lazaridou-olia

04/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η Ολια Λαζαρίδου και η παράσταση «Από τι ζουν οι άνθρωποι»

Αν είσαι μόνος, είσαι στη ζούγκλα

Σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς η καλή ηθοποιός και οι συνεργάτες της Γιώργος Νανούρης και Ηλίας Κουνέλας ακούμπησαν σε ένα τρυφερό διήγημα του Τολστόι, που μιλάει για καλοσύνη, αλληλεγγύη και ανοιχτή καρδιά. Γιατί μας θυμίζει τα αυτονόητα, αυτά που τροφοδοτούν τη ζωή.
      Pin It

Σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς η καλή ηθοποιός και οι συνεργάτες της Γιώργος Νανούρης και Ηλίας Κουνέλας ακούμπησαν σε ένα τρυφερό διήγημα του Τολστόι, που μιλάει για καλοσύνη, αλληλεγγύη και ανοιχτή καρδιά. Γιατί μας θυμίζει τα αυτονόητα, αυτά που τροφοδοτούν τη ζωή

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Η ιστορία είναι απλή. Ενας φτωχός παπουτσής, την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα, βγήκε έξω στο χιόνι για να μαζέψει τα λεφτά που του χρωστούσαν. Σε μια γωνιά του δρόμου έπεσε πάνω σ΄ έναν σωριασμένο, παράξενο, γυμνό άνθρωπο. Αποφάσισε να τον πάρει μαζί στο σπίτι του. Από αυτό το σημείο ξεδιπλώνονται μια σειρά γεγονότα, απροσδόκητα, μικρά θαύματα που θα αποκαλύψουν σ΄ αυτόν και τη γυναίκα του, τη μια και μοναδική αλήθεια. Την απάντηση στο ερώτημα: «Από τι ζουν οι άνθρωποι».

 

Η Ολια Λαζαρίδου, ο Γιώργος Νανούρης και Ηλίας Κουνέλας διασκεύασαν, σκηνοθέτησαν και ερμηνεύουν στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» το τρυφερό διήγημα του Λέοντος Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι». Αυτό το θεατρικό όχημα διάλεξαν για να επικοινωνήσουν με εκείνους που το πρόβλημα της επιβίωσης, η αποξένωση και η μοναξιά έχουν παγώσει σήμερα την ψυχή τους. Η Ολια Λαζαρίδου είχε διαβάσει το διήγημα πριν από πέντε χρόνια. Από τι ζει λοιπόν ο άνθρωπος;

 

«Αν σταματήσεις στον δρόμο τριάντα ανθρώπους και τους ρωτήσεις, θα εκπλαγείς με τις απαντήσεις: με χρήματα, με τον έρωτα, στη φύση κ.λπ. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν επειδή φροντίζουν τους εαυτούς τους, όμως, στην πραγματικότητα, η αγάπη είναι εκείνη που τους επιτρέπει να ζουν. Το διήγημα μιλάει για τα στοιχειώδη, τα αυτονόητα, τα πιο παραμελημένα πράγματα, μέσα στην αγωνία της επιβίωσης των ημερών. Εχουμε ξεχάσει ότι υπάρχει και κάτι άλλο που θα μπορούσαμε ν΄ ακουμπήσουμε πάνω του με ασφάλεια, αρκεί να το εμπιστευτούμε. Κι αυτό είναι η αγάπη. Ισως μια παραβολή, ένα παραμύθι, που ξαναθυμίζει τα αυτονόητα όπως είναι το συγκεκριμένο διήγημα, αποτελεί τον τρόπο να επιστρέψουμε σε εκείνο που στ΄ αλήθεια τροφοδοτεί αυτό που λέμε ζωή».

 

• Πώς μιλάει κανείς σήμερα για την αγάπη;

 

«Η αγάπη μας απευθύνεται προσωπικά, μας εμπλέκει και ως εκ τούτου απαιτεί γνήσια εκζήτηση, κόπο. Και εν τέλει, ας θυμηθούμε τον Καλό Σαμαρείτη. Ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου ρώτησε κάποιος κάποτε τον Χριστό. Και η απάντηση ήρθε με μια παραβολή: Ενας άνθρωπος έπεσε σε ενέδρα ληστών που τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Ενας ιερέας πέρασε από το απέναντι μέρος χωρίς να του δώσει καμία βοήθεια. Το ίδιο κι ένας Λευίτης, υπηρέτης του ναού. Μέχρι που πέρασε ο Σαμαρείτης. Πλησίασε, έπλυνε τα τραύματά του, τα άλειψε με λάδι και κρασί, τα έδεσε με επιδέσμους. Ανέβασε τον άνθρωπο στο ζώο του, τον μετέφερε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε όλη τη νύχτα. Και την άλλη μέρα το πρωί έδωσε χρήματα στον ξενοδόχο για τον περιποιηθεί. Ολοι ξέρουμε ποιος είναι ο πλησίον».

 

• Τι σημαίνει αλληλεγγύη και τι ελεημοσύνη;

 

«Κάτι τσιτώνει μέσα μου όταν ακούω τη λέξη ελεημοσύνη και την αρνούμαι. Παρ΄ όλο που προδίδει έλεος έχει τόσο παραφθαρεί, που ακούς μια υποψία υπεροψίας να ίπταται υπεράνω της λέξης… Λες κι αυτός που προσφέρει είναι κάπως ανώτερος από εκείνον που ελεείται. Προτιμώ να αντιλαμβάνομαι τη σχέση σαν ισότιμη συναλλαγή, μια πολύ ανθρώπινη και αυτονόητη πράξη: έχω-δίνω. Στο διήγημα έχουν ενταχθεί κάποια δικά μου κείμενα με αφορμή προσωπικές στιγμές μέσα στην πόλη. Ο ράφτης στη γειτονιά μου, η τράπεζα κι ένα περιστατικό με κάποιον, που ζητούσε χρήματα εκεί μπροστά στο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης. Η όψη της παράστασης ξεδιπλώνεται σαν μαγικό βιβλίο, με μυστικές ντουλάπες και φωτάκια, μια υπέροχη κούκλα που έφτιαξε η Μάρθα Φωκά και μια ζωγραφιά του Γιώργου Χαβουτσά. Ενα λαϊκό ποίημα για μικρούς και μεγάλους».

 

Ο Τολστόι ποτέ δεν ένιωσε ότι δικαιούται να απολαμβάνει την τέχνη, τον πλούτο, την οικογένειά του, τον έρωτα, όταν γύρω του οι άνθρωποι ζούσαν εξαθλιωμένοι, αμόρφωτοι. Πιστός στο «γράμμα» της Βίβλου αποποιήθηκε κάθε αγαθό. Αρχισε να ασχολείται με την καλλιέργεια της γης, ντυνόταν όπως οι μουζίκοι, έφτιαχνε μόνος του τα παπούτσια του και κήρυττε την πραότητα. Εφτασε στο σημείο εγκαταλείποντας τους πάντες και τα πάντα να πεθάνει μόνος, γέρος και εξαθλιωμένος σ΄ ένα σιδηροδρομικό σταθμό μακριά από το σπίτι του.

 

«Συχνά έχουμε υψηλές προσδοκίες, αλλά το αποτέλεσμα δεν τις δικαιώνει, είναι πολύ φτωχό. Οταν καταλάβεις για πόσα λίγα πράγματα είμαστε τελικά ικανοί και παρόλα αυτά εξακολουθούμε να αγαπάμε τους ανθρώπους, είναι κατόρθωμα. Ο Τολστόι προσπάθησε να προσαρμόσει τη ζωή του σύμφωνα με τα πιστεύω του. Εγκατέλειψε σπίτι, γυναίκα, παιδιά, περιουσία για να ζήσει μόνος και φτωχός. Στάση που προδίδει μια εγωιστική ακρότητα. Από την άλλη πρέπει να παραδεχτούμε ότι τέτοια βασανιστικά μονοπάτια, που αγωνίζεται να ακολουθεί μια ψυχή σε υπαρξιακή αγωνία, έχουν ιδιαίτερη αξία», λέει η Ολια Λαζαρίδου.

 

• Σήμερα, στο κατακερματισμένο κοινωνικά τοπίο, ποιες αξίες απέμειναν;

 

«Τα πράγματα της μόδας εύκολα έρχονται και εύκολα φεύγουν. Υπάρχει κάτι που δεν είναι της μόδας, αλλά μια αλήθεια παντός καιρού: αν είσαι μόνος, θα είσαι στη ζούγκλα. Αν σε απασχολεί ο διπλανός σου αρχίζεις να εξερευνάς την πιθανότητα να είσαι και άνθρωπος. Η τέχνη σήμερα δεν λέει πολλά γι΄ αυτό που ζούμε. Αλλες εποχές άνοιγε δρόμους, λειτουργούσε οραματικά. Επικρατεί ένα μούδιασμα, μια μουντή ατμόσφαιρα, η αγωνία μήπως μας πλακώσει η συμφορά. Δεν έχει φανεί η καινούργια προοπτική ούτε καν σαν όνειρο. Θα φανεί. Δεν είναι η στιγμή. Μέχρι τότε ας τηρούμε τα αυτονόητα. Να επαγρυπνούμε κρατώντας την καρδιά ανοιχτή. Μην την αφήσουμε να ατροφήσει».

 

INFO: Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» (Πειραιώς 254 Ταύρος. Τηλ.: 212 254 0300). Μουσική: Κωνσταντίνος Βήτα. Σκηνικά – κοστούμια: Κατερίνα-Χριστίνα Μανωλάκου. Κατασκευή κούκλας: Μάρθα Φωκά. Ζωγραφιά: Γιώργος Χαβουτσάς. Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου.

 

[email protected]

 

Scroll to top