Αποδυναμώσαμε τη δυνατότητά μας να ακούμε πραγματικά αυτά που λέγονται
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*
Oταν πεθαίνει ένας αγαπημένος λογοτέχνης, ποιητής, δοκιμιογράφος ο κόσμος που τον αγάπησε, τον διάβασε, τον πίστεψε, θρηνεί όχι μόνο για το πρόσωπο που πέθανε αλλά και για τη δυνατότητα που έδινε να ανασυσταθεί με μερικές χιλιάδες λέξεις ο κόσμος. Aλλωστε πάντα μέσα από τις λέξεις διατηρούμε την κρυφή ελπίδα της νέας γέννησης, του θαύματος αυτού που θα συμβεί εντός των ψυχών και των κοινωνιών. Σε αυτό άλλωστε στοχεύει και η ψυχανάλυση, αλλά και η πολιτική και η λογοτεχνία. Πριν από μερικές ημέρες έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 η τιμημένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ντόρις Λέσινγκ. Για το έργο της θα υπάρξουν πολλοί, όπως έχουν υπάρξει, που θα μιλήσουν. Aλλωστε ανήκει πλέον στη χορεία των αθάνατων εκείνων που τόλμησαν να τοποθετήσουν σε λέξεις το όραμα για το δικό τους ανθρώπινο βασίλειο. Και αυτό κανείς δεν μπορεί να το γκρεμίσει.
Παρακολουθούσα ξανά, με αφορμή την ημέρα της ανακοίνωσης του θανάτου της, τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε απέναντι στα ΜΜΕ που την περίμεναν έξω από την είσοδο του σπιτιού της για να της ανακοινώσουν ότι κέρδισε το Νόμπελ. Μια γυναίκα ήδη σε προχωρημένη ηλικία αλλά και με μεγάλη διανοητική ενάργεια τίμησε με την απάντησή της το διαχρονικό έργο της. Με σεβασμό απέναντι στις λέξεις, οι οποίες έχουν βαρύτητα και δεν εκτοξεύονται με ευκολία, αναρωτήθηκε «τι θα ήταν πιο αρμόζον να πω σε μια τέτοια περίπτωση;» Μια γυναίκα που πέρασε όλη της τη ζωή σκαλίζοντας λέξεις για να νοηματοδοτήσουν τις σκέψεις της, στέκεται με μια γόνιμη αμηχανία απέναντι στο αρμόζον, στο καλύτερο δυνατό, στον τρόπο που πρέπει να εκφραστεί εκείνη ως υποκείμενο σε σχέση με την κοινωνική αναγνώριση και τα προσωπικά της συναισθήματα.
Και ξαφνικά το μυαλό μου παίζει περίεργα, σχεδόν βρόμικα παιχνίδια. Ενώ είχα ορκιστεί ότι δεν θα ασχοληθώ με όλους αυτούς τους σημερινούς Ελληνες πολιτικούς, σκέφτηκα τους περισσότερους ανεβασμένους στη Βουλή, έτσι όπως τους παρακολουθήσαμε το βράδυ που κρινόταν η πρόταση μομφής. Πρέπει να προσέξω τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσω σε αυτό εδώ το κείμενο, για να αποτυπώσω το «μέγεθος» αυτών των ανδρών αναφορικά με τις λέξεις που με τη σειρά τους χρησιμοποίησαν εκείνο το βράδυ. Δυστυχώς, κανείς δεν σεβάστηκε τη στιγμή, την κατάσταση, τον εαυτό του και τους θεσμούς. Η σκέψη ότι ο μόνος τρόπος που εκφέρεται η πολιτική σκέψη και δημιουργεί ανάστημα είναι οι λέξεις, φαίνεται ότι από κανενός το μυαλό δεν έχει περάσει. Λέξεις ευκολίας, εντυπωσιασμού, φτηνού μαθητικού αστεϊσμού, κομπορρημοσύνης και χυδαίας μαγκιάς αποτυπώνουν τον χαρακτήρα όλων όσοι ασκούν σήμερα πολιτική. Οι λέξεις δεν γίνονται αντικείμενο επανόρθωσης, ανασύστασης και δημιουργίας ενός ήδη ταραγμένου και υπό κατάρρευση συστήματος, αντιθέτως επιβεβαιώνουν το κενό, το έλλειμμα, τη δυσλειτουργία. Επιτείνουν το πρόβλημα. Γόνοι αστικών οικογενειών, μεσοαστών, με προσόντα, υποτίθεται, με πτυχία, σπουδές και πορεία ζωής, επιδεικνύουν με θράσος τον στρεβλό ψυχισμό τους και τον τρόπο που επιβίωσαν πολιτικά, μέσα από ένα πιστολίδι εύκολων και χυδαίων λεκτικών τοποθετήσεων. Ούτε μια σταγόνα σκέψης δεν σπαταλήθηκε στον νου όλων αυτών των υπερ-σίγουρων ανδρών ότι δεν «ξέρουν την τύφλα τους», για να εκφράσουν με μεγαλύτερη προσοχή την αβεβαιότητα των ημερών και τη δική τους.
«Οι λέξεις αποτελούσαν αρχικά μέρος της μαγείας και στις μέρες μας ακόμη η λέξη διατηρεί την αλλοτινή ισχύ της. Με τις λέξεις ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει τον πλησίον του ευτυχισμένο ή να τον ωθήσει στην απελπισία» γράφει μεταξύ άλλων ένας άλλος σπουδαίος των λέξεων, ο ψυχαναλυτής J.B. Pontalis, ο οποίος έφυγε και αυτός από τη ζωή πέρσι περίπου τέτοιον καιρό.
Και ενώ με ανθρώπους σαν τον Πονταλίς και τη Λέσινγκ νιώθεις διπλά ευτυχισμένος, με κάτι άλλους εκλεγμένους ξεπερνάς τα όρια της απελπισίας.
Αναρωτιέμαι γιατί αποδυναμώσαμε τη δυνατότητά μας να ακούμε πραγματικά αυτά που λέγονται; Γιατί παραγνωρίζουμε στον δημόσιο βίο την αξία των λέξεων, έτσι όπως εκφέρονται και τοποθετούνται; Γιατί δεν αποκωδικοποιούμε το μέγεθος ή το έλλειμμα του ανδρός –του πολιτικού εν προκειμένω– από τον τρόπο που χειρίζεται τη δύναμή του, τις λέξεις που έχει στο οπλοστάσιό του; Και εάν αφήνουμε να περνάει «στα ψιλά» η επιρροή που μας ασκούν οι λέξεις, τότε τι άλλο έχουμε εφεύρει για να αντικαταστήσουμε τον τρόπο μας να υπάρχουμε;
Πόσο πίσω τελικά πηγαίνουμε ως κοινωνία; Και όχι λόγω κρίσης. Γιατί και αυτή είναι μια άλλη κακοποιημένη λέξη στον βωμό της υποκρισίας, της τύφλωσης και της εξυπηρέτησης άλλων συμφερόντων.
……………………………………………………………………………………………………….
* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια