Κάπου στην Πλάτσα, την κεντρική πλατεία στ’ Απεράθου, στεγάζεται το μικρό αλλά θαυμαστό λαογραφικό μουσείο – ένα απ’ τα έξι που διαθέτει το χωριό. Είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ηρωικού Απεραθίτη δικηγόρου Γιάννη Κατεινά, που έπεσε από τις σφαίρες των Αγγλων, στο Μεταξουργείο, τον Δεκέμβρη του 1944, πολεμώντας στις γραμμές του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Ηταν δεν ήταν 25 ετών. Πρόλαβε ωστόσο να γίνει αγαπητός σε όλη τη Νάξο, δίνοντας προσωπικό παράδειγμα ανιδιοτελούς αγωνιστή. Το μουσείο του ιδρύθηκε στα 1966, το ’κλεισε η χούντα και επαναλειτουργεί απρόσκοπτα από το 1987.
Οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν περισσότερα από χίλια εκθέματα. Ενδυμασίες, υφαντά, δαντέλες, κεντήματα, χρηστικά αντικείμενα και εργαλεία του βοσκού, του ζευγά και του σμυριδεργάτη. Είναι σαν να μπαίνουν σ’ ένα σπίτι του προ- προηγούμενου αιώνα. Εντυπωσιάζονται, ανάμεσα στ’ άλλα, από τις ανεμόκουνιες· μια πρωτότυπη φαντή κατασκευή που αιωρούνταν πάνω απ’ την καργιόλα· το σιδερένιο κρεβάτι του αντρόγυνου. Τοποθετούσαν εκεί τα μωρά και μ’ ένα κορδόνι τα κουνούσαν όταν ξυπνούσαν τη νύχτα.
Υπερήλικη η γιαγιά, κατοικούσε στην άκρη του χωριού και δεν είχε την ευκαιρία να χαρεί το εγγόνι της. Γυναίκα και παιδί έλειπαν έτσι από το πρωί και θα γυρνούσαν αργά, καθώς τα παλιά χρόνια συνηθίζονταν οι αρμένικες βίζιτες. Ο άντρας έτυχε να κλέψει εκείνη τη μέρα ένα ρίφι. Το ’σφαξε στην εξοχή, το χώρισε σε τέσσερα μέρη και το ’φερε στο σπίτι κρυμμένο σ’ ένα καλάθι με φρούτα.
Νοήμων και νομοταγής ο ιδιοκτήτης του ζώου, τον είχε παρ’ ελπίδα υποψιαστεί και σε λίγο βροντούσε την εξώπορτα μαζί με το απόσπασμα. Επρόκειτο για ένοπλα τμήματα που παρεπιδημούσαν στην ύπαιθρο με αποστολή την εξάλειψη της ζωοκλοπής. Τα αποσπάσματα δεν αστειεύονταν. Τύλιγαν τους κλέφτες σε μια κόλλα χαρτί και τους έστελναν δεμένους στη Σύρα· σε δικαστήρια που τους τιμωρούσαν συχνά σε πολύμηνη φυλάκιση.
Ιδιοφυής ο κλέφτης, φάσκιωσε το ρίφι καλά να μη φαίνεται, το ’βαλε ψηλά στην κούνια και τους άνοιξε. Οσο οι απρόσκλητοι επισκέπτες έκαναν φύλλο και φτερό την καμινάδα, το μαερειό, τη σάλα, την κάμαρα, την προστιάδα και το μαντζέ, εκείνος καθόταν σαν τον ψόφιο κοριό στην καργιόλα, λικνίζοντας τάχα μου το βρέφος. Τους έγνεφε μάλιστα να κάνουν ήσυχα για να μην το ξυπνήσουν. Οι ενδελεχείς έρευνες δεν έφερναν αποτέλεσμα.
Αποκαμωμένοι, του λένε χαμηλοφώνως: «Ξέρουμε πως το ’χεις πάρει εσύ, υπάρχουν μάρτυρες. Παραδέξου το, μπας και γλιτώσεις στη δίκη». Ο στοργικός πατέρας διαβεβαίωνε κατηγορηματικά την αθωότητά του. «Ορκίσου» του κάνει τότε ο ιδιοκτήτης. «Να φάω τα κοκαλάκια ευτηνού που κουνώ» τον αποσβολώνει. Ο βαρύτατος όρκος τον έκανε πιστευτό και αποχώρησαν άπραγοι. Βρήκαν νοστιμότατο το έδεσμα, γλείφοντας το βράδυ με τη γυναίκα του τα κόκαλα και δεν παρέλειψαν να ταΐσουν το μωρό με τη θρεπτικότατη σούπα. Ο άστατος και βροχερός καιρός εξακολουθεί.
Μετέωρος [email protected]