kouklospitoF

25/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ο Μουνής», Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κάτω Χώρος

Επαρχιακό «Κουκλόσπιτο» που γεννά «Βρικόλακες»

Σε ένα χωριό οι άντρες ακρωτηριάζουν, διαπομπεύουν, βιαιοπραγούν σε γυναίκες και παιδιά. Το διήγημα της Κιτσοπούλου, μια ψυχανεμισμένη ηθογραφία της μεταπολιτευτικής αποδόμησης, έγινε παράσταση από τον Παντελή Δεντάκη και κόβει την ανάσα. Οπως το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη.
      Pin It

Σε ένα χωριό οι άντρες ακρωτηριάζουν, διαπομπεύουν, βιαιοπραγούν σε γυναίκες και παιδιά. Το διήγημα της Κιτσοπούλου, μια ψυχανεμισμένη ηθογραφία της μεταπολιτευτικής αποδόμησης, έγινε παράσταση από τον Παντελή Δεντάκη και κόβει την ανάσα. Οπως το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

6657Αργησα να δω την παράσταση του Νέου Κόσμου, και κακώς άργησα. Είναι ήδη μέσα μου μία από τις πλουσιότερες δονήσεις της φετινής χρονιάς, από τις αμεσότερες ανατριχίλες της. Ο «Μουνής» της Κιτσοπούλου δίνει τη βάση για μια εντατική αποδόμηση της νεοελληνικής κοινωνίας των αρχών του ’80 και, για να είμαστε ειλικρινείς, της κοινωνίας μας διαχρονικά και εκ βάθρων.

 

Οταν το διήγημα κυκλοφόρησε στη συλλογή με τίτλο «Μεγάλοι δρόμοι» της Κιτσοπούλου, μερικά χρόνια πριν, είχε μάλλον περάσει άπραγο κάτω από τα μάτια μας. Τώρα που στη σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη και της ομάδας 4Frontal αναπνέει στη σκηνή, που τανιέται και αναπηδά, αποκτά οπωσδήποτε άλλες διαστάσεις. Για να δώσω μια τάξη μεγέθους, είναι κάτι ανάλογο του «Σπιρτόκουτου» του Οικονομίδη μεταφερμένου στον εξίσου κλειστό χώρο της ελληνικής επαρχίας. Εκεί που οι άνθρωποι εγκλωβίζονται πρώτα σε ένα όνομα-κουσούρι. Υστερα, σε ένα ήθος. Τέλος, σε ένα πεπρωμένο τόσο κλειστό και αεροστεγές, ώστε να προκαλεί ασφυξία.

 

Εδώ που τα λέμε, ασφυξία όχι για όλους. Ενας άντρας κόβει το αυτί του γιου του επειδή πιστεύει ότι έτσι καθαρίζει την τιμή του. Ο άλλος γιος οδηγείται στη νεύρωση και σε έναν τελετουργικό ευνουχισμό στο κομμωτήριο του χωριού. Η κόρη της οικογένειας παντρεύεται έναν άρρωστο νέο –γιο του παπά-, επειδή έτσι θα κλείσουν τα στόματα για την εγκυμοσύνη της. Στον γάμο που ακολουθεί ένα μικρό παιδί παραλίγο να ευνουχιστεί από τον λεβέντη πατέρα του. Και μια άλλη κοπέλα, κρεμασμένη κυριολεκτικά και μεταφορικά σε τσιγκέλι ανάμεσα στα αγαθά του οίκου στην αποθήκη, θα κραυγάσει κάποτε στο τέλος της ιστορίας, το τέλος της.

 

Στις τρεις υπο-ιστορίες της αφήγησης υπάρχει κάτι κοινό: είναι η θέση της γυναίκας (και του παιδιού κατά δεύτερο λόγο) σε αντιπαράθεση με την απόλυτη κυριαρχία, επιβολή και αυθαιρεσία του επιβήτορα, παντοδύναμου, αφέντη άντρα. Κοινό γνώρισμα σε αυτό το «χωριό» (πρόκειται στην πραγματικότητα για ακόμη μια «πόλη» της λογοτεχνίας μας) είναι ο άντρας που έχει το δικαίωμα να ακρωτηριάζει, να διαπομπεύει, να βιαιοπραγεί. Απέναντι σε αυτή τη δεδομένη νοοτροπία, διογκωμένη ώς τα άκρα των εντυπώσεων, οι γυναίκες είναι οι διαρκώς αμυνόμενες και καλυπτόμενες. Είναι –έχουν μετατραπεί- σε κάτι φοβισμένα, ελλιπή, ανταριασμένα ανθρωπάκια, όλο κακία και υπόκριση, ανηθικότητα και κανιβαλισμό, αντάξια τής βαθιά διχασμένης, υποκριτικής και μικρής ζωής τους.

 

Καταλαβαίνει άραγε κανείς από όλους αυτούς κάτι; Εχει άραγε επίγνωση από όσα συμβαίνουν; Και μήπως –ακόμη περισσότερο- μπορεί να δραπετεύσει από αυτήν την επαρχιακή τύρβη; Με εξαίρεση τον τελικό μονόλογο του έργου –που για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους είναι η πιο αδύναμη, διδακτική στιγμή του-, οι άλλοι δεν βιώνουν μόνο την εξωτερική βία, αλλά και την αναπαράγουν, τη μεταδίδουν, την ορέγονται και τη μιλούν. Είναι μια βία περασμένη στους νευρώνες, στη σκέψη και στο σώμα. Στη γλώσσα τους, στη ματιά, στον χορό, στο νεύμα. Μια κοινωνία που έχει πια τη βία για αρρώστια και για φάρμακο. Χωρίς αμφιβολία από αυτό το επαρχιακό «κουκλόσπιτο», θα γεννηθούν κάποτε «βρικόλακες».

 

Είναι και αυτό ηθογραφία. Μια ψυχανεμισμένη ηθογραφία της μεταπολιτευτικής αποδόμησης ή μια αλαφροΐσκιωτη α-ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας. Σε ύφος λαχανιασμένο, προφορικό και ψευδο-αυθεντικό, σε ύφος του κάμπου διαβρωμένο από την τηλεόραση, τα σκυλάδικα και τη ρητορική του κομμωτηρίου, η Κιτσοπούλου δημιουργεί ρεαλισμό στα όρια του γκροτέσκο και πέρα από αυτό στα όρια της σαδιστικής ακρότητας. Υπάρχει κάτι εδώ που φέρνει στον νου τον πεζογράφο Μάτεσι: μια σκληρότητα της ελληνικής ράτσας, ένα ανεστραμμένο όραμα λεβεντιάς και αντρίλας, μαζί με την ειρωνική είσοδο της υπερρεαλιστικής νότας και του υπερβατικού πλάσματος.

 

Τα πάντα όλα ακούγονται στην παράσταση των 4Frontal στο Κάτω Χώρο του Νέου Κόσμου (από τα πιο θαυμαστά υπόγεια της θεατρικής Αθήνας). Στο τσάμικο του χωριού, στις αλληλεπικαλυπτόμενες φωνές, στην υστερία, στο ξεφύλλισμα των περιοδικών, στις κουτοπόνηρες ερωτήσεις και κυρίως στην ατέλειωτη, ανελέητη κακία των προσώπων, των άσχημων, κακοσούλουπων και αηδιαστικών μαζί. Στη διδασκαλία του Δεντάκη το χωριό δείχνεται «στα μούτρα μας» όπως είναι: μια μάζα μίσους, μπολιασμένη με το θράσος της δεκαετίας που έρχεται, με τη βία της λεβεντιάς που αγιοποιείται στα πολιτικά και ιδεολογικά μπαλκόνια.

 

Σάτιρα ή ωμός ρεαλισμός, όνειρο ή κοινωνικοπολιτική διαπίστωση, ο «Μουνής» θα κόψει την ανάσα. Με τη συνεχή του ένταση, με την χωρίς αναισθητικό βύθιση στο θέατρο της σκληρότητας. Θα πω αυτό που αισθάνθηκα κάποτε και στο «Σπιρτόκουτο»: τίποτα εδώ δεν είναι ψέμα. Μόνο που χρειάζεται μια τέτοια αναπαράσταση για να δούμε τον κόσμο που έχουμε μπροστά στα μάτια μας, για τον οποίο καυχιόμαστε και αγωνιζόμαστε να διατηρήσουμε.

 

Ορθάνοιχτα σε αναφορές τα κοστούμια και σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα. Ενας ναΐφ κόσμος από χαρτί περιτυλίγει τη δράση, την αποτυπώνει και την αναπαράγει.

 

Πάνω στη σκηνή λειτουργεί μια δεμένη ομάδα, συντονισμένη στον ξέφρενο χορό της συλλογικής βίας και συγκάλυψης: Σταύρος Γιαννουλάδης, Θανάσης Ζερίτης, Ελένη Κουτσιούμπα, Νεφέλη Μαϊστράλη και Αριστέα Σταφυλαράκη.

 

Γνωρίζω ότι πολλοί θα αντιδράσουν στην εμμονική αντίδραση της Κιτσοπούλου ενάντια στην «κοινή μας» νοοτροπία. Σε άλλους πάλι ο δηκτικός οίστρος της, ως φόρμα και σύλληψη, περίγραμμα και περιεχόμενο, αρέσει. Οπως και να ’ναι, δείτε το.

 

Scroll to top