24/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ποιητής το επάγγελμα στίχων

Μιχάλης Κατσαρός: «Πάρτε νερό», «Αντισταθείτε»….
      Pin It

Μιχάλης Κατσαρός: «Πάρτε νερό», «Αντισταθείτε»…

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Μιχάλης Κατσαρός«Κατσαρός λέγομαι επίθετον παραληφθέν / από ετών / ποιητής το επάγγελμα στίχων / κι ακόμη ποιητής ωδών και τραγουδιών». Γραμμές από σύντομη αυτοβιογραφία του Μιχάλη Κατσαρού, που έφυγε από τη ζωή, 21 Νοεμβρίου 1998, πριν από 15 χρόνια, στα 79 του.

 

Και μόνο οι διαχρονικοί στίχοι του: «Μην αμελήσετε. / Πάρτε μαζί σας νερό. / Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία» στο «Κατά Σαδδουκαίων» (που έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης), μαζί με το ποίημα «Η Διαθήκη μου», στην ίδια συλλογή, όπου το επαναλαμβανόμενο «Αντισταθείτε» (που το κουτσούρεμά του, στην πρώτη δημοσίευσή του, στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Λόγος», το 1950, προκάλεσε την αντίδραση του ποιητή με το «Υστερόγραφο», που τελειώνει με τον στίχο: «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν»), θα αρκούσαν να του χαρίσουν την αθανασία. Αλλά έχει γράψει κι άλλα ενδιαφέροντα – ποιήματα και πεζά.

 

Εκκεντρικότητα

 

Ηταν γύρω στο 1980, όταν θελήσαμε με τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη να κάνουμε ένα τηλεοπτικό πορτρέτο του Κατσαρού για το «Παρασκήνιο». Πήγαμε για «πρόγευση» στο ταπεινό ημιυπόγειο διαμέρισμά του, κοντά στο Καλλιμάρμαρο, όπου μας δέχτηκε, μέσα σ’ εκείνη την ένδεια, με αρχοντική ευγένεια. Πιάσαμε κουβέντα. Δύσκολο να συνεννοηθούμε. Πρέπει να μας έκανε και λίγο πλάκα, γιατί άλλα ρωτούσαμε άλλα απαντούσε. Εννοούσε να εστιάσει την κουβέντα σε κάποια αναστήλωση βυζαντινών εικόνων που έκανε και έδειχνε κάτι περίεργα σχέδια σε χαρτί.

 

Τελικά το κομμάτι το έκανε (Ιούλιος 1982) ο σκηνοθέτης γιος του, Στάθης Κατσαρός, με ελάχιστη δική μου συμμετοχή.

 

Πρέπει να ομολογήσω πως άλλοι συνάδελφοι τα κατάφεραν καλύτερα. Οπως ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, που αρχίζει τη συνέντευξή του (περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Αντίο παλιέ κόσμε») με την ερώτηση: «Κύριε Κατσαρέ, συζητιέται πολύ πως καλλιεργείτε κάποιαν εκκεντρικότητα…» Και η απάντηση:

 

«Να σας πω τι καλλιεργώ τώρα: είχα μια πήλινη γλάστρα, δίχως τίποτα, με κάτι γράμματα που ’χα χαράξει πάνω – την είχα στο παράθυρό μου. Τη φύλαξα αυτή τη γλάστρα που μου άρεσε πολύ (λόγω των γραμμάτων που έλεγαν κάτι στίχους μου), τη φύλαξα είκοσι χρόνια. Και τώρα, έπαθε κάτι τρομερό: χωρίς να φυτέψω τίποτα, επέταξε μια μολόχα. Γιατί η γραφή μου πάνω στον πηλό εφύτρωσε μια μολόχα; Αυτό είναι το πρόβλημά μου!»

 

Η εκκεντρικότητα ήταν προφανώς μόνιμο στοιχείο της –αναμφισβήτητα ευφυούς– προσωπικότητάς του. Οπως και η ένδεια. Γεννημένος το 1919 στην Κυπαρισσία, σπούδασε μηχανικός αεροπλάνων και υπηρέτησε ως ιπτάμενος υπαξιωματικός στον ελληνοαλβανικό πόλεμο. Νεαρός εντάχθηκε στην Αριστερά και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Kαι για βιοπορισμό, διάφορα επαγγέλματα – μερικά σχετικά και με τη δημοσιογραφία.

 

Με τον Θεοδωράκη

 

Στα δύσκολα εκείνα χρόνια γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη (που εκτός των «Σαδδουκαίων» του έχει μελοποιήσει «Αυτούς που βλέπεις», τη « Μαγιοπούλα» – ενώ ποιήματά του έχουν μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Αργύρης Κουνάδης κ.ά.). Συγκατοικούσαν τότε, κάτω από άθλιες συνθήκες, σ’ ένα υπόγειο στο Χαλάνδρι. Στην αυτοβιογραφία του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», ο Θεοδωράκης γράφει για την πείνα και τις μεθόδους του Κατσαρού να την κορέσουν:

 

«Υπήρχαν πολλοί νέοι ποιητές που ήθελαν να τον γνωρίσουν, κι αυτός τους έδινε ραντεβού σε λαϊκά εστιατόρια. Μιλούσαν για ποίηση, ενώ συγχρόνως παράγγελναν μεζέδες. Ο Κατσαρός έτρωγε όπως όπως, οι δε επίδοξοι ποιητές πλήρωναν. Αρχισα κι εγώ να πηγαίνω μαζί του. Τι αγωνία μέχρι να φέρει το γκαρσόνι το πρώτο πιάτο! Ευτυχώς εγώ δεν μιλούσα. Ετσι εξοικονομούσα δυνάμεις… Φεύγαμε αργά, μισοπεθαμένοι, μισοχορτασμένοι, μισοπεινασμένοι, πέφταμε κατάκοποι στα φθαρμένα καθίσματα των τελευταίων λεωφορείων για το Χαλάνδρι».

 

Πιο κάτω ο Θεοδωράκης αναφέρεται στην επίδραση που δέχτηκε από τον ποιητή: «Ηταν η εποχή που έγραψε τα καλύτερά του ποιήματα και ανάμεσά τους τους “Σαδδουκαίους”, αυτά τον ανέδειξαν σ’ έναν από τους πρώτους ποιητές της μετεμφυλιακής εποχής». Εκεί ωστόσο και η διαφωνία του συνθέτη με τις επαναστατικές ιδέες του Κατσαρού, «που καταλύανε χωρίς οίκτο και μισόλογα ολόκληρη την κατεστημένη Αριστερά σε τοπική και διεθνή κλίματα».

ΣΗΜ.: Το βιβλίο «Το μελάνι που φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία», ανθολογημένο από τον Ηλία Γκρη, στο οποίο αναφέρθηκα το περασμένο Σάββατο, ξαναβγήκε πρόσφατα, αναθεωρημένο και συμπληρωμένο, από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαίσιο

 

Πριν από έντεκα χρόνια, διαβάζοντας κάπου ότι ο εκδοτικός οίκος «Αγκυρα», που είχε ιδρυθεί το 1890, συνέχιζε τη δραστηριότητά του από την ίδια οικογένεια, θέλησα, σ’ έναν τόπο που ταλανίζεται από ασυνέχειες και ανεπρόκοπους κληρονόμους, να γνωρίσω τους συνεχιστές του. Ηταν οι δισέγγονες του ιδρυτή: Αναστασία, Δήμητρα και Αννα, που είχαν διαδεχθεί τον, δρώντα ωστόσο, πατέρα τους Δημήτρη Παπαδημητρίου, εγγονό του συνονοματεπώνυμου παππού του. Για τον επιπλέον λόγο, ότι όντας πιτσιρίκος σιτιζόμουν πνευματικά από τις περιοδικές εκδόσεις της «Αγκυρας» και ειδικότερα του «θρυλικού» «Γκαούρ Ταρζάν». Και πήρα μια οικογενειακή συνέντευξη, με τον πατέρα, τη σύζυγό του Χαρά (εκδότρια επίσης και συγγραφέα) και τις τρεις κόρες.

 

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έφυγε την περασμένη εβδομάδα από τη ζωή, χτυπημένος από την παλιοαρρώστια, απολαμβάνοντας ωστόσο των φροντίδων και της στοργής της σφιχτοδεμένης οικογένειάς του. Από μικρός στα εκδοτικά, είχε διαδεχθεί το 1968 τον θανόντα πατέρα του Απόλλωνα, με εκδόσεις που καλύπτουν όλες τις ηλικίες, με έμφαση στο παιδικό βιβλίο, συνδυάζοντας ποιοτικό περιεχόμενο και εμφάνιση.

 

Η ιδιόκτητη έδρα της «Αγκυρας» στους Αγίους Αναργύρους και το βιβλιοπωλείο – πολυχώρος, στο ανακαινισμένο από τους ίδιους νεοκλασικό στην οδό Σόλωνος, δηλώνουν την αδιάπτωτη συνέχεια. Εξ ου και η παρούσα μνεία για τον εκλιπόντα Δημήτρη Παπαδημητρίου, που εκτός από υποδειγματικός επιχειρηματίας και οικογενειάρχης ήταν κι ένας γλυκύτατος άνθρωπος, του οποίου η απώλεια κατέθλιψε όσους είχαν την καλή τύχη να τον γνωρίσουν. Και τι καλύτερο για τη μνήμη του από τη γόνιμη συνέχεια του ηλικίας 123 ετών οίκου τους.

 

ΚΑΙ… Ευτυχώς που υπάρχει η μπάλα.

 

[email protected]

 

 

Scroll to top