09/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σημειώσεις ενός μετανάστη Επιμέλεια: Χάλεντ Τάχερ

Μαρτυρία επαναπροώθησης

Μας έβαλαν δέκα δέκα σε μια βάρκα και μας πέρασαν απέναντι. Σιωπηλά. Με κουβάλησαν οι πρόσφυγες για να φτάσουμε στο πρώτο τουρκικό χωριό.
      Pin It

Μας έβαλαν δέκα δέκα σε μια βάρκα και μας πέρασαν απέναντι. Σιωπηλά. Με κουβάλησαν οι πρόσφυγες για να φτάσουμε στο πρώτο τουρκικό χωριό…

 

Ηταν τον χειμώνα του 2000. Ημουν μόλις 19 ετών. Επρεπε να φύγω από την Τουρκία και να έρθω στην Ελλάδα, όπου βρισκόταν ο πατέρας μου, αναγνωρισμένος πολιτικός πρόσφυγας. Είχε καταφέρει να φτάσει σε μια ασφαλή, υποτίθεται, χώρα ύστερα από τρεις προσπάθειες. Αποφασίσαμε με τρία άτομα να περάσουμε από το Τσεσμέ στη Χίο με μια φουσκωτή βάρκα που έκανε για πισίνα και δύο κουπιά. Δεν θα μας σταματούσαν το κρύο και η αγριεμένη θάλασσα. Επειτα από δυο-τρεις ώρες, τα κύματα άρχιζαν να μας σκεπάζουν. Φοβηθήκαμε. Πήρα τον πατέρα μου από το κινητό και του είπα ότι έχει μπει νερό στη βάρκα. Πήγε στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας και ζήτησε βοήθεια. Αργότερα έμαθα ότι τον πιάσανε και τον βάλανε στο κρατητήριο.

 

Φτάσαμε το πρωί στη Χίο, βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι. Δυστυχώς, εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα περιπολικό. Μας πήγε στο τμήμα. Μείναμε μέσα 13 μέρες, χωρίς φως, τηλέφωνο, γιατρό. Η τουαλέτα ήταν χαλασμένη και βρόμαγε. Ημασταν περίπου 30 άτομα, μαζί μας γυναίκες και παιδιά. Το πόδι μου είχε μολυνθεί και είχε μαυρίσει. Περπατούσα με μεγάλη δυσκολία, οι περισσότεροι ήμασταν άρρωστοι. Κάποια στιγμή, μας έβαλαν σ’ ένα καράβι και μας έστειλαν στην Αθήνα, δεμένους με χειροπέδες σαν εγκληματίες. Ολοι μάς κοιτούσαν. Στην Αθήνα, μείναμε σε κάτι κρατητήρια για άλλες 20 μέρες, πάλι χωρίς φως. Πληρώναμε 5 δολάρια μια φραντζόλα ψωμί για να φάμε.

 

Υστερα μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί σ’ ένα χωριό. Μας βάλανε σ’ έναν μεγάλο χώρο. Ημασταν περίπου εκατόν πενήντα άτομα. Οι περισσότεροι άρρωστοι, κάποιοι εμφανώς χτυπημένοι από αστυνομικούς. Μαζί μας και παιδιά. Βρομούσα, δεν ήθελα να ζήσω. Εκεί όχι μόνο δεν υπήρχε φαγητό και νερό αλλά ούτε τουαλέτα. Οπου έβρισκε ο καθένας έκανε την ανάγκη του. Μείναμε έτσι δύο μέρες. Τη δεύτερη νύχτα μάς έβγαλαν έξω. Θυμάμαι ότι περπατούσαμε και γύρω μας δεν βλέπαμε τίποτα παρά μόνο αστυνομικούς και στρατιώτες.

 

Φτάσαμε σ’ ένα ποτάμι. Κατάλαβα ότι βρισκόμασταν στα σύνορα. Πλέον ήμασταν περισσότεροι από διακόσιοι. Εβλεπα στρατιώτες να κοιτάνε απέναντι με εργαλεία τελευταίας τεχνολογίας για να δουν αν υπάρχει Τούρκος φρουρός. Αν μας έπιαναν στα σύνορα στην τουρκική πλευρά, θα μας γύριζαν οι Τούρκοι πάλι πίσω στην Ελλάδα. Σαν να ήμασταν μπάλα που την κλοτσούσε μια ο ένας, μια ο άλλος.

 

Δεν μιλούσε κανείς, δεν είχε το κουράγιο. Εβλεπα στα μάτια όλων απογοήτευση, φόβο και απελπισία. Μας έβαλαν δέκα δέκα σε μια βάρκα και μας πέρασαν απέναντι. Σιωπηλά. Με κουβάλησαν οι πρόσφυγες για να φτάσουμε στο πρώτο τουρκικό χωριό… Σήμερα, δεκατρία χρόνια μετά, αυτές οι εικόνες και τα συναισθήματα με βασανίζουν ακόμα. Οι παράνομες επαναπροωθήσεις εξακολουθούν και γίνονται σήμερα, όπως γίνονταν τότε, και πιο πριν ακόμα.

 

Αχμάντ (Ιράν)

 

Scroll to top