01/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η νοσταλγία μιας άφθαρτης ουσίας

Τζίνα Πολίτη «Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη» Δοκίμια. Αγρα, 2013, σελ. .
      Pin It

Τζίνα ΠολίτηΤζίνα Πολίτη
«Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη»
Δοκίμια. Αγρα, 2013, σελ. 100

 

 

 

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

Η Τζίνα Πολίτη γνώριζε προσωπικά τον Οδυσσέα Ελύτη και μάλιστα ο τελευταίος τής είχε αφιερώσει τις «Εξη και μία τύψεις για τον ουρανό». Ομως η περίπτωση της ομότιμης καθηγήτριας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν μοιάζει με εκείνες όσων εξαίρουν το άτομό τους, καταθέτοντας τη μαρτυρία τους γύρω από τη γνωριμία τους με κάποιον διάσημο δημιουργό. Η προσέγγιση των ποιητικών έργων γίνεται, όπως και σε όλες τις δουλειές της, με βαθιά κρίση, οξυδερκή σκέψη και θεωρητική σκευή, χωρίς η προσωπική σχέση με το πρόσωπο του λογοτέχνη να αποτελεί τη βάση των δοκιμίων της (οι φωτογραφίες της με τον Ελύτη ακολουθούν άλλη κατεύθυνση σε σχέση με την αποστασιοποιημένη ματιά της μέσα στα κείμενά της).

 

Η επιστροφή, που ο τίτλος του μικρού τόμου προοιωνίζεται, ερείδεται εξ αρχής στη γλώσσα και στην καταγωγή της, η οποία χάνεται στους απώτατους κήπους της Εδέμ. Η τρέχουσα γλώσσα, πίστευαν εν γένει οι μοντερνιστές (βλέπε το κατατοπιστικό βιβλίο του Γ. Γιαννουλόπουλου για τις «Δοκιμές» του Σεφέρη), έχει φθαρεί από τη χρήση και την τριβή, και γι’ αυτό ο ποιητής αναπολεί μια άλλη ομιλία που να πηγάζει από τα πράγματα. Αυτή είναι ο απόηχος της παραδείσιας γλώσσας, η οποία διατηρεί τη γνησιότητα και τον ατόφιο χαρακτήρα της πρώτης λαλιάς, μιας φωνής αδιαχώριστης και στενά συνδεδεμένης με τον κόσμο. Ο Ελύτης παίρνει αποστάσεις από τη συμβατικότητα του σημείου, όπως την είχε ορίσει F. de Saussure, και αναζητεί -σ’ έναν αιώνιο γυρισμό- την πρώτη ουρανολαλιά του ανθρώπου, ώστε να επανασυνδεθεί με τα ίδια τα πράγματα και τους ήχους τους.

 

Πολύ πριν από το 2012, όταν η Τζ. Πολίτη έθεσε τη «Μαρία Νεφέλη» ως βάση για να διερευνήσει την ελυτική αναζήτηση της απώτερης πρωτολαλιάς, η δοκιμιογράφος είχε ερμηνεύσει το ίδιο ποίημα το 1979 σε άρθρο της στην «Καθημερινή», το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο ανά χείρας βιβλίο. Εκεί ο αποκαλυπτικός λόγος του ποιήματος, που παραπέμπει με την αντιφωνία του σε ποικίλα είδη λόγου και σε ονοματικές απηχήσεις (Μαρία-Παναγία και Νεφεληγερέτης Δίας ή Νεφελοκοκκυγία), έρχεται σε αντίθεση με την αντιποιητική εποχή μας. Με ανάλογο πρίσμα η καθηγήτρια βλέπει τον νόστο και στα «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», που ορίζουν τη μεγάλη αυτή νοσταλγία ως παιχνίδι. Ο ποιητής, εξηγεί η Τζ. Πολίτη, αυτονομεί το ποίημα από την πραγματικότητα, μετατρέποντάς το σε παιχνίδι μέσω της διακειμενικότητας. Τα υπο-κείμενα, η ειρωνεία, η παρωδία αφενός συνδέουν το έργο με ένα παλιότερο πρότυπο και αφετέρου, σε μια εκ φύσεως αντιφατική λειτουργία, επιχειρούν ένα είδος ρήξης, ώστε να ανανεώσουν -και όχι να αναπαλαιώσουν- τον λόγο. Ο ποιητής απολεπίζεται, καθώς χάνεται πίσω από το ποίημα.

 

Η μελετήτρια ασχολείται επίσης με το πρόσωπο του δημιουργού στην εμβληματική σύνθεση «Αξιον Εστί» και το συνδέει με τον τρόπο με τον οποίο ένα έθνος ξαναγυρίζει στις ρίζες του, για να ανατροφοδοτηθεί. Κι αν οι διανοούμενοι συχνά ακολουθούν μια ατομική πορεία προς τα πίσω, το άλλο μονοπάτι που χαρακτηρίζεται από την ιστορικο-πολιτιστική χροιά αφορά τη συλλογική επαν-οικειοποίηση του παρελθόντος. Το δημοτικό τραγούδι κάνει κάτι τέτοιο, αλλά και πολλοί λογοτέχνες κινούνται σ’ αυτήν τη γραμμή. Ο Ελύτης συγκεκριμένα βαπτίζει το ποίημά του σε μια διαλεκτική μεταξύ του ανθρώπου και της ιστορίας που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί. Αποδέχεται τον ρόλο του ποιητή να λειτουργεί ως εκπρόσωπος του συλλογικού «εμείς», κυρίως επειδή κάθε Ελληνας απεκδύεται την ατομικότητά του, όταν εκ γενετής εντάσσεται στην εθνική πορεία που ζει τη δική της τραγωδία.

 

Αν οι «αιώνιες φωλεές» της επιστροφής είναι για τον Κάλβο, σύμφωνα με την επισήμανση του Ελύτη, η μητέρα και η γενέθλια γη, τότε οι «φωλιές» του Ελύτη είναι η γλώσσα και η παράδοση. Μέσα σ’ αυτές, ή μάλλον στην προσπάθεια του ποιητή να τις ξαναβρεί, βρίσκεται και η πάλη του με τον χρόνο, μια σχέση «στωική», όπως την ορίζει η Τζ. Πολίτη, αφού ο λογοτέχνης, παίρνοντας τον χρόνο ανάποδα, επιχειρεί να καθαρίσει τη ματιά του από τη σκουριά που η ζωή έχει αφήσει. Η δοκιμιογράφος θεωρεί τη νοσταλγία εκείνον τον παράγοντα που εξηγεί τη σχέση του ποιητή με τη γλώσσα και την προσπάθειά του να προσεγγίσει με αυθεντικότητα το παρελθόν.

 

Scroll to top