→Οι αποφάσεις κάνουν λόγο για εργαζόμενους που «αποστερούνται των υλικών όρων της ύπαρξής τους υπό συνθήκες μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πραγματικά αδύνατη»
Στο σκεπτικό της η πρόεδρος Πρωτοδικών που εξέδωσε τις ιστορικές αυτές αποφάσεις αναφέρει ότι:
* «Οι αιτούντες τίθενται σε διαθεσιμότητα με μοναδικό κριτήριο την κατηγορία και τον κλάδο, χωρίς επαρκή αιτιολογία για ποιον λόγο επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε άλλους εργαζόμενους της ίδιας κατηγορίας και του ίδιου κλάδου κατά παράβαση της αρχής της μη διακρίσεως».
* «Τέθηκαν σε διαθεσιμότητα χωρίς να προηγηθεί αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία αξιολόγησης. Ο νομοθέτης, λειτουργώντας ισοπεδωτικά, αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο τους ικανούς και ευσυνείδητους υπαλλήλους με τους αργόμισθους και τους ανεπαρκείς. Προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια διότι -ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητας και της προσφορότητας του μέτρου- πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα των οποίων η ζωή ανατρέπεται άρδην και τα οποία θυσιάζονται, χάριν των οικονομικών στοχεύσεων της κυβέρνησης και της περιστολής των κρατικών δαπανών, που αναγορεύονται σε σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, θέτοντας στο περιθώριο τον άνθρωπο ή μετατρέποντας αυτόν σε μέσο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Προσβάλλεται δε βάναυσα η προσωπικότητα των αιτούντων καθόσον απομακρύνονται από τη θέση της εργασίας τους και τους αποστερείται το δικαίωμα να εργαστούν».
Διακυβεύεται η αξιοπρεπής διαβίωση
* «Εξάλλου η καταβολή του 75% των αποδοχών τους, που ούτως ή άλλως υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης είχαν ήδη υποστεί δραματικές μειώσεις, σε συνδυασμό με την αλλεπάλληλη επιβολή νέων φόρων και “εισφορών” έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως των ιδίων και των οικογενειών τους, η οποία έχει τεθεί ως συνταγματικό όριο των μειώσεων των μισθών και των συντάξεων. Οι μεταβολές αυτές στη σύμβαση εργασίας, οι οποίες οδηγούν στη λύση τους, επέρχονται ανεξάρτητα από την πραγματική βούληση και τις ανάγκες των συμβαλλομένων σε αυτήν, θίγοντας στον πυρήνα του τη συμβατική ελευθερία».
Οι αποφάσεις κάνουν λόγο για εργαζόμενους που «αποστερούνται των υλικών όρων της ύπαρξής τους και μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πραγματικά αδύνατη. Δεν είναι επομένως επιτρεπτή η επιβολή μέτρων που βαρύνουν δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών έναντι άλλων ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων μέτρων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών, εάν τα προηγούμενα αποδείχτηκαν απρόσφορα».
Προς επίρρωσιν της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει οι αιτούντες, η οποία αγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της εξαθλίωσης, η κ. πρόεδρος αναφέρεται ξεχωριστά σε καθέναν από αυτούς. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση αιτούσας, ετών 47, μητέρας τριών παιδιών, που μετά τη θέση της σε διαθεσιμότητα λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές ύψους 540,18 ευρώ ενώ έχει λάβει δάνειο από το ΤΠΔ, για την εξόφληση του οποίου πρέπει να καταβάλλει μηνιαίες δόσεις ύψους 230,03 ευρώ και το άληκτο κεφάλαιο ανερχόταν στις 31.12.2008 στο ποσόν των 14.737,98 ευρώ!
Οι δικηγόροι που χειρίστηκαν την υπόθεση, Χρήστος Νικολουτσόπουλος (ο οποίος είναι και πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Εργατολόγων) και Δημήτρης Βασιλείου, δήλωσαν στην «Εφ.Συν.»:
«Η νομολογία στέκεται στο ύψος των περιστάσεων»
«Ευτυχώς η νομολογία στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Η κατάργηση των θέσεων των σχολικών φυλάκων έγινε χωρίς να ληφθεί καμία σχετική μέριμνα και αφήνει έκθετα τα σχολεία σε σοβαρούς κινδύνους, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή. Ο δε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης στη Βουλή παραδέχτηκε ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο τέθηκαν σε διαθεσιμότητα οι σχολικοί φύλακες ήταν ότι η κυβέρνηση είχε παραλείψει να εντοπίσει πλεονάζον προσωπικό, πράγμα που την “ανάγκασε” να λάβει τελικά άλλο ένα οριζόντιο μέτρο! Πώς θα μπορούσαν όμως παρόμοια επιχειρήματα να σταθούν σε ένα κράτος δικαίου ενώπιον της Ανεξάρτητης Δικαιοσύνης;»
K.Kατ.