η Γωγώ ήταν έργο που με δυσκόλεψε περισσότερο από ποτέ. Το ολοκλήρωσα σε πέντε μήνες και με πολλές ημικρανίες».
• Το χιούμορ σώζει ή του πιστώνουμε περισσότερα από όσα αντέχει;
«Ποτέ δεν ξεκινώ να γράφω προσδοκώντας στο αστείο. Απλά προκύπτει. Τα έργα τα συλλαμβάνω πρώτα κινησιολογικά. Ενα χέρι που βγαίνει μέσα από ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο, για παράδειγμα. Μου αρέσει η κατάσταση, όχι η ατάκα. Θυμάμαι ένα κωμικοτραγικό περιστατικό στην κηδεία του πατέρα μου στο Μεσολόγγι. Ξαφνικά βλέπω αυτοκίνητο να παρκάρει και να βγαίνουν έξι μαυροντυμένες γυναίκες, εντελώς άγνωστές μου, οι οποίοι με παραμερίζουν κι αρχίζουν το μοιρολόι… Αρχισα να γελάω μέσα στην εκκλησία. Ενώ οι δικοί μου βρίσκονταν χρόνια στην Αθήνα, κάποιοι θείοι έκαναν δώρο στον θάνατο του πατέρα μου τις μοιρολογίστρες… Αυτό δεν είναι το ακραίο της ζωής; Η γελοιότητα μιας δραματικής κατάστασης; Στο θέατρο όπως και στην πραγματικότητα όλα κινούνται σ' αυτή την κόψη».
• Πάντως, στο κέντρο των έργων σας βάζετε τη γυναίκα.
«Οχι πάντα. Δεν βλέπω φύλο, ας αφήσουμε ότι γράφω καλύτερα για τους άντρες. Το θέμα είναι ο εγκλωβισμός του ανθρώπου. Η Γωγώ θα μπορούσε να είναι ένας γιάπης, ένας απλός εργαζόμενος. Σκέφτηκα τρεις ηθοποιούς για τον ρόλο. Επικράτησε η ιδανικότερη κατά τη γνώμη μου. Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου φέρει κάτι γήινο, βαλκανικό, δούλεψε με σοβαρότητα και μέθοδο. Με εμπιστεύτηκε, βούτηξε με μέτρο στο δραματικό. Η Γωγώ μού μοιάζει, αλλά συγχρόνως έχει κάτι που στερούμαι: μιλάει και στο τέλος παλεύει. Αυτό που καλούμαστε να διαπραγματευτούμε είναι η αλήθεια μας. Είναι εύκολο να αγαπάς τη δύναμη του άλλου, να θαυμάζεις την προσωπικότητά του. Το δύσκολο είναι να αγαπήσεις το ελάττωμα, την ανημπόρια του, αυτό που πάει να κρύψει. Κι αυτό αφορά και τα δύο φύλα. Ομως είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα, σχεδόν αφόρητο».
• Εσείς δεν μιλάτε;
«Δυσκολεύομαι να μιλάω για μένα. Ισως οφείλεται στα παιδικά μου χρόνια, που ο αριστερός πατέρας ήταν πάντα κυνηγημένος. Υπήρχε μια αγωνία στο σπίτι για τη δουλειά που βρέθηκε και δεν πρέπει να χαθεί, μια μυστικότητα, ένας κώδικας σιωπής. Η μητέρα μου υπέφερε από ημικρανίες, αλλά δεν μιλούσε. Την έβλεπα σφιγμένη και αναρωτιόμουν: “Φταίω εγώ ή κάτι άλλο συνέβη;”».
• Οι παλιές γυναίκες είχαν καλύτερη ζωή;
«Δεν το πιστεύω, αλλά τότε δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης με ζωή ελεύθερη, ανεξάρτητη. Σήμερα τα θέλουμε όλα. Κι έτσι παγιδευτήκαμε σε δεκάδες θέλω και αντιφάσεις. Επιθυμούμε να είμαστε φρέσκες και αθώες και συγχρόνως δυναμικές και παρεμβατικές. Με απασχολεί ο χρόνος που περνά. Θα ήθελα να γεράσω και να συμβαδίζει το μυαλό με την εμφάνισή μου, όχι προς χάριν της ομορφιάς. Να αφήσω τα μαλλιά μου λευκά, αλλά να μην μπω στη μιζέρια της ηλικίας. Να βρίσκω πράγματα να κάνω, να νιώθω ότι είμαι παρούσα».
• Η κρίση σάς επιβάρυνε;
«Από κάθε πλευρά. Πέρα από την καθημερινότητα -όλα συρρικνώθηκαν- παλεύω τη διαδικασία γραφής με νύχια και με δόντια. Δεν ήμουν ποτέ μπροστά στα φώτα, στο προσκήνιο, από τα χρόνια του χορού μέχρι σήμερα. Νιώθω ερασιτέχνης στο θέατρο. Φυσικά με ενδιαφέρουν τα καλά λόγια και θέλω ένα θέατρο γεμάτο, αλλά κυρίως με ικανοποιεί να ξέρω ότι αυτό που διηγούμαι μέσω της σκηνής έφτασε έστω σε μια ψυχή στην πλατεία. Η σχέση με τους ηθοποιούς είναι επίσης συνδεδεμένη με το κείμενο. Θέλουν να βρίσκομαι στο θέατρο, όχι για να διορθώνω, αλλά για να αισθάνονται την παρουσία μου. Κι αυτό μου αρέσει πολύ».
• Σκηνοθετείτε κι ένα μουσικό θέαμα στο Fuzz.
«Είναι μια μπουρλέσκ μουσική παράσταση με τους Πάνο Μουζουράκη και Θανάση Αλευρά, με κείμενα που αντλούν από την κατάσταση που βιώνει η χώρα. Στοχεύουμε στη διασκέδαση του κοινού. Κάθε Παρασκευή θα έχουμε ένα καλεσμένο τραγουδιστή, ο οποίος θα “υπακούει” σε μια συγκεκριμένη συνθήκη. Θα κάνει αυτά που του ζητάμε. Και φυσικά θα τραγουδάει, αλλά με κάπως διαφορετικό τρόπο. Για το μέλλον σκέφτομαι ένα ενδιαφέρον βιβλίο που έχει γράψει η αδελφή μου, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρόδου, επικεντρωμένο στην κοινωνική ζωή της γυναίκας στα χρόνια του Αλ. Παπαδιαμάντη, παίρνοντας αφορμή από πολλά έργα του. Είναι καλογραμμένο και ερεθιστικό για το θέατρο, αλλά απαιτεί μεγάλο όγκο δουλειάς και χρόνο».
INFO: Θέατρο Αθηνών (Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου 10 Τηλ.:2103312343) «Εγώ η Γωγώ». Κείμενο-Σκηνοθεσία: Ελένη Γκασούκα. Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Φιλίππου. Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Μουσική επιμέλεια: Πάνος Σουρούνης. Ερμηνεύει: Ελισάβετ Κωνσταντινίδου. Συμμετέχει ο Νίκος Πιζάνης. Κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη.
e.marinou@efsyn.gr