Οπερέτα στο Ιδρυμα Κακογιάννη, Καμεράτα με Χάιντν στο Ωνάσειο
Του Γιάννη Σβώλου
Μέγιστη έκπληξη, που οφειλόταν αποκλειστικά στην ευφυΐα της σκηνοθεσίας του Αλέξη Ευκλείδη, υπήρξε η χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγή της οπερέτας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» (1921), που ανέβασε η εταιρεία λυρικού θεάτρου «Ραφή» στο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη τα Σαββατοκύριακα των εορτών (22-23 και 28-29/12/2012).
Το έργο δόθηκε σε δραστικά συρρικνωμένη, αξιοπρεπή ενορχήστρωση για πέντε όργανα (πιάνο, τσέλο, μαντολίνο, κοντραμπάσο, κλαρινέτο) του Μιχάλη Παπαπέτρου, ο οποίος και διηύθυνε την παράσταση. Συμμετείχαν δέκα μονωδοί –εξαιρετικοί οι Ναλμπάντης, Μπονταρένκο, Δημόπουλος, Φόρτη, Κότσαλη, Πασσάς, Μπιράκος!- και 13μελής χορωδία.
Ο σκηνοθέτης εκσυγχρόνισε τη δράση, εντοπίζοντας προφανείς παραλληλίες και αντιστοιχίες ανάμεσα στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις της οπερέτας του Χατζηαποστόλου και στην Αθήνα του άδοξου τέλους της Μεταπολίτευσης. Εχοντας δουλέψει εξαιρετικά τις επιμέρους καρατερίστικες προσωπογραφίες και μετατρέποντας τεχνηέντως το μουσικό μέρος σε κοινωνικό επισχολιασμό, έστησε ένα ακραίο μουσικοθεατρικό θέαμα, δοσμένο με επίτηδες τονισμένες δόσεις γκροτέσκου και υπερβολής γερά ριζωμένες στη μυθολογία της φτήνιας που έχουμε εμπεδώσει ελέω TV.
Ανθρωποι-σκουπίδια του νόθου βαλκανικού καπιταλισμού –άστεγοι νεόπτωχοι, πρεζόνια, μισοαφομοιωμένοι μετανάστες- και fashion victims της «υψηλής» κοινωνίας, που παραπαίουν στο παραλήρημα του ετοιμοθάνατου life style, συμφύρονται στο αβαρές πεδίο ενός χύδην κοινωνικού συγχρωτισμού, εμπλέκονται σε παιχνίδια εξαπάτησης, εκμετάλλευσης και ερωτικών αψιμαχιών.
Συνοδευμένο από τη χονδροειδή εναλλαγή εγχώριων παραδοσιακών ακουσμάτων και ξένης μουσικής που προτείνει η απλοϊκή παρτιτούρα του Χατζηαποστόλου –«κλαρίνα» με φοξτρότ ταιριάζουν όσο σουβλάκι με ουίσκι!- και καταλήγοντας μοιραία στο ξενερωτικά συμφιλιωτικό happy end, το όλο λειτούργησε ως φονικά τοξική αλλά ταυτόχρονα καθαρτική σκηνική φολία, κάτι σαν απανωτές ριπές από αφυπνιστικά χαστούκια μπροστά σε καθρέφτη!
Φεύγοντας συνέλαβα τον εαυτό μου να αναστοχάζεται τη βαθμιαία αποκαθιστάμενη ιστορία της πολιτιστικής ζωής του ελληνικού Μεσοπολέμου όπως κοιτάζει κανείς ένα παγόβουνο από κάτω…
Αθώες αλλά αυστηρές χάρες της «Δημιουργίας»
Δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες που η Καμεράτα συνεχίζει απτόητη να προσφέρει συναυλίες παλαιότερης μουσικής με όργανα εποχής, εδραιώνοντας μια παράδοση νεόκοπη για την Ελλάδα. Εντός των εορτών, ενισχυμένη με σολίστες πνευστών, σολίστα κρουστών και τον Μάρκελο Χρυσικόπουλο στο φορτεπιάνο, παρουσίασε στο Ωνάσειο τη «Δημιουργία» (1796-98) του Χάιντν υπό τον αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη (27/12/2012). Στην εκτέλεση συμμετείχαν η Μεικτή Χορωδία του Δήμου Αθηναίων και τέσσερις μονωδοί.
Εμπνευσμένο από τον Χέντελ αλλά μουσικά αντιπροσωπευτικό του κλασικισμού και σύγχρονο του πρώιμου Μπετόβεν, το δημοφιλές τριμερές ορατόριο αποτελεί έκφραση της βαθιάς θρησκευτικότητας του Χάιντν. Η μουσική μελοποιεί αποσπάσματα από τη Βίβλο και τον «Απολεσθέντα Παράδεισο» του Μίλτον, αφ’ ενός επενδύοντας ευρηματικά στην ορχηστρική εικονογράφηση των συμβάντων, αφ’ ετέρου υιοθετώντας επικούς/υμνητικούς τόνους στη φωνητική αφήγηση των κεφαλαίων της δημιουργίας.
Θεατρικά στιλιζαρισμένη, περισσότερο στιβαρή και αυστηρή, λιγότερο κομψή και ανάλαφρη, η εκτέλεση κινήθηκε συνειδητά στο πεδίο της ιστορικής ερμηνευτικής. Ο Μιχαηλίδης αξιοποίησε τις επιμέρους συνεισφορές οργάνων και επένδυσε στον τονισμό των αντιθέσεων, διαπλάθοντας δυναμικές σελίδες δράσης και κορυφώσεων, με αδρό, αιχμηρό ήχο και ισορροπημένη, αβίαστη προβολή των δομικών στοιχείων της κλασικής γραφής του Χάιντν.
Τους ρόλους των τριών αφηγητών αρχαγγέλων και των Πρωτόπλαστων μοιράστηκε ένα φωνητικά και εκφραστικά ισορροπημένο τρίο Ελλήνων μονωδών. Τραγουδώντας με καλαισθησία και άρτια τεχνική, η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη δάνεισε τη φωτεινή, εύκαμπτη φωνή της στην Εύα και στον Γαβριήλ, η νεανική, γλυκιά, καλοεστιασμένη φωνή του τενόρου Βασίλη Καβάγια ταίριαξε ιδανικά στις σελίδες του Ουριήλ, ενώ ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Ματθαιακάκης απέδωσε καλά τους ρόλους του Αδάμ και του Ραφαήλ˙ στο φινάλε τραγούδησε μαζί τους η μεσόφωνος Ιωάννα Βρακατσέλη. Καλή, με συμπαγή ήχο πρόβαλε η απόδοση της χορωδίας, ενώ η χρήση ανακλαστήρων υποστήριξε ιδανικά την προβολή των οργάνων εποχής.