Κι επανερχόμαστε –πιστοί στην υπόσχεση, που ήταν άλλωστε εύκολη- στα καφενεία, που όχι μόνο άντεξαν στην επίθεση της καφετέριας αλλά γνωρίζουν άνθηση.
Δύο είναι οι λόγοι. Ο ένας, ο σεβασμός στον πελάτη. Οι συνταξιούχοι ανέκαθεν ήταν οι τακτικότεροι θαμώνες: φτηνό καφεδάκι σε χοντρό φλιτζάνι, τάβλι, κολτσίνα, κομπολογάκι, τσιγαράκι (κομμένο τού είπε ο γιατρός, μετρημένο κατάλαβε εκείνος), μια μικρή παρασπονδία (ούζο με μεζέ –δυο ελιές, μισή ντομάτα) και το μεσημέρι στο σπίτι για φαγητό. Ο καφετζής αυτές τις μικρές, κουτσουρεμένες συντάξεις τις σεβάστηκε και κράτησε όσο μπορούσε τις τιμές. Και τις κράτησε και για τους νέους που το μόνο που μπαίνει στην τσέπη τους είναι το χαρτζιλίκι των γονιών κι η ανεργία.
Ο δεύτερος λόγος είναι οι έξυπνες κινήσεις, όπως αυτή που έκανε ο Ντίνος ή Κώστας (ο κάθε πελάτης πήρε από το Κωνσταντίνος όποιο μισό τον βόλευε) για να φέρει περισσότερους πελάτες και για να τον φέρουμε κι εμείς ως ένα παράδειγμα που πάντα βοηθάει στην αλήθεια των… γραφομένων.
Ο Ντίνος ή Κώστας λοιπόν έχει το καφενείο του στα Εξάρχεια. Κι εκτός από μερακλίδικο καφέ σερβίρει: φτηνό αλλά εξαιρετικό χύμα κρασί, ρακή, τσίπουρο, μπακαλιαράκι φρέσκο πεντανόστιμο, τηγανητές εκείνη τη στιγμή καθαρισμένες πατάτες, συκωτάκι…, δυο τηλεοράσεις για τις αγωνιστικές ημέρες (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, Βουλή). Αυτά προσφέρονται τις καθημερινές, γιατί τη γιορτινή, που είναι η Δευτέρα -και σε ανοιχτή κόντρα με το τραγούδι που τη θέλει ως «τη χειρότερη μέρα»- δυο αγόρια, ο Μάρκος και ο Πανίνος (γιοι του Αλέξη Δαμιανού) παίρνουν την κιθάρα και το μπουζούκι και μαζί με την Ελλη πιάνουν μια γωνιά και βάζουν μπροστά τη μηχανή του χρόνου που υπό τους ήχους του ρεμπέτικου κατηφορίζει στα χαμηλά του προηγούμενου αιώνα.
Νέοι και μεγαλύτεροι γίνονται μια παρέα και δώσ’ του τα αμπντάλικα και οι ζεϊμπεκιές κι ανοίγουν τα χέρια ν’ αγκαλιάσουν τη ζωή. Γύρες κάνουν τα κεράσματα «στην υγειά της παρέας». Γύρες κάνει κι ο Νίκος, ο Παραλίας, να προλάβει τις παραγγελιές αλλά και τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ, κι ο Λόρενς της… Αλβανίας, που αντέχει να κάθεται ακόμη κι αν ανεβαίνει το πράσινο αίμα στο κεφάλι του με τον κόκκινο Αντρέα που του λείπει η… γενικώς. Αυτά είναι τα καφενεία, γεμάτα ανθρώπινες ιστορίες και αρώματα ζωής. Κι αυτά που εδώ γράφονται, μια μικρή γεύση.
Σταυρούλα Ματζώρου